Τα παγκόσμια αποθέματα σε σιτάρι βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάντα χρόνων, μία ήδη πλουσιότερη Ασία αναζητά και ποσότητα και ποιότητα, ενώ οι τιμές των δημητριακών αυξάνονται διαρκώς εδώ και πέντε χρόνια.
Η ξηρασία, το δολάριο που υποχωρεί, και η χρήση της καλλιεργούμενης γης για την παραγωγή καυσίμων, έχουν συνεισφέρει στη συγκεκριμένη κατάσταση αλλά η πληθυσμιακή αύξηση και ο αυξανόμενος πλούτος της Κίνας και άλλων αναπτυσσομένων χωρών είναι πιθανό να αποτελέσουν πιο μόνιμους παράγοντες στο τοπίο που διαμορφώνεται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, οι παγκόσμιες τιμές τροφίμων αυξήθηκαν κατά 35% από το Φεβρουάριο του 2007 έως τον Ιανουάριο 2008, ενώ από το 2002 έχουν αυξηθεί συνολικά κατά 65%.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του διεθνούς Οργανισμού υπολόγισε ότι μόνο το 2007, οι τιμές των γαλακτοκομικών αυξήθηκαν κατά 80% και των δημητριακών κατά 42%, ενώ οι εκτιμήσεις που έγιναν εφέτος το Φεβρουάριο για την επόμενη δεκαετία, κάνουν λόγο για αύξηση έως 27% στο καλαμπόκι, έως 23% στη σόγια και έως 9% στο ρύζι.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει τα 9 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050 και το μεγαλύτερο μέρος των «νέων» 2,5 δισεκατομμυρίων θα κατοικεί στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου ο πληθυσμός θα απαιτεί γαλακτοκομικά και κρέας, τα οποία όμως θα χρειάζονται περισσότερη γη για να παραχθούν.
Η ανάδειξη της μεσαίας τάξης στην Κίνα, για παράδειγμα, προσθέτει λόγους στην αύξηση τιμών, όχι μόνο των βασικών αγαθών, όπως το καλαμπόκι, η σόγια και το σιτάρι, αλλά και σε αυτήν του κρέατος, του γάλακτος και άλλων τροφών με υψηλές πρωτεΐνες.
Το 1985, οι κινέζοι έτρωγαν κατά μέσο όρο 20 κιλά κρέας το χρόνο, και τώρα καταναλώνουν 50 κιλά. Κάθε κιλό βοδινού όμως χρειάζεται περίπου 3,5 κιλά δημητριακών για να παραχθεί, κάτι το οποίο σημαίνει ότι η γη που χρειάζεται για να παραχθεί τροφή για τους ανθρώπους, μετατρέπεται σε γη για την τροφή των ζώων.
Τα κύματα της δυσαρέσκειας είναι ήδη αισθητά. Το Φεβρουάριο σημειώθηκαν βίαιες διαμαρτυρίες στο Καμερούν και τη Μπουργκίνα Φάσο αλλά και στην Ινδονησία, όπου πρόσφατα καταγράφηκαν θάνατοι από ασιτία όπως και στις Φιλιππίνες όπου οι αλυσίδες πώλησης τροφίμων έλαβαν την οδηγία να μειώσουν τα μερίδια πώλησης για να αντιμετωπίσουν την αύξηση στις τιμές.
Στο Μεξικό, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στους δρόμους για το κόστος των τορτίγιας, μίας βασικής τροφής για το λαό της χώρας, η τιμή των οποίων εκτινάχθηκε στα ύψη μαζί με την τιμή του καλαμποκιού.
Πέρυσι η Κεντρική Τράπεζα της Αυστραλίας, η οποία βίωσε μία ξηρασία δύο ετών, έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η αύξηση στις τιμές των αγαθών θα μπορούσε να είναι μία από τις χειρότερες στην παγκόσμια ιστορία, ανάλογη με αυτές των δεκαετιών του 1930 και του 1970.
Η Τράπεζα σημείωσε ότι οι πραγματικές τιμές των αγαθών παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο κατά τη διάρκεια της ταχύτατης βιομηχανοποίησης των ΗΠΑ και της Γερμανίας στις αρχές του 20ου αιώνα, τονίζοντας όμως ότι η βιομηχανοποίηση της Κίνας του 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων είναι μία τελείως διαφορετική κλίμακα.
Το πρόβλημα στα τρόφιμα εντείνει και η προσπάθεια της Δύσης να αναζητήσει πιο «πράσινους» τρόπους για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της παγκόσμιας υπερθέρμανσης.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η τιμή του φοινικόλαδου έχει εκτιναχθεί στα ύψη εξαιτίας της ζήτησης του για βιοκαύσιμα, γεγονός που προκαλεί σοβαρά προβλήματα στις φτωχές οικογένειες της Ινδονησίας και της Μαλαισίας, όπου είναι βασικός παράγοντας της διατροφής.
Στις ΗΠΑ όμως, παρά την αυξανόμενη κριτική για τα βιοκαύσιμα, η βιομηχανία παραγωγής αιθανόλης από καλαμπόκι απολαμβάνει ευρείας πολιτικής στήριξης, διότι ενισχύει τους αγρότες που επί χρόνια υπέφεραν από τις χαμηλές τιμές και θεωρείται βέβαιο ότι αυτή η στήριξη θα συνεχιστεί.
Η διευθύντρια του Παγκοσμίου Προγράμματος Τροφίμων του ΟΗΕ πραγματοποιεί μία περιοδεία σε όλον τον κόσμο αναζητώντας δωρεές που θα καλύψουν ένα κενό 500 εκ. δολαρίων το οποίο έχει δημιουργηθεί από τις αυξανόμενες τιμές στα τρόφιμα, ενώ το μεγαλύτερο πρόγραμμα βοήθειας των ΗΠΑ, το πρόγραμμα «τροφή για την ειρήνη» έχει διαπιστώσει ότι οι τιμές των αγαθών έχουν αυξηθεί κατά 40% και ίσως υποχρεωθεί να περικόψει τις δωρεές.
Κάποιες χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Αργεντινή το Καζακστάν και η Κίνα επέβαλαν περιορισμούς στις εξαγωγές τροφίμων.
Η ανακοίνωση δύο βασικών ορυζοπαραγών του Βιετνάμ και της Ινδίας, ότι θα μειώσουν τις εξαγωγές, οδήγησε σε αύξηση της τιμής του ρυζιού στις αμερικανικές αγορές.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι καλύτερα λιπάσματα και καλύτερες αποδόσεις στις σοδειές, μερικές από τις οποίες θα μπορούσαν να είναι και γενετικά τροποποιημένες, θα βοηθήσουν να διατηρηθεί η παραγωγή στα επίπεδα της ζήτησης.
Στο Μεξικό, η κυβέρνηση εξετάζει την άρση της απαγόρευσης στις γενετικά τροποποιημένες σοδειές, στις οποίες μέχρι τώρα ήταν κατηγορηματικά αντίθετη, για να επιτραπεί στους αγρότες να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους συναδέλφους τους από τις ΗΠΑ, όπου ο κανόνας είναι το γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι.
Δεν αποκλείεται τόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση, όσο και ορισμένες χώρες της Αφρικής να επανεξετάσουν παρόμοιες απαγορεύσεις.
«Είναι η καλύτερη στιγμή στον κόσμο να είσαι αγρότης», δηλώνει ο οικονομολόγος του πανεπιστημίου της Αιόβα, Μπρους Μπάμπκοκ, ο οποίος προβλέπει σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγή «επειδή ποτέ οι αγρότες δεν είχαν τέτοιο κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγή τους», αν και άλλοι συνάδελφοι του σημειώνουν ότι οι ακριβοί σπόροι και τα ακριβά λιπάσματα δεν είναι προσιτά στους αγρότες στις φτωχές χώρες.
ΑΠΕ-ΜΠΕ