ΔΙΒΑΖΟΝΤΑΣ στις εκθέσεις των μεγάλων χρηματοοικονομικών οίκων του εξωτερικού τις αναφορές περί «οικονομικών οάσεων», ο κάθε σκεπτόμενα πολίτης αναρωτιέται εάν είναι δυνατόν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης την εποχή της δορυφορικής και ψηφιακής επικοινωνίας να υπάρχουν εν μέσω χρηματοοικονομικών κρίσεων μεγάλους βάθους οικονομικές και χρηματιστηριακές οάσεις.
Ερέθισμα για το παραπάνω ερώτημα δόθηκε μετά από την έκθεση της Morgan Stanley που δημοσιοποιήθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου 2008 και η οποία θεωρεί την Ελλάδα ασφαλές καταφύγιο από την τρέχουσα κρίση που πλήττει τη διεθνή οικονομία.
Η εν λόγω έκθεση θεωρεί ότι τα ελληνικά ομόλογα και οι ελληνικές μετοχές αποτελούν καταφύγιο για τους διεθνείς επενδυτές κατά την τρέχουσα χρηματιστηριακή και την πιστωτική κρίση.
Επίσης θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει αλώβητη από την κρίση και ότι, παρά την πιο ασθενή ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα συνεχίσει να αναπτύσσεται το ίδιο δυναμικά με το πρόσφατο παρελθόν της.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, θα συμφωνήσουμε ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με υψηλότερους ρυθμούς συγκρινόμενη με την οικονομία της Ευρωζώνης. Θα διαφωνήσουμε όμως με το είδος της δυναμικής που θα παρουσιάσει η ελληνική οικονομία. Ο ρυθμός ανάπτυξης σαφώς και θα επηρεαστεί από τη γενικότερη χαμηλή πτήση της παγκόσμιας οικονομίας και φυσικά από την αύξηση των ενεργειακών τιμών δεδομένης της υψηλής ενεργειακής εξάρτισης της χώρας.
Οι πυλώνες της ανάπτυξης κατανάλωση και επενδύσεις πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα πληγούν και μάλιστα σημαντικά από την τρέχουσα πιστωτική, χρηματιστηριακή και αναπτυξιακή διεθνή κρίση. Ηδη τα επιτόκια της καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης έχουν αυξηθεί, ενώ και οι άμεσες επενδύσεις παρουσιάζουν ήδη σημάδια κόπωσης.
Για τις επενδύσεις αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριος - Νοέμβριος 2007 εισέρρευσαν στη χώρα μας κεφάλαια 991,8 εκατ. ευρώ έναντι 4.010,8 εκατ. ευρώ του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος του 2006.
Η διεθνής πιστωτική και χρηματιστηριακή κρίση έχει ήδη χτυπήσει την εγχώρια οικονομία. Το μέγεθος των συνεπειών θα είναι ανάλογο του βάθους της τρέχουσας κρίσης και του χρονικού διαστήματος που θα διαρκέσει.
Εκείνο όμως που ήδη γίνεται εύκολα αντιληπτό έχει να κάνει με το φόβο και την αβεβαιότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Τα ελληνικά νοικοκυριά βλέπουν ότι η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει τα βάρη τους, ενώ η πτώση της αξίας των μετοχών από την μια πλευρά και το ενδεχόμενο προβλημάτων στη στεγαστική αγορά από την άλλη τους κάνει να νιώθουν φτωχότεροι.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις νιώθουν ανάλογη πίεση από την άνοδο των επιτοκίων, ενώ τους προβληματίζει η συρρίκνωση των ρυθμών ανάπτυξης σε χώρες που εξάγουν τα προϊόντα τους.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, σε εκείνο που θα συμφωνήσουμε είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν εκτεθεί σε δομημένα προϊόντα της στεγαστικής αγοράς των ΗΠΑ, όμως από το σημείο αυτό μέχρι του σημείου που θέλει την ελληνική αγορά να αποτελεί χρηματιστηριακή όαση εν μέσω χρηματιστηριακής και πιστωτικής κρίσης υπάρχει διαφορά.
Εν μέσω κρίσης καμιά αγορά δεν παραμένει αλώβητη. Οταν το 50% του ελληνικού χρηματιστηρίου βρίσκεται στα χέρια του διεθνούς κεφαλαίου, είναι απόλυτα φυσικό σε περιπτώσεις που τα επενδυτικά αυτά κεφάλαια καταγράφουν απώλειες στα ξένα χρηματιστήρια να θέλουν να τις περιορίσουν, αντλώντας κέρδη από κερδοφόρες επενδύσεις, όπως ήταν οι επενδύσεις σε ελληνικές μετοχές.
Εξάλλου η πτώση του Γενικού Δείκτη του ελληνικού χρηματιστηρίου σε ποσοστό άνω του 15 % κατά το πρώτο μήνα του έτους δείχνει την πραγματικότητα. Σε ό,τι αφορά την αγορά ομολόγων, εδώ θα συμφωνήσουμε ότι θα συνεχίσει να έλκει το διεθνές κεφάλαιο.
Η ανάγκη κάλυψης των ελλειμμάτων και αναχρηματοδότησης τμημάτων του δημόσιου χρέους αναμένεται να οδηγήσει στην έκδοση τίτλων ιδιαίτερα ελκυστικών. Η περίοδος που έχει προηγηθεί δείχνει τις προοπτικές, αφού κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριος - Νοέμβριος 2007 εισέρρευσαν στη χώρα μας για επενδύσεις κυρίως σε ομόλογα περί τα 32 δισ. ευρώ έναντι 14,5 δισ. ευρώ του αντίστοιχου διαστήματος του 2006, καταγράφοντας αύξηση της τάξεως του 120,7%.
Σαράντος Λέκκας, οικονομολόγος, στέλεχος τράπεζας