ΤΑ φαινόμενα που σήμερα θεωρούνται οξεία και επικίνδυνη οικονομική κρίση, στην ουσία δεν είναι παρά έλλειψη συγχρονισμού μεταξύ επαναστατικών μεθόδων παραγωγής πλούτου και ενός παλιομοδίτικου κρατισμού.
Υπάρχει οξεία και επικίνδυνη οικονομική κρίση στον κόσμο μας; Από μία άποψη θα λέγαμε ναι. Πρόκειται για μία αρκετά σοβαρή χρηματοοικονομική αναταραχή, η οποία, όπως ήδη έχουμε επισημάνει από τις στήλες αυτές, είναι περισσότερο κρίση εμπιστοσύνης παρά οτιδήποτε άλλο. Όσο για τα αίτια αυτής της κρίσης εμπιστοσύνης, είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα.
Οφείλεται η κρίση στο νεοφιλελευθερισμό και στις διαδοχικές απελευθερώσεις των αγορών, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι; Όχι, θα απαντούσαμε και θα λέγαμε ότι η σημερινή κρίση είναι περισσότερο απότοκος ενός νέου κρατισμού ή νεοκρατισμού. Θα προσθέταμε δε ότι, έως έναν βαθμό, η χρηματοοικονομική κρίση είναι επίσης το αποτέλεσμα της αντίστασης πολλών παραγόντων της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής σε ριζικές αλλαγές. Η αντίσταση αυτή προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι οποίες οδηγούν σε συγκρούσεις.
Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε και να υπογραμμίσουμε με έμφαση ορισμένες οικονομικές πραγματικότητες της εποχής μας, οι οποίες, κατά κανόνα, συσκοτίζονται από τα μέσα επικοινωνίας. Αρκετοί οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι και άλλοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η απελευθέρωση της διεθνούς οικονομίας από ελέγχους και λοιπές διοικητικές διαδικασίες μεγαλώνει τις ανισότητες και κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους.
Δεν γνωρίζουμε από ποιες πηγές και ποια στοιχεία προκύπτει το συμπέρασμα αυτό. Σίγουρα, όμως, δεν προέρχεται από τα αρχεία μεγάλων διεθνών οργανισμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Από τα στοιχεία της τελευταίας, προκύπτει ότι στην Κίνα, μεταξύ 1975 και 2005, το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε σε σταθερές τιμές 500%, ήτοι με μέσο ρυθμό 16,6% ετησίως. Στην Ινδία, την ίδια περίοδο, η αντίστοιχη αύξηση ήταν 300%, δηλαδή 10% τον χρόνο. Αν λάβουμε υπ' όψιν μας ότι στις αναπτυγμένες χώρες την τριαντακονταετία 1975-2005 η άνοδος των κατά κεφαλήν εισοδημάτων ήταν 2,1%, τότε σε απόλυτους αριθμούς -με δεδομένο ότι η Κίνα και η Ινδία αντιπροσωπεύουν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού- η κάλυψη του εισοδηματικού χάσματος μεταξύ των περιοχών αυτών είναι κάτι παραπάνω από θεαματική.
Όπως αναγνωρίζει και ο γνωστός νομπελίστας Αμ. Σεν, αυτό οφείλεται στην ενσωμάτωση της Κίνας και της Ινδίας στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στην έξοδό τους από τον σταλινικό προστατευτισμό. Ωστόσο, στις χώρες αυτές υπάρχουν πολύ σοβαρές εσωτερικές ανισότητες, οι οποίες οφείλονται στις δομές της πολιτικής τους εξουσίας και όχι, βεβαίως, σε κάποια «νεοφιλελεύθερη συνομωσία».
Εξάλλου, το αυταρχικό κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας κάθε άλλο παρά «νεοφιλελεύθερο» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες παρατηρείται γενική άνοδος όλων των δεικτών του βιοτικού επιπέδου τους, ήτοι προσδόκιμο ζωής, υγεία, εκπαίδευση και διατροφή.
Ας έλθουμε τώρα στις αναπτυγμένες χώρες, όπου κατά μέσον όρο το κράτος αντιπροσωπεύει στις οικονομίες τους το 50%, έναντι 48% πριν από τριάντα χρόνια! Βόρεια Αμερική, Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία είναι σίγουρα οι πλουσιότερες περιοχές του πλανήτη μας και διαθέτουν τόσο πλούτο, όσο καμία κοινωνία, ποτέ, δεν είχε στη διάθεσή της στην ανθρώπινη ιστορία.
Με περίπου 800 εκατομμύρια κατοίκους, οι περιοχές αυτές καλύπτουν το 70% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, το 90% των άμεσων παγκόσμιων επενδύσεων, το 92% της παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίων και περίπου το 75% του συνολικού παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, οι περιοχές αυτές και οι χώρες που τις συνθέτουν αντιμετωπίζουν -άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο- σοβαρά προβλήματα στα συστήματα κοινωνικής τους ασφάλισης. Ειδικά δε η Ευρώπη, πλήττεται από ανεργία. Παράλληλα, έντονη είναι στους πληθυσμούς των χωρών αυτών η δημογραφική γήρανση και η κοινωνική ανησυχία. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με αυτές τις τόσο πλούσιες περιοχές;
Αν λάβουμε υπ' όψιν μας τις απόψεις του κ. Κρίστοφερ Σ. Ντεμούθ, προέδρου του Αμερικανικού Ινστιτούτου της Επιχείρησης, τα προβλήματα των δυτικών κρατών προνοίας οφείλονται ακριβώς στο μεγάλο πλούτο τους και στην ισότητα που αυτός έχει δημιουργήσει. «Οι κοινωνίες μας», γράφει ο κ. Ντεμούθ, «δεν είναι μόνον οι πλουσιότερες στον πλανήτη μας, αλλά και οι περισσότερο ελεύθερες και ίσες.
Παρά τα γραφόμενα και τις θεωρίες περί ανισότητας, οι κοινωνίες μας έχουν γνωρίσει τόσο υψηλά επίπεδα κοινωνικής εξίσωσης, ώστε σήμερα είναι πολύ πιθανόν το φαινόμενο αυτό να παράγει εισοδηματικές ανισότητες. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα φαινόμενα φτώχειας τα οποία παρατηρούνται, οφείλονται περισσότερο σε ατομικές συμπεριφορές και στην κοινωνική οργάνωση, παρά στις αντικειμενικές συνθήκες που διέπουν μία κοινωνία».
Σημαντικές είναι και οι θέσεις του νομπελίστα οικονομολόγου Ρόμπερτ Φόγκελ, ο οποίος υπογραμμίζει ότι στις αναπτυσσόμενες χώρες υπήρξε πρωτοφανής βιολογική αναβάθμιση, με αποτέλεσμα μέσα σε 300 χρόνια να υπερδιπλασιασθεί ο μέσος χρόνος ζωής και ο άνθρωπος να κερδίσει ύψος, ενέργεια, δύναμη και απίστευτη βιολογική αντοχή.
Κατά τον Ρ. Φόγκελ, οι εξελίξεις αυτές συνιστούν την «εξισωτική επανάσταση του 20ού αιώνα» και αποτελούν πρωτοφανή πρόοδο για το ανθρώπινο γένος, η οποία σήμερα συνεχίζεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Όλα αυτά οφείλονται στην καλύτερη διατροφή, στα προωθημένα συστήματα ιατρικής περίθαλψης, στον καθαρισμό του πόσιμου νερού και στις προόδους της φαρμακευτικής επιστήμης. Πρόκειται δε για προόδους τις οποίες δεν μπορεί να αντισταθμίσει καμία ανακατανομή εισοδήματος.
Μία άλλη σημαντική εξέλιξη της εποχής μας, στις αναπτυγμένες χώρες, είναι οι αλλαγές στην πηγή της παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Ενώ πριν από 150 χρόνια η πηγή του κοινωνικού πλούτου ήταν η γη, για να περάσει στη συνέχεια στο φυσικό κεφάλαιο, σήμερα έχει μεταφερθεί στο ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή στην εκπαίδευση και στις γνωστικές ικανότητες.
Είναι δε γνωστό ότι η «πρώτη ύλη» του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι η ευφυΐα, η οποία, όπως παραδέχονται κορυφαίοι επιστήμονες, είναι πολύ άνισα κατανεμημένη. Συνεπώς, η ανακατανομή αυτή δημιουργεί μία νέα κατάσταση στις κοινωνίες στις οποίες παίζει μεγάλο ρόλο η πληροφορία -κατάσταση την οποία ακόμη και κορυφαίοι οικονομολόγοι αδυνατούν να ερμηνεύσουν και άρα να αναγάγουν σε θεωρία.
Ωστόσο, παραδέχονται ότι, στο πλαίσιο του «καπιταλισμού της πληροφορίας», που είναι ο διάδοχος του βιομηχανικού καπιταλισμού, η ελευθερία θα παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη δημιουργία πλούτου, για τον απλό λόγο ότι η ανάπτυξη και η οικονομική αξιοποίηση της ευφυΐας αποτελούν λειτουργίες που αποδίδουν τα μέγιστα υπό καθεστώς υψηλού βαθμού δυνατοτήτων για ελεύθερες επιλογές. Όσο λοιπόν πιο ελεύθερη θα είναι σε μία χώρα η αγορά των πληροφοριών και της παραγωγής γνώσεων, τόσο περισσότερος θα είναι και ο πλούτος που θα παράγεται από αυτές τις νέες και «άυλες» παραγωγικές πηγές.
Έτσι, τεράστιος θα είναι για μία χώρα και ο ρόλος της εκπαίδευσης -η οποία δεν θα έχει σε καμιά περίπτωση καλές επιδόσεις, αν μείνει αποκλειστικά στην αγκαλιά του κράτους. Η γνώση, για να παραχθεί, απαιτεί επενδύσεις, από τη μια μεριά, και παραγωγικότητα, από την άλλη. Όμως, η παραγωγικότητα της γνώσης κρίνεται από την ποιότητά της και όχι από την ποσότητα. Κρίνεται, ακόμη, και από τον βαθμό εμπορευματοποίησής της - αν είναι χαμηλός, στην ουσία αχρηστεύει τη γνώση.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αγγλίας. Η χώρα αυτή υπήρξε ο χώρος στον οποίο εφευρέθηκαν τα αντιβιοτικά, τα αεριωθούμενα αεροπλάνα, τα σκάνερ. Αλλά τα προϊόντα αυτά της γνώσης δεν μετατράπηκαν ποτέ σε εμπορική επιτυχία και σε νέες θέσεις εργασίας.
¶λλες ήταν οι χώρες που αξιοποίησαν τις αγγλικές εφευρέσεις, προκαλώντας έτσι γενική κρίση στην αγγλική πολιτική. Αυτό συνέβη διότι, για μακρά περίοδο, η Βρετανία έβλεπε με καχυποψία την σύνδεση της έρευνας με την αγορά, με αποτέλεσμα να χάσει τεράστιες ευκαιρίες αξιοποίησης της παραγωγικότητας των γνώσεων και των πληροφοριών. Παρόμοιες περιπτώσεις υπήρξαν και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες σήμερα βλέπουν εφευρέσεις τους να αξιοποιούνται από Αμερικανούς και Ιάπωνες.
Είναι φανερό ότι μέρος από τα ευρωπαϊκά κοινωνικά προβλήματα οφείλεται στην αδυναμία κάποιων χωρών να προσαρμοσθούν στις βαθιές μεταμορφώσεις της παγκόσμιας οικονομίας, στην οποίαν, χρόνο με τον χρόνο, η ελευθερία θα αποτελεί κορυφαίο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της. Από την άλλη μεριά, είναι κατάδηλο ότι ο φόβος της ελευθερίας οδηγεί σε νέου τύπου ανισότητες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τις διαφορές στην κατανάλωση κοινωνικού κράτους. Αυτή είναι μία νέα πρόσθετη διάσταση της σημερινής οικονομικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο της οποίας αλλάζουν δραματικά οι συντελεστές παραγωγής πλούτου.
Στο βαθμό δε που οι αλλαγές αυτές θα συναντούν την αντίσταση των νεοκρατιστών, ο καπιταλισμός της πληροφορίας θα αναπτύσσεται κατά τρόπο τέτοιον, ώστε να προκαλεί ανισότητες οι οποίες θα οφείλονται στο έλλειμμα ελευθερίας. Ψιλά γράμματα όλα αυτά για κάποιους…
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ