Το πετρέλαιο είναι η πρώτη ενεργειακή πηγή που καλύπτει τις ενεργειακές μας ανάγκες (39%) τα τελευταία σαράντα χρόνια και πιστεύεται ότι θα παραμείνει η πρώτη πηγή και στο μέλλον.
Πολλοί πιστεύουν πως δεν είμαστε μακριά από την ημέρα που θα δούμε το πετρέλαιο να πουλιέται 150 δολάρια το βαρέλι. ¶λλοι πάλι πιστεύουν ότι αν δεν έχουμε αρνητικές εξελίξεις, διακοπές στην παραγωγή, τότε μπορεί να δούμε το κόστος του βαρελιού χαμηλά στα 65/70 δολάρια. Είναι αυτοί που πιστεύουν πως η «φούσκα» αυτή θα σπάσει και τα 20/25 δολάρια που έχουν προστεθεί στην τιμή λόγω χρηματιστηριακών παιχνιδιών θα φύγουν για να δούμε την πραγματική τιμή που θα έπρεπε να έχει το πετρέλαιο σήμερα, ήτοι γύρω στα 70 δολάρια.
Ποιος όμως έχει δίκιο και τι θα γίνει, θα το δείξει το μέλλον. Είναι όμως σχεδόν αδύνατο να αποφανθεί κανείς μετά βεβαιότητος, αλλά μπορούμε λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα γεγονότα να καταλήξουμε σε κάποια πιθανότητα που ίσως αποδειχθεί σωστή.
Εμείς πιστεύουμε ότι εφ' όσον η ζήτηση για ενέργεια (Demand) θα συνεχισθεί θα πρέπει απαραιτήτως η παραγωγή (Supply) να μπορεί να ανταποκριθεί. Για να το καταλάβουμε καλύτερα θα πρέπει να δούμε πιο αναλυτικά τα δύο αυτά στοιχεία Supply and Demand και τις αναμενόμενες εξελίξεις. Θα έπρεπε επίσης να λάβουμε υπόψη την παγκόσμια οικονομία, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις επενδύσεις, τις γεωπολιτικές εξελίξεις, την οικονομική κατάσταση των καταναλωτικών χωρών, την πρόοδο των χωρών που παράγουν και εξάγουν πετρέλαιο.
Αρχίζοντας από τη διαθεσιμότητα βλέπουμε ότι τα πράγματα είναι μάλλον θετικά. Η παγκόσμια παραγωγή πιστεύεται ότι θα καλύψει τις σημερινές ανάγκες και τη μελλοντική αύξηση. Βέβαια οι ελπίδες αυτές βασίζονται περισσότερο στην παραγωγή των χωρών του OPEC και ειδικότερα της Μέσης Ανατολής. Συγκεκριμένα η παραγωγή των χωρών του OPEC που αποτελεί σήμερα το 42% της παγκόσμιας παραγωγής θα αυξηθεί στο 52% έως το έτος 2030.
Η παραγωγή των NON-OPEC χωρών θα παρουσιάσουν και αυτές με τη σειρά τους μια αύξηση που θα φτάσει τα 48 εκατ. βαρέλια την ημέρα έως το 2020 και έκτοτε θα αρχίσει να μειώνεται για να πέσει μέχρι το 2030 στα 45 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Αυτή η αύξηση των NON-OPEC αναμένεται να γίνει στη Λατινική Αμερική (κυρίως στη Βραζιλία), στη Ρωσία και στην περιοχή της Κασπίας Θάλασσας.
Παραγωγή θα έχουμε επίσης από μη συμβατικές πηγές πετρελαίου στις NON-OPEC χώρες όπως από τα καναδέζικα OILSANDS, πετρέλαιο από το κάρβουνο, από το φυσικό αέριο. Η παραγωγή και χρήση των βιοκαυσίμων (BIOFUELS) θα αυξηθεί επίσης σε πολλές περιοχές. Γενικά αναμένεται ότι έως το 2030 η παραγωγή από τις μη συμβατικές πηγές πετρελαίου που προαναφέραμε και των βιοκαυσίμων θα αυξηθεί έως το 2030 στα 10 εκατ. βαρέλια την ημέρα από 8 εκατ. που ήταν το 2005.
Αρχικά οι εκτιμήσεις για την παραγωγή Crude και Non-crude των NON-OPEC χωρών υπολογίζονται σε 54 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2010. Αυτή η παραγωγή είναι 5 εκατ. βαρέλια μεγαλύτερη από το 2005. Μετά το 2010 η παραγωγή των μη συμβατικών πηγών θα αυξάνεται. Η παραγωγή των OPEC χωρών μετά το 2010, αναμένεται να αυξηθεί σε 38 εκατ. βαρέλια την ημέρα μέχρι το 2020 και σε 49 εκατ. βαρέλια μέχρι το 2030.
Φυσικά για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν όλες αυτές οι προβλέψεις θα πρέπει να διατεθούν και να επενδυθούν μεγάλα κεφάλαια για την εκμετάλλευση και την ανάπτυξη των ενεργειακών πηγών. Σύμφωνα με μελέτη του οργανισμού OPEC θα πρέπει να επενδυθεί μέχρι το 2015 το ποσό των 140 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ανάλογες επενδύσεις βέβαια θα πρέπει να γίνουν και για τη δημιουργία περισσότερων διυλιστηρίων. Υπολογίζεται ότι έως το 2020 θα χρειαστεί επιπλέον χωρητικότητα στα διυλιστήρια για 13 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Η συνολική επένδυση σε αυτό τον τομέα (Refinery) υπολογίζεται να φτάσει τα 450 δισεκατομμύρια δολάρια.
Προχωρώντας λοιπόν, θα δούμε τη ζήτηση (Demand) για ενέργεια, η οποία προβλέπεται σημαντική. Συγκεκριμένα αναμένεται ότι η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια θα αυξηθεί έως 55% στην περίοδο 2005-2030 με ετήσια μέση αύξηση που θα φτάνει το 18%. Το πετρέλαιο θα παραμείνει η κύρια ενεργειακή πηγή και η ζήτησή του θα φτάσει τα 118 εκατ. βαρέλια την ημέρα από 87 που είναι σήμερα.
Η ζήτηση άλλων πηγών ενέργειας όπως το κάρβουνο το οποίο σήμερα καλύπτει το 21% των ενεργειακών αναγκών και το φυσικό αέριο το οποίο καλύπτει το 25% θα συνεχίσει να αυξάνεται συνεχώς. Το πετρέλαιο το οποίο καλύπτει το 39% των ενεργειακών αναγκών θα διατηρήσει την πρώτη θέση που κατέχει.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες των οποίων ο πληθυσμός και η οικονομία αυξάνονται θα απορροφήσουν το 75% της μελλοντικής αυτής ζήτησης, με την Κίνα και τις Ινδίες να καλύπτουν το 45% της αύξησης. Το 2030 οι αναπτυσσόμενες χώρες θα καταναλώνουν περίπου πέντε φορές λιγότερο πετρέλαιο κατά άτομο από τις OECD χώρες.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί με μέσο όρο 190 εκατομμύρια ετησίως κατά την περίοδο μέχρι το 2030 φθάνοντας τα 8,2 δισεκατομμύρια. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πληθυσμιακής αύξησης (1,7 δισεκατομμύρια) ήτοι 90% θα συμβεί στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα για τη μελλοντική ζήτηση γεγονός που προβληματίζει κάπως τις παραγωγικές χώρες και γενικώς εκείνους που πρόκειται να επενδύσουν σε μελλοντικές ανακαλύψεις νέων κοιτασμάτων πετρελαίου, στη συντήρηση και αναβάθμιση (upgrading) των υπαρχουσών εγκαταστάσεων σε διϋλιστήρια κ.λπ.
Αυτή η σκεπτικότητα και ο προβληματισμός βασίζονται στις περιβαλλοντολογικές πολιτικές, στις τεχνολογικές εξελίξεις και στην προσπάθεια των καταναλωτικών χωρών να μειώσουν τη ζήτηση. Τη σκεπτικότητα αυτή την αυξάνει η προσπάθεια παραγωγής των Βιοκαυσίμων (BIO FUELS).
Παρά τις ανωτέρω αμφιβολίες είναι μεγαλύτερη η πεποίθηση ότι τα Ορυκτά Καύσιμα (FOSSIL FUELS) θα συνεχίσουν να καλύπτουν το 90% της παγκόσμιας εμπορικής ενεργειακής ζήτησης. Το πετρέλαιο είναι η πρώτη ενεργειακή πηγή που καλύπτει τις ενεργειακές μας ανάγκες (39%) τα τελευταία σαράντα χρόνια και πιστεύεται ότι θα παραμείνει η πρώτη πηγή και στο μέλλον.
Αναμένεται η ζήτηση πετρελαίου να αυξηθεί κατά 34 εκατ. βαρέλια την ημέρα κατά την περίοδο 2005-2030 και όπως αναφέραμε προηγουμένως θα φτάσει τα 118 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2030. Φυσικά αυτή η αύξηση χρήσης των Ορυκτών Καυσίμων (FOSSIL FUELS) δεν θα είναι χωρίς συνέπειες. Υπολογίζεται πως η παγκόσμια ρύπανση λόγω του CO2 θα αυξηθεί περίπου 50% έως το 2030.
Φυσικά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσοστού ρύπανσης θα δημιουργηθεί από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρέπει να αναφέρουμε όμως πως το 70% της παγκόσμιας ρύπανσης σήμερα προέρχεται από τις OECD χώρες και η κατάσταση θα παραμείνει ίδια μέχρι το 2030 όπου αναμένεται οι ρύποι του CO2 σε αυτές τις χώρες να είναι τρεις φορές μεγαλύτεροι κατ' άτομο. Το 57% των ρύπων των OECD χωρών προέρχονται από τη βιομηχανία και την παραγωγή ηλεκτρισμού. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα αλλά πρέπει να σημειωθεί πως γίνονται μεγάλες προσπάθειες ώστε να μειωθούν οι ρύποι στις μεταφορές και στη βιομηχανία.
Συνοψίζοντας βλέπουμε πως «προσφορά» και «ζήτηση» του πετρελαίου κάπου συναντιούνται και ως εκ τούτου θα έλεγε κανείς «πως δεν υπάρχει πρόβλημα». Η πραγματικότητα όμως, όπως τουλάχιστον τη βλέπουμε εμείς είναι πως εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα με την παραμικρή διακοπή στην παραγωγική αλυσίδα. Δεν υπάρχουν περιθώρια για απώλειες όπως στο παρελθόν όταν η αγορά απορροφούσε μόνο το 70% της παραγωγής!
Σήμερα η ζήτηση που υπάρχει στην αγορά απορροφά σχεδόν όλη την παραγωγή. Δεν υπάρχει περίσσευμα και ως εκ τούτου δημιουργείται νευρικότητα στην αγορά που κρατά την τιμή σε υψηλά επίπεδα. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις λόγω διαφόρων πολιτικών εξελίξεων -έστω και υποτιθέμενων- κρατούν τις τιμές ψηλά. Το κόστος παραγωγής πετρελαίου που έχει αυξηθεί αρκετά, ειδικά σε υπεράκτιες (Off Shore) περιοχές είναι ένας ακόμα παράγοντας που συντηρεί τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.
Τι θα γίνει τελικά; Πόσο θα πληρώνουμε το πετρέλαιο,70 ή 150 δολάρια το βαρέλι; Και τα δύο σενάρια είναι πιθανά ανάλογα με τις συνθήκες που θα δημιουργηθούν. Εμείς πιστεύουμε πως οπωσδήποτε το φτηνό πετρέλαιο των 20/50 δολαρίων το βαρέλι ανήκει στο παρελθόν. ¶ποψή μας είναι πως καλώς εχόντων των πραγμάτων, χωρίς αρνητικές εξελίξεις και με βάση το νόμο της «Προσφοράς και Ζήτησης» η τιμή του πετρελαίου θα περιστρέφεται γύρω στα 90-100 δολάρια το βαρέλι για αρκετό καιρό.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΛΕΞΗΣ, πρόεδρος της Mare Maritime Company S.A.