Ο πόλεμος των τριών τρισεκατομμυρίων δολαρίων

Δευτέρα, 24 Μαρτίου 2008 18:55
UPD:18:57

Στιγμιότυπο από πρόσφατη αντιπολεμική συγκέντρωση στην Ουάσιγκτον με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ

A- A A+

ΚΑΘΩΣ στις 20 Μαρτίου έκλεισαν πέντε χρόνια από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ έχει φτάσει η στιγμή να κάνουμε έναν απολογισμό των όσων έχουν συμβεί. Στο νέο μας βιβλίο "Ο Πόλεμος των Τριών Τρισεκατομμυρίων Δολαρίων", η καθηγήτρια του Χάρβαρντ, Λίντα Μπάιλμς, κι εγώ υπολογίζουμε το οικονομικό κόστος του πολέμου για τις ΗΠΑ στα τρία τρισ. δολάρια.

¶λλα τρία τρισ. δολάρια είναι το κόστος για τον υπόλοιπο κόσμο- πολύ υψηλότερα δηλαδή από τους αρχικούς υπολογισμούς της κυβέρνησης Μπους. Η ομάδα Μπους δεν παραπληροφόρησε απλώς τον κόσμο για το πιθανό κόστος του πολέμου πριν την εισβολή, αλλά και επιχείρησε να αποκρύψει τα κόστη κατά τη διάρκειά του.

Το γεγονός αυτό δεν μας εκπλήσσει. Η κυβέρνηση Μπους, άλλωστε, είπε ψέματα και για όλα τα υπόλοιπα, από τα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν έως τις υποτιθέμενες διασυνδέσεις του με την Αλ Κάιντα. Στην πραγματικότητα μόνο μετά την αμερικανική εισβολή το Ιράκ κατέστη πρόσφορο έδαφος για την εκπαίδευση τρομοκρατών.

Δαπάνες ΗΠΑ

Η κυβέρνηση Μπους είπε ότι ο πόλεμος θα κοστίσει περίπου 50 δισ. δολάρια. Οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή δαπανούν το ποσό αυτό στο Ιράκ κάθε τρίμηνο. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του ποσού αρκεί να επισημάνουμε: εάν δαπανούσαν μόλις το 1/6 οι ΗΠΑ θα εξασφάλιζαν ένα καλύτερο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τα επόμενα τουλάχιστον 50 χρόνια, χωρίς να περικόψουν άλλα επιδόματα ή να μειώσουν δημόσιες δαπάνες.

Η κυβέρνηση Μπους επέλεξε μάλιστα να μειώσει τη φορολογία στους πλουσίους, ενώ ήταν σε πόλεμο και παρά το υψηλό έλλειμμα. Το αποτέλεσμα ήταν να διογκώνεται το έλλειμμα- που κατά κύριο λόγο χρηματοδοτείται από το εξωτερικό- προκειμένου να στηριχθεί οικονομικά ο πόλεμος.

Πρόκειται για τον πρώτο πόλεμο στην ιστορία των ΗΠΑ, που δεν έχει απαιτήσει θυσίες από τους πολίτες μέσω υψηλότερης φορολογίας. Αντ' αυτού, το συνολικό κόστος μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές. Εάν η κατάσταση αυτή δεν αλλάξει, το χρέος των ΗΠΑ - το οποίο ήταν 5,7 τρισ. δολάρια όταν ο Τζορτζ Μπους ανέλαβε την προεδρία- θα αυξηθεί κατά 2 τρισ. δολάρια εξαιτίας του πολέμου (έχοντας ήδη ενισχυθεί κατά 800 δισ. δολάρια υπό τη διακυβέρνηση Μπους πριν αρχίσει ο πόλεμος).

Πρόκειται για ανικανότητα ή ανεντιμότητα; Πιθανότατα και τα δύο. Η κυβέρνηση Μπους εστίαζε στο τρέχον κόστος, όχι στις μελλοντικές δαπάνες, στις οποίες περιλαμβάνονται τα επιδόματα αναπηρίας και η ιατρική κάλυψη των βετεράνων, που επιστρέφουν στην πατρίδα.

Χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου η κυβέρνηση παρήγγειλε τα ειδικά εξοπλισμένα οχήματα, που θα μπορούσαν να έχουν σώσει πολλές ζωές ανθρώπων, που σκοτώθηκαν από βόμβες τοποθετημένες στο δρόμο.

Δυσκολία στρατολόγησης

Απρόθυμη να εισάγει ένα νέο σχέδιο και αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στη στρατολόγηση νέων για έναν μη δημοφιλή πόλεμο, υποχρέωσε τα στρατεύματα να παραμείνουν δύο, τρεις ή και τέσσερις φορές περισσότερο στο Ιράκ από την κανονική θητεία τους.

Η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να αποκρύψει το κόστος του πολέμου από την κοινή γνώμη. Οι ομάδες βετεράνων επικαλούμενες την Πράξη για την Ελευθερία της Πληροφορίας ανακάλυψαν ότι ο αριθμός των τραυματιών είναι 15 φορές υψηλότερος από αυτός των νεκρών. Ήδη 52. 000 εκ των βετεράνων, που επέστρεψαν, υποφέρουν από το Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες.

Η Αμερική θα πρέπει να παράσχει αποζημιώσεις αναπηρίας στο 40% περίπου των 1,65 εκατομμυρίων στρατιωτών, που έχουν σταλεί στο Ιράκ. Και φυσικά η αιμορραγία θα συνεχιστεί για όσο διαρκεί ο πόλεμος, με τις δαπάνες για ιατροφαρμακευτική κάλυψη των στρατιωτών να ανέρχονται στο ποσό των 600 δισ. δολαρίων.

Η ιδεολογία και αλλά και η κερδοσκοπία έχουν επίσης διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του κόστους του πολέμου. Η Αμερική έχει βασιστεί σε ιδιώτες εργολάβους, οι οποίοι δεν ήταν φθηνοί. Ένας ιδιωτικός φρουρός της Blackwater Security κοστίζει περισσότερα από 1.000 δολάρια ημερησίως, χωρίς να συνυπολογίσουμε την ασφάλεια ζωής, η οποία καλύπτεται από την κυβέρνηση. Με την ανεργία στο Ιράκ να έχει εκτιναχθεί αυτά τα χρόνια ακόμη στο 60%, η πρόσληψη Ιρακινών θα ήταν απόλυτα λογική απόφαση.

Οι εργολάβοι ωστόσο προτίμησαν να εισάγουν φθηνό εργατικό δυναμικό από το Νεπάλ, τις Φιλιππίνες και άλλες χώρες.

Ο πόλεμος είχε μόνο δύο νικητές: τις πετρελαιοβιομηχανίες και τις εταιρείες, που έκλεισαν συμβόλαια με το υπουργείο άμυνας. Η μετοχική τιμή της Halliburton, της παλαιάς εταιρείας του αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι, έχει σκαρφαλώσει στα ύψη.

Το κόστος στο Ιράκ

Το μεγαλύτερο κόστος του πολέμου αυτού επωμίζεται όμως το ίδιο το Ιράκ. Οι μισοί γιατροί της χώρας έχουν σκοτωθεί ή έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Η ανεργία βρίσκεται σήμερα στο 25%. Και πέντε χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, η Βαγδάτη τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα για λιγότερο από οχτώ ώρες ημερησίως. Από τους συνολικά 28 εκατομμύρια πολίτες του Ιράκ, τα τέσσερα εκατομμύρια έχουν αναγκαστεί σε εσωτερική μετανάστευση και ακόμη δύο έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.

Η Δύση φαίνεται να έχει εξοικειωθεί στο άκουσμα των χιλιάδων βίαιων θανάτων: πρέπει να σκοτωθούν τουλάχιστον 25 άτομα από έκρηξη βόμβας για να θεωρηθεί αξιοσημείωτο γεγονός. Η στατιστική μελέτη των ποσοστών θνησιμότητας πριν και μετά την εισβολή αποκαλύπτουν τη ζοφερή πραγματικότητα. Οι θάνατοι έχουν αυξηθεί από περίπου 450.000 κατά τους πρώτους 40 μήνες του πολέμου (150.000 εκ τους οποίους ήταν βίαιοι θάνατοι) σε 600.000.

Με τόσους ανθρώπους στο Ιράκ να υποφέρουν καθημερινά, ίσως ακούγεται βλάσφημο το να συζητεί κανείς το οικονομικό κόστος. Και ίσως να θεωρείται εγωκεντρική η εστίαση στο οικονομικό κόστος για την Αμερική, η οποία ενεπλάκη σε αυτόν τον πόλεμο κατά παράβαση του διεθνούς Δικαίου. Το οικονομικό κόστος όμως είναι δυσθεώρητο και πολύ υψηλότερο από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Τον επόμενο μήνα, θα εξηγήσω τη συμβολή του πολέμου στα σημερινά οικονομικά προβλήματα.

Οι Αμερικανοί συνηθίζουν να λένε ότι δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Ούτε όμως και δωρεάν πόλεμος. Οι ΗΠΑ- και ο υπόλοιπος κόσμος- θα καταβάλλουν το τίμημα επί δεκαετίες.

ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ, Νομπελίστας Οικονομίας, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Υπήρξε σύμβουλος του προέδρου Κλίντον. Το τελευταίο του βιβλίο φέρει τον τίτλο "Making Globalization Work". Copyright: Project Syndicate, 2008.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή