Κατετέθη σήμερα στη Βουλή, η τροπολογία για την εκλογή των προϊσταμένων των Εισαγγελιών και των δικαστηρίων (Πρωτοδικείων και Εφετείων) της χώρας από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Με τη νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Δικαιοσύνης, που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας και διοίκησης της Εθνικής Σχολής Δικαστών, αλλάζει το ισχύον καθεστώς όπου οι διοικήσεις των δικαστηρίων είναι αιρετές και οι επικεφαλής τους εκλέγονται μεταξύ ομόβαθμων δικαστών.
Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Σωτήρη Χατζηγάκη:
«1) Με τη νέα ρύθμιση αυτή, τερματίζεται μια προβληματική κατάσταση στο λεγόμενο "αυτοδιοίκητο" των μεγάλων δικαστηρίων, το οποίο γνώρισε επί χρόνια έντονες αμφισβητήσεις. Και τούτο, επειδή δημιουργούσε εξαρτήσεις πολλαπλών συμφερόντων μέσα στους κόλπους των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, κατά την επιλογή των προϊσταμένων. Η αμφισβήτηση αυτή, ουδέποτε είχε σταματήσει. Ενώ κατά καιρούς την έφερναν στην επιφάνεια κορυφαίοι εκπρόσωποι του δικαστικού και νομικού κόσμου της χώρας.
Ενδεικτικά αναφέρονται οι απόψεις του τέως Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Γ. Κάπου, του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας Θεσσαλονίκης κ. Β. Φλωρίδη, της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής το 1993 και το 1995 κ.α.). Ήταν επιβεβλημένη μία μεταρρύθμιση στον τομέα αυτό, μεταρρύθμιση ήπιου χαρακτήρα και θαρραλέα. Οι αμφισβητήσεις αυτές επεσήμαναν εξαρχής τα προβλήματα αξιοπιστίας, πελατειακών σχέσεων, κομματισμού και έντονων προσωπικών αντιπαραθέσεων και προβληματισμών, εξαιτίας των υποψηφιοτήτων και των ψηφοφοριών προτίμησης.
2) Η υφιστάμενη προβληματική ρύθμιση για την εκλογή προϊσταμένων -θεσπίστηκε το 1994 για τα Πρωτοδικεία και το 1997 για τις Εισαγγελίες- στην πράξη καταργεί βασικές κατακτήσεις της αυτοτέλειας, της αξιοπιστίας και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, οι οποίες επικρατούσαν επί πολλές δεκαετίες, έως τότε. Επιπλέον, κατήργησαν τις σχετικές διατάξεις του νομοθετήματος του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Φ. Κουβέλη, το 1989, με το οποίο, τα δικαστήρια διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο στο οποίο ο Πρόεδρος είναι δικαστής του αμέσως ανώτερου βαθμού, εκλεγόμενος από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου.
3) Σημειώνεται επίσης, πως αποτελεί πάγια επιλογή -στη συντριπτική πλειοψηφία των προηγμένων χωρών- οι προϊστάμενοι να ορίζονται αυτόνομα, από τα θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης. Έτσι, οι ρυθμίσεις του 1994 και του 1997 υπήρξαν εξαίρεση και Ελληνικό παράδοξο. Υπήρξαν ρυθμίσεις οπισθοδρομικές και αντί-μεταρρυθμιστικές.
4) Επιπλέον, θεμελιώδης αρχή στο σύνολο της Ελληνικής διοίκησης και των θεσμών της Πολιτείας, ήταν και παραμένει η εκλογή των κατώτερων από τους ανώτερους και όχι το αντίστροφο. Στην Ελλάδα των «παλαιών» εποχών, θεσπίστηκε το αντίστροφο: η εκλογή δηλαδή των προϊσταμένων να γίνεται από τους υφισταμένους τους, με ψηφοφορίες προτίμησης από τους υφισταμένους για τους προϊσταμένους τους.
5) Πέραν τούτων, δηλαδή της λειτουργικής ανορθογραφίας και παραδοξότητας, δεν μπορεί να υπάρχουν παράλληλες συνδικαλιστικές διαδικασίες, λειτουργίες και εκπροσωπήσεις -και μάλιστα κατ’ εξαίρεση στο χώρο της Δικαιοσύνης. Ούτε πρέπει ο πολύ-επίπεδος συνδικαλισμός να αναιρεί και να υποκαθιστά το ρόλο και τις εξουσίες των ίδιων των Δικαστικών Ενώσεων, που είναι το επίσημο συνδικαλιστικό όργανο της Δικαιοσύνης.
6) Κατά συνέπεια, η τροποποίηση των διατάξεων του καλούμενου «αυτοδιοίκητου», δεν αναιρεί τον χαρακτήρα του πραγματικού αυτοδιοίκητου της Δικαιοσύνης. Γιατί η κρίση των προϊσταμένων παραμένει στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, και μάλιστα ενός κατεξοχήν θεσμικού της οργάνου, που είναι το 15μελές Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Συμβουλίου αυτού, εκλέγονται με τον ύψιστο δημοκρατικό τρόπο: δηλαδή με κλήρωση από το σύνολο των Αρεοπαγιτών. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για όλες τις προαγωγές, μεταθέσεις και τοποθετήσεις των Δικαστών. Τη σύνθεσή του δεν ορίζει σε καμία περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αλλά αυτή προκύπτει από τις αυτόνομες εσωτερικές λειτουργίες της Δικαιοσύνης.»
Όπως σημειώνει ο κ. Χατζηγάκης, «πρόκειται για μεταρρύθμιση ήπιου χαρακτήρα, η οποία είναι λογική και αναγκαία και ανταποκρίνεται στην ανάγκη να διορθωθεί μια προβληματική κατάσταση».
Όλες οι υπόλοιπες διατάξεις του αυτοδιοίκητου, διατηρούνται, όπως η εκλογή των δύο μελών του Τριμελούς Συμβουλίου, δια ψηφοφορίας από τους υπηρετούντες δικαστικούς, σε κάθε Πρωτοδικείο και Εφετείο.
Τέλος, ο υπουργός Δικαιοσύνης υπογραμμίζει πως η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση δεν έχει ουδεμία σχέση με τη συγκυρία και τις όποιες δικαστικές εκκρεμότητες και υποθέσεις. «Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση στοχεύει ακριβώς στα αντίθετα από τα καταγγελλόμενα αποτελέσματα: έχει σκοπό δηλαδή τη θωράκιση της ανεξαρτησίας, του κύρους και της αξιοπιστίας των λειτουργών της Δικαιοσύνης», τονίζει ο κ. Χατζηγάκης.
ΣΥΡΙΖΑ: Καταργείται η αυτοδιοίκηση των δικαστηρίων
«Η προωθούμενη από την κυβέρνηση τροποποίηση της νομοθεσίας για την αυτοδιοίκηση των μεγάλων δικαστηρίων της χώρας, ισοδυναμεί με κατάργησή της. Πρόκειται για μια βαθύτατα αντιδημοκρατική πολιτική, με την οποία επιχειρείται ο περιορισμός της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και η υποταγή τους σε διοικητικό αυταρχισμό και συγκεντρωτισμό, ο οποίος διαμορφώνει συνθήκες και δυνατότητες επηρεασμού της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, μέσω της διορισμένης ηγεσίας του δικαστικού σώματος από την κυβέρνηση, παρατήρησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Φώτης Κουβέλης, και τόνισε: «Η κυβέρνηση αναλαμβάνει τεράστια πολιτική ευθύνη».
ΚΚΕ: Αποσκοπεί στον έλεγχο της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση
«Η επιχειρούμενη κατάργηση του "Αυτοδιοίκητου" των μεγάλων Δικαστηρίων είναι ένας ακόμα κρίκος σε συνεχείς, διαχρονικές παρεμβάσεις από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και αποσκοπεί στον πιο ασφυκτικό έλεγχο της Δικαιοσύνης από την Κυβέρνηση», επισημαίνει το ΚΚΕ, εκφράζοντας την κατηγορηματική του αντίθεση σε αυτούς τους σχεδιασμούς.
Όπως σημειώνει το Κομμουνιστικό Κόμμα, έχει προτείνει, στην τελευταία και στις προηγούμενες αναθεωρήσεις του Συντάγματος, την αλλαγή του σχετικού άρθρου, ώστε η ηγεσία της Δικαιοσύνης να μην διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά να επιλέγεται από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα. «Όμως οι προτάσεις αυτές -τονίζεται- συνάντησαν την επίμονη άρνηση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τροπολογίας:
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΣΘΗΚΗ στο σχέδιο νόμου «Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις»
Αιτιολογική Έκθεση
Με τις ρυθμίσεις της προτεινόμενης τροπολογίας επέρχονται σημαντικές τροποποιήσεις, συμπληρώσεις και βελτιώσεις στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α 35), αναφορικά με τον θεσμό της Αυτοδιοίκησης των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών. Συγκεκριμένα, επιχειρείται η ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας του ανωτέρω θεσμού, που επλήγη κατά το πρόσφατο παρελθόν από τα γνωστά στο χώρο γεγονότα. Ήδη μετά την 15ετή, περίπου, λειτουργία του θεσμού εντοπίσθηκαν αδυναμίες , οι οποίες με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις - βελτιώσεις ευελπιστείται ότι θα απαλειφθούν. Οι βελτιώσεις αποβλέπουν στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, στην απρόσκοπτη λειτουργία του θεσμού της Αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων και στην απαλλαγή του από εξαρτήσεις εκλεγομένων και εκλεκτόρων. Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου και ο Διευθύνων την Εισαγγελία θα είναι ανώτερου τουλάχιστον βαθμού και θα επιλέγεται από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Το τελευταίο θα συνεδριάζει με δεκαπενταμελή σύνθεση, τα δε μέλη του, ως γνωστόν, αναδεικνύονται με κλήρωση μεταξύ των Αρεοπαγιτών ή των Συμβούλων της Επικρατείας, κατά περίπτωση. Κατά συνέπεια, συντρέχουν όλα τα εχέγγυα αμεροληψίας, ακεραιότητας, καθώς και η δυνατότητα για την επιλογή του καταλληλοτέρου να διοικήσει το δικαστήριο. Τα άλλα δύο μέλη του συμβουλίου, όσον αφορά στα Δικαστήρια, μαζί με τους αναπληρωτές του, θα εκλέγονται από τις οικείες Ολομέλειες, όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Έτσι η πλειοψηφία των μελών των Συμβουλίων θα αποτελείται από άμεσα εκλεγόμενους, από τις Ολομέλειες Δικαστές. Παράλληλα, η θητεία των μελών των διοικήσεων γίνεται τριετής για την προσφορότερη και αποτελεσματικότερη απόδοση τους.
Περαιτέρω, περιορίζονται τα κωλύματα εκλογιμότητας των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των Δικαστικών Ενώσεων μόνο σ' αυτά, που κατά τον χρόνο της εκλογής είναι τακτικά μέλη αυτών (Δικαστικών Ενώσεων), ενώ ρητά ορίζεται ότι τη διεύθυνση των δικαστηρίων, στα οποία δεν ισχύει το σύστημα της εκλογής των διοικήσεων, ασκεί ο αρχαιότερος Πρόεδρος του δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν είχε διατελέσει ή όχι μέλος εκλεγμένης διοίκησης .
Τέλος, για την ευρυθμότερη λειτουργία τους, επεκτείνεται η Αυτοδιοίκηση και σε τρία ακόμα μεγάλα δικαστήρια της Χώρας , ήτοι το Εφετείο και το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, καθώς και το Εφετείο Πειραιά, στα οποία υπηρετούν σήμερα 69, 44 και 43 Δικαστές, αντίστοιχα, και σε δύο Εισαγγελίες, ήτοι την Εισαγγελία Εφετών Θεσ/νίκης και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, στις οποίες υπηρετούν σήμερα 21 Εισαγγελικοί Λειτουργοί στην κάθε μία.
¶ρθρο
1. Οι παράγραφοι 2,3,4,5,6 περίπτωση ε΄ και 9 του άρθρου 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35) αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Τα Πολιτικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, τα Πρωτοδικεία πολιτικά και διοικητικά Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο.
3. Το συμβούλιο αποτελείται:
α) Για τα πολιτικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από έναν Αρεοπαγίτη ή Πρόεδρο Εφετών ως Πρόεδρο και δύο Εφέτες ως μέλη.
β) Για το διοικητικό Εφετείο Αθηνών από έναν Πρόεδρο Εφετών, ως Πρόεδρο και δύο Εφέτες ως μέλη,
γ) Για τα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από έναν Πρόεδρο Εφετών ή Εφέτη, ως Πρόεδρο και έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών και έναν Πρωτοδίκη ως μέλη.
δ) Για τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών, ως Πρόεδρο και δύο Ειρηνοδίκες, ως μέλη.
4. Οι Πρόεδροι των συμβουλίων ορίζονται με απόφαση του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο συνεδριάζει προς τούτο με δεκαπενταμελή σύνθεση, έως το τέλος του μηνός Σεπτεμβρίου. Τα μέλη των συμβουλίων, καθώς και οι αναπληρωτές τους, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις Ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για τον σκοπό αυτόν ανά τριετία τη δεκάτη πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου.
Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει η απαρτία που προβλέπεται από τις διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 5 του άρθρου 14, οι Ολομέλειες συνέρχονται αυτοδικαίως την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και τα παρόντα, κατά τη συνεδρίαση μέλη τους, εκλέγουν τα μέλη των συμβουλίων.
Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 6 υποψήφιοι για τις θέσεις των μελών των συμβουλίων είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εφέτες, πρόεδροι πρωτοδικών, πρωτοδίκες και ειρηνοδίκες, που υπηρετούν στα παραπάνω δικαστήρια και σε αριθμό που είναι ίσος με το ένα τέταρτο (1/4) των οικείων οργανικών θέσεων.
Η εκλογή των μελών των συμβουλίων διενεργείται από τριμελή Εφορευτική Επιτροπή, αποτελούμενη από το νεότερο Πρόεδρο ή Ειρηνοδίκη Α'τάξεως και τους δύο νεότερους δικαστές του οικείου Δικαστηρίου με ένα ψηφοδέλτιο στο οποίο αναγράφονται κατά αλφαβητική σειρά τα ονόματα όλων των εκλόγιμων μελών.
Όσον αφορά στην εκλογή των μελών στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία, διενεργείται με δύο ξεχωριστά ψηφοδέλτια, ένα για την εκλογή του Προέδρου Πρωτοδικών και ένα για την εκλογή του Πρωτοδίκη. Κάθε μέλος της Ολομέλειας εκφράζει την προτίμηση του σε μέχρι δύο υποψήφιους και προκειμένου για την εκλογή των μελών στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία, σε έναν μόνο υποψήφιο Πρόεδρο Πρωτοδικών και σε έναν μόνο υποψήφιο Πρωτοδίκη, με σταυρούς προτίμησης που τίθενται, με γραφίδα μπλε ή μαύρου χρώματος, πριν από τα ονόματα των υποψηφίων.
Μέλη του Συμβουλίου εκλέγονται οι υποψήφιοι που έλαβαν τις περισσότερες, κατά περίπτωση, ψήφους και αναπληρωτές τους οι υπόλοιποι. Αν υπάρχει ισοψηφία διενεργείται κλήρωση από την Εφορευτική Επιτροπή.
Για την εκλογή η Εφορευτική Επιτροπή συντάσσει πρακτικό, το οποίο παραδίδει στον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου, προκειμένου να υποβληθεί στις προϊστάμενες αρχές και κοινοποιηθεί στους εκλεγόμενους.
Οι Αρεοπαγίτες και οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, κατά το χρονικό διάστημα που ασκούν τα καθήκοντα του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης ή του διευθύνοντος την εισαγγελία, αντιστοίχως, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τη συμμετοχή τους στις Ολομέλειες του Αρείου Πάγου και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
5. Η θητεία του Προέδρου και των μελών των συμβουλίων είναι τριετής και αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους του ορισμού ή της εκλογής τους και λήγει την 30η Σεπτεμβρίου του τρίτου μετά τον ορισμό ή την εκλογή έτους. Έως τη λήξη της θητείας του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, καθώς και των αναπληρωτών των τελευταίων (μελών) δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός αν υποβάλλουν σχετική αίτηση ή αν υπέπεσαν σε βαρύ παράπτωμα, για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη.
Αν ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου δεν μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντα τους από πρόσκαιρο κώλυμα αναπληρώνονται ως εξής: α) Ο Πρόεδρος από το αρχαιότερο μέλος του Συμβουλίου και β) τα μέλη από τους αναπληρωτές τους.
Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή εξόδου από την υπηρεσία κατ' οποιονδήποτε τρόπο α) του Προέδρου του Συμβουλίου, ορίζεται αμέσως νέος Πρόεδρος από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, κατά τα ανωτέρω, β)των μελών του Συμβουλίου, διενεργείται αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παραγράφου 4 και γ) των αναπληρωματικών μελών του Συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν, αντίστοιχα, οι αμέσως επόμενοι, κατά σειρά ψήφων, δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών. Σε περίπτωση προαγωγής τους, οι ανωτέρω παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντα τους έως τη λήξη της θητείας τους.
Τα τριμελή συμβούλια που διευθύνουν τα ανωτέρω δικαστήρια, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να τα διευθύνουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους (30-9-2008).
6. ε) Είναι τακτικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Δικαστικών Ενώσεων.
9. Στα δικαστήρια στα οποία δεν εκλέγονται διοικήσεις και στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός πρόεδροι δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση αυτού ο πρόεδρος για τον οποίο συντρέχουν τα υπό στοιχεία α, β, και γ κωλύματα της παραγράφου 6 του παρόντος».
2. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 16 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Οι Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή Εισαγγελέα Εφετών και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από Εισαγγελέα ή Αντιεισαγγελέα Εφετών , οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο συνεδριάζει προς τούτο με δεκαπενταμελή σύνθεση έως το τέλος Σεπτεμβρίου.
3. Η θητεία των ανωτέρω είναι τριετής και αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους ορισμού τους και λήγει την 30η Σεπτεμβρίου του τρίτου μετά τον ορισμό τους έτους. Έως την λήξη της θητείας τους δεν επιτρέπεται να μετατεθούν εκτός αν υποβάλουν σχετική αίτηση ή εάν υπέπεσαν σε βαρύ παράπτωμα, για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη .
Σε περίπτωση προαγωγής τους παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντα τους έως τη λήξη της θητείας τους .
Αν οι ανωτέρω αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντα τους από πρόσκαιρο κώλυμα, αναπληρώνονται από τον αρχαιότερο Εισαγγελέα της οικείας Εισαγγελίας, για τον οποίο δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παραγράφου 6 του άρθρου 15.
Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή εξόδου από την υπηρεσία, κατά οποιονδήποτε τρόπο, ορίζεται αμέσως ο αντικαταστάτης του από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, κατά τα ανωτέρω. Η θητεία αυτού διαρκεί μέχρι το χρόνο λήξεως της θητείας του θανόντος ή παραιτηθέντος ή εξελθόντος από την υπηρεσία. Η παράγραφος 6 του άρθρου 15 εφαρμόζεται αναλόγως .
Οι Εισαγγελείς, που διευθύνουν τις ανωτέρω Εισαγγελίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να τις διευθύνουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους (30-9-2008)».
Αθήνα, 15 Ιουλίου 2008
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης
Σωτήρης Χατζηγάκης