Συντηρητική χορήγηση των αντιιικών φαρμάκων, όπως το Tamiflu, σε παιδιά, αφού δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι προλαμβάνουν τις επιπλοκές, ενώ οι εν δυνάμει βλαβερές παρενέργειές τους μπορεί να υπερβαίνουν τα όποια οφέλη, συνιστούν Βρετανοί ερευνητές.
«Καθώς η θνησιμότητα στην τρέχουσα πανδημία παραμένει χαμηλή, μια πιο συντηρητική στρατηγική στη χορήγηση των φαρμάκων θα μπορούσε να θεωρηθεί συνετή, εξαιτίας των περιορισμένων δεδομένων, των παρενεργειών όπως ο εμετός και της πιθανότητας να αναπτυχθούν ανθεκτικά στελέχη του ιού της γρίπης», υπογραμμίζουν.
Κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν δημιουργήσει αποθέματα των φαρμάκων Tamiflu της Roche και Relenza της GlaxoSmithKline για να αντιμετωπίσουν την πανδημία της νέας γρίπης Α (H1N1).
Στη Βρετανία, εκατοντάδες χιλιάδες δόσεις Tamiflu χορηγήθηκαν σε άτομα που έπασχαν από τη νόσο, οι μισοί από τους οποίους ήταν παιδιά.
Ωστόσο, ο Μάθιου Τόμσον του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και συνάδελφοί του αναφέρουν στη Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση πως, μολονότι τα αντιιικά μειώνουν τη διάρκεια της γρίπης στα παιδιά κατά περίπου μία ημέρα, δεν μειώνουν τις κρίσεις άσθματος ή την πιθανότητα να χρειαστούν τα παιδιά αντιβιοτικά. Το Tamiflu συνδέεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο εμετού, ο οποίος στα παιδιά μπορεί να είναι σοβαρός.
Η ανάλυση βασίστηκε στη συστηματική εξέταση επτά προηγούμενων κλινικών μελετών σχετικά με τη χρήση των Tamiflu και Relenza για κρούσματα εποχικής γρίπης σε παιδιά ηλικίας 1 ως 12 ετών.
Πηγές: ΑΠΕ – ΜΠΕ, Reuters