Δυσκαμψίες και ανάπτυξη

ΑΠΟΨΗ
Τετάρτη, 02 Απριλίου 2008 11:42
A- A A+

ΕΝΩ στις ημέρες μας όλοι επιθυμούν τη σταθερότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος, αυτή η σταθερότητα εξαρτάται από την προθυμία των χωρών με «άκαμπτες» συναλλαγματικές ισοτιμίες να επιτρέψουν μεγαλύτερη διακύμανση.

Ολοι επιθυμούν την οικονομική σταθερότητα και πολλοί είναι εκείνοι που εμφανίζονται απρόθυμοι να εγκαταλείψουν σήμερα ό,τι τους εξασφάλιζε σταθερότητα στο παρελθόν. Αλλά το να προσπαθήσει κανείς να εξασφαλίσει σταθερότητα μέσω της οικονομικής «ακαμψίας» είναι μάλλον ουτοπικό. Η σταθερότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος εξαρτάται σήμερα από την προθυμία των χωρών με «άκαμπτες» συναλλαγματικές ισοτιμίες να επιτρέψουν μεγαλύτερη διακύμανση.

Στο απόηχο της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 1997-98, πολλές αναδυόμενες αγορές κατάφεραν -μέσω της υποτίμησης των εθνικών τους νομισμάτων, την ταχεία ενίσχυση της παραγωγικότητας ή και τα δύο- να καταστούν ιδιαιτέρως ανταγωνιστικές. Χώρες με σημαντικά πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατάφεραν να συγκεντρώσουν μεγάλα αποθέματα, ενώ συνέδεσαν (ή χειραγώγησαν σε μεγάλο βαθμό) τις ισοτιμίες τους, με στόχο να υποστηρίξουν τους πρώτους δύο στόχους που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν εξωτερική ασφάλεια. Η ειρωνεία είναι ότι κατά την οικονομική κρίση του 1997-98 το καθεστώς συνδεδεμένων ισοτιμιών απέτυχε όταν σημειώθηκαν μαζικές εκροές κεφαλαίου. Και, κατά πολλούς τρόπους, η συγκέντρωση αποθεμάτων λειτούργησε καλύτερα απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί -οι χώρες διαπίστωσαν ότι έχουν τα περιθώρια να αντεπεξέλθουν σε σημαντικά οικονομικά σοκ, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν εντυπωσιακοί τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μέσα σε λίγα χρόνια, πολλές χώρες κατέληξαν ότι το καθεστώς συνδεδεμένων ισοτιμιών μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικό εάν υποστηρίζεται από αρκετά μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα. Μια νέα τάξη προέκυψε στο παγκόσμιο συναλλαγματικό σύστημα.

Υπάρχουν όμως και μερικές, μάλλον δυσάρεστες, επιπτώσεις: Εάν ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου θέλει να έχει πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (μέχρι το 2006, σε αυτό το κομμάτι συγκαταλέγονταν οι περισσότερες αναδυόμενες αγορές της Ασίας, οι περισσότερες χώρες εξαγωγής πετρελαίου και η Ιαπωνία), ένα ανάλογο κομμάτι του κόσμου θα πρέπει να παρουσιάζει έλλειμμα. Και στο χρονικό διάστημα μετά το 1998 οι ΗΠΑ παρείχαν σχεδόν ολόκληρο το απαιτούμενο έλλειμμα.

Από τη στιγμή που τα αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού ήταν ελκυστικά για τους κατοίκους χωρών με πλεόνασμα (ή από τη στιγμή που υπήρχε μια αποδεκτή αλυσίδα επενδύσεων που κατέληγε στις ΗΠΑ και προερχόταν από χώρες με πλεόνασμα), η συγκέντρωση αποθεμάτων ήταν συγκρατημένη. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε εκφράσει έντονες ανησυχίες για το τι θα μπορούσε να συμβεί εάν έσπαγε κάποιος κρίκος αυτής της αλυσίδας -μια εξέλιξη που, φυσικά, ήταν περισσότερο ζήτημα αριθμητικής παρά οικονομικών υπολογισμών.

Το αμερικανικό έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να διατηρείται πάνω από το 3% του ΑΕΠ μόνο υπό το πρίσμα μη ρεαλιστικών υποθέσεων ως προς το ποσοστό αμερικανικών στοιχείων ενεργητικού, στα οποία επενδύει ο υπόλοιπος κόσμος.

Τα σχέδια που ανακοινώθηκαν από Κίνα, Ευρωζώνη, Ιαπωνία, Σαουδική Αραβία και ΗΠΑ κατά την άνοιξη του 2007 -στο πλαίσιο των πολυμερών διαβουλεύσεων του ΔΝΤ για την αντιμετώπιση των διεθνών ανισορροπιών- εκπροσωπούν την «απάντηση» της διεθνούς κοινότητας απέναντι στους αυξημένους κινδύνους. Οι ΗΠΑ πρέπει να μειώσουν το έλλειμμα, με τις χώρες που εμφανίζουν πλεόνασμα να προτείνουν σημαντικά βήματα προς μείωση των πλεονασμάτων τους με τρόπους που να υποστηρίζουν την παγκόσμια ανάπτυξη.

Η αίσθηση του κατεπείγοντος σε αυτές τις συζητήσεις ήταν πιο έντονη κατά τους προσεχείς μήνες, καθώς η κατάσταση στο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό κατέστη πιο περίπλοκη. Ειδικότερα, τα προβλήματα της αμερικανικής αγοράς κατοικιών έχουν -από το καλοκαίρι- υπονομεύσει την εμπιστοσύνη προς τα τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια μεταστροφή στις προτιμήσεις σύστασης χαρτοφυλακίου με τρόπους που επηρέασαν σημαντικά ορισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Το δολάριο υποτιμήθηκε κατά τρόπο που συμβάλλει στην αποκατάσταση των διεθνών ανισορροπιών και -ευτυχώς- δεν προκαλεί προβλήματα στην αμερικανική αγορά κρατικών χρεογράφων. Στην πραγματικότητα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια υποχωρούν από τον Ιούλιο, οπότε η διαδικασία αποκατάστασης ήταν ομαλή.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η πορεία των συναλλαγματικών ισοτιμιών στον υπόλοιπο κόσμο είναι σε μεγάλο βαθμό ασύμβατη με την εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Στην πραγματικότητα νομίσματα χωρών με πλεόνασμα και με συνδεδεμένες ισοτιμίες έχουν από το καλοκαίρι υποτιμηθεί -σε πραγματικούς όρους- δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις και νέες ανισορροπίες.

Η παραπάνω εξέλιξη έχει μεταθέσει δυσανάλογα το βάρος της αναπροσαρμογής των ελλειμμάτων σε χώρες με ισοτιμίες ελεύθερης διακύμανσης, όπως το ευρώ, το δολάριο Καναδά και το δολάριο Αυστραλίας. Και το γεγονός ότι δεν καταβάλλονται προσπάθειες αναπροσαρμογής του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από τις χώρες με πλεόνασμα και με ελεγχόμενο καθεστώς ισοτιμιών σημαίνει ότι την ώρα που μειώνεται το έλλειμμα των ΗΠΑ ένα αντίστοιχο έλλειμμα αναπτύσσεται σε κάποια γωνιά του κόσμου, το οποίο συνοδεύεται και με ανατίμηση της πραγματικής ισοτιμίας.

Το να γνωρίζει κανείς τι να κάνει σε αυτή την ιδιαίτερα πολύπλοκη και ρευστή κατάσταση είναι το εύκολο μέρος: το μόνο που χρειάζεται είναι να ανατρέξει στα σχέδια πολυμερών διαβουλεύσεων και να τα εφαρμόσει. Και, όπως αναφερόταν στη πρόσφατη, εξαμηνιαία έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, για την Κίνα αυτά τα σχέδια αφορούν στην «αναπροσαρμογή της οικονομίας της, ενισχύοντας την εγχώρια ζήτηση και τις καταναλωτικές δαπάνες, την επιβολή μεταρρυθμίσεων στο χρηματοοικονομικό σύστημα, όπως και να επιτραπεί μεγαλύτερη διακύμανση του εθνικού της νομίσματος. Πράγματι, η αναπροσαρμογή του αναπτυξιακού μοντέλου αποτελεί βασικό οικονομικό στόχο για την ηγεσία της Κίνας».

Αλλά η αύξηση της ζήτησης και η ανατίμηση του εθνικού νομίσματος στην Κίνα δεν αρκούν, εάν δεν υπάρξουν αντίστοιχες προσπάθειες και από τις άλλες χώρες. Οι χώρες εξαγωγής πετρελαίου θα πρέπει να ενισχύσουν τις δημοσιονομικές δαπάνες. Ιαπωνία και Ευρωζώνη πρέπει να «πυροδοτήσουν» υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης μέσω διαρθρωτικών αλλαγών. Και οι ΗΠΑ θα πρέπει να εφαρμόσουν συγκεκριμένα μέτρα για τη διατήρηση μεγαλύτερων αποταμιεύσεων.

Ολα αυτά θα συμβάλλουν στην καλλιέργεια ενός κλίματος εμπιστοσύνης ότι η διαδικασία αναπροσαρμογής των διεθνών ανισορροπιών είναι ομαλή, χωρίς να συνοδεύεται από νέες ανισορροπίες ή προστατευτισμό. Η εφαρμογή των δεσμεύσεων που συνεπάγονται οι πολυμερείς διαβουλεύσεις κρίνεται αναγκαία, ώστε να αποφευχθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το δολάριο.

Οι κίνδυνοι που απειλούν την παγκόσμια ανάπτυξη θα αυξηθούν εάν το βάρος της αναπροσαρμογής δεν μοιραστεί σωστά. Η πολιτική δεν είναι τόσο απλή, αλλά χρειάζεται, εδώ και τώρα, συνεργασία μεταξύ χωρών για την αποκλιμάκωση αυτών των κινδύνων.

* SIMON JOHNSON ΚΑΙ JONATHAN D. OSTRY*

Ο Simon Johnson είναι οικονομικός σύμβουλος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Jonathan Ostry είναι υποδιευθυντής του τμήματος ερευνών στο ΔΝΤ.

Προτεινόμενα για εσάς