Πριν από δυόμισι χρόνια, ανώτατοι αξιωματούχοι της Παγκόσμιας Τράπεζας προσήγγισαν το νομπελίστα Μάικλ Σπενς, ζητώντας του να ηγηθεί μιας υψηλού κύρος επιτροπής, αρμόδια σε ζητήματα οικονομικής ανάπτυξης. Το ερώτημα που είχε τεθεί δεν θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό.
Το «Σύμφωνο της Ουάσιγκτον» -η περίφημη λίστα των «πρέπει» και «δεν πρέπει» για τους διαμορφωτές πολιτικής στις αναπτυσσόμενες χώρες- ήταν κάτι το αναμενόμενο. Αλλά τι θα ήταν εκείνο που θα την αντικαθιστούσε;
Ο κ. Σπενς δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για κάτι τέτοιο. Εξάλλου, οι έρευνές του είχαν εστιάσει σε θεωρητικά ζητήματα που αφορούσαν προηγμένες οικονομίες. Ο ίδιος είχε ασκήσει καθήκοντα πρυτάνεως σε σχολή επιχειρηματικών σπουδών. Και δεν είχε ιδιαίτερη πείρα σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης.
Παρ' όλα αυτά, βρήκε την πρόταση δελεαστική. Και αναπτερώθηκε το ηθικό του από την ενθουσιώδη και θετική ανταπόκριση που έλαβε από τα υποψήφια μέλη της επιτροπής. Και έτσι συστήθηκε η Επιτροπή Σπενς, αρμόδια σε ζητήματα ανάπτυξης, η οποία συγκέντρωνε εξέχοντα μέλη (συμπεριλαμβανομένου ακόμη ενός νομπελίστα) και η τελική της έκθεση ανακοινώθηκε στα τέλη Μαΐου.
Η έκθεση Σπενς αποτελεί σταθμό για την αναπτυξιακή πολιτική -τόσο γι' αυτά που πρεσβεύει, όσο και γι' αυτά που παραλείπει. Δεν ισχύουν πλέον οι αισιόδοξες απόψεις για τις αρετές της απελευθέρωσης των αγορών, των ιδιωτικοποιήσεων και των ελεύθερων αγορών. Ας ξεχάσει κανείς και τις διαλλακτικές πολιτικές συστάσεις που δεν επηρεάζονται από αντικρουόμενες απόψεις. Αντ' αυτού, η έκθεση Σπενς υιοθετεί μια προσέγγιση που αναγνωρίζει τα όρια αυτών που γνωρίζουμε, δίνει έμφαση στον πραγματισμό και στις σταδιακές αλλαγές, ενθαρρύνοντας τις κυβερνήσεις στο να πειραματίζονται.
Ναι, οι επιτυχημένες οικονομίες έχουν πολλά κοινά σημεία: η πορεία τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, διατηρούν τη μακροοικονομική σταθερότητα, προσφέρουν κίνητρα για αποταμίευση και επενδύσεις, παρέχουν κίνητρα για απελευθέρωση των αγορών και διέπονται από σωστή διακυβέρνηση.
Είναι χρήσιμο να έχει κανείς υπόψη του τα παραπάνω κοινά σημεία, διότι πλαισιώνουν τον κώδικα σωστών οικονομικών πολιτικών. Το να υποστηρίζει κανείς ότι το περιεχόμενο είναι αυτό που μετράει δεν σημαίνει ότι όλα υπάγονται στο συγκεκριμένο κανόνα. Αλλά δεν υπάρχει κάποιος καθολικός οδηγός συμπεριφοράς. Οι διαφορετικές χώρες επιτυγχάνουν και με διαφορετικό τρόπο τους ίδιους στόχους.
Η έκθεση Σπενς αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη, πνευματική αλλαγή του αναπτυξιακού επαγγέλματος, μια αλλαγή που ενστερνίζεται όχι μόνο τις στρατηγικές περί ανάπτυξης αλλά και ζητήματα υγείας, εκπαίδευσης και άλλες κοινωνικές πολιτικές.
Το παραδοσιακό πολιτικό πλαίσιο, το οποίο σιγά-σιγά αντικαθίσταται με το νέο τρόπο σκέψης, στηρίζεται περισσότερο σε υποθέσεις παρά σε απόψεις και θέσεις. Αρχίζει με προϋποθέσεις όσον αφορά τη φύση του προβλήματος: υπερβολική (και όχι ελάχιστη) κρατική ρύθμιση, περιορισμένη διακυβέρνηση, ελάχιστες δημόσιες δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση και πάει λέγοντας.
Ακόμη περισσότερο, οι συστάσεις της έχουν τη μορφή μιας παροιμιώδους λίστας μεταρρυθμίσεων, δίνοντας έμφαση στη συμπληρωματική τους φύση -δηλαδή της ανάγκης για την ταυτόχρονη εφαρμογή τους- αντί για την εφαρμογή τους κατ' ακολουθία ή βάσει προτεραιοτήτων.
Παράλληλα, είναι αντίθετη απέναντι σε καθολικές «συνταγές» -δηλαδή «μοντέλα» θεσμικών αλλαγών, «βέλτιστων πρακτικών», εμπειροτεχνικών και άλλων μεθόδων.
Αντιθέτως, οι νέες προτάσεις αρχίζουν με την παραδοχή της άγνοιας για το τι ισχύει και λειτουργεί. Η βασική υπόθεση είναι ότι επικρατεί μια σε μεγάλο βαθμό «χαλαρότητα» στις φτωχές χώρες, κατά συνέπεια, οι απλές αλλαγές μπορούν να συντελέσουν σε μεγάλες διαφορές. Οπότε, η έκθεση είναι επεξηγηματική και εστιάζει στα πιο σημαντικά οικονομικά εμπόδια και προβλήματα.
Αντί για εκτενείς μεταρρυθμίσεις, δίνει έμφαση στον πειραματισμό και σε σχετικά περιορισμένες πρωτοβουλίες, έτσι ώστε να ανακαλυφθούν τοπικές λύσεις. Παράλληλα, κάνει λόγο για μελέτη και αποτίμηση ώστε να καταλήξει κανείς σε εκείνα τα «πειράματα» που αποδίδουν καρπούς.
Η νέα προσέγγιση τηρεί επιφυλακτική στάση όσον αφορά τις καθολικές λύσεις. Αντ' αυτού, αναζητεί καινοτομίες πολιτικής που παρακάμπτουν οικονομικές ή πολιτικές επιπλοκές. Η συγκεκριμένη προσέγγιση έχει επηρεασθεί σε μεγάλο βαθμό από το πειραματικό σχέδιο σταδιακών αλλαγών που έχει εφαρμόσει η Κίνα από το 1978 -η πιο εντυπωσιακή περίπτωση οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης της φτώχειας που έχει μέχρι στιγμής δει ο κόσμος.
Η έκθεση Σπενς αποτελεί ένα συναινετικό έγγραφο και γι' αυτό αποτελεί και εύκολο στόχο για «φθηνές» επικρίσεις. Δεν διαθέτει μεγάλες ιδέες και κατά καιρούς πασχίζει υπερβολικά να ευχαριστήσει όλους και να καλύψει όλες τις πιθανές γωνίες.
Αλλά, όπως το θέτει ο ίδιος ο κ. Σπενς υπό το πρίσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, χρειάζεται να προβεί κανείς σε μικρά βήματα ώστε να επιτύχει μακροπρόθεσμα σημαντικές αλλαγές. Και είναι πραγματικά μεγάλο κατόρθωμα να επιτύχει κανείς το βαθμό ομοφωνίας που έχει επιτύχει η έκθεση σε διάφορες ιδέες, αποκλίνοντας από την παραδοσιακή προσέγγιση.
Και τα εύσημα θα πρέπει να αποδοθούν στον κ. Σπενς που η έκθεση καταφέρνει να αποφύγει το συντηρητισμό, τόσο σε ζητήματα αγορών όσο και σε θεσμικά ζητήματα. Αντί να προσφέρει εύκολες απαντήσεις όπως «αφήστε απλώς τις αγορές να λειτουργήσουν» ή «προσπαθήστε για σωστή διακυβέρνηση», δικαίως εστιάζει στο γεγονός ότι κάθε χώρα θα πρέπει να επινοήσει το δικό της συνδυασμό λύσεων.
Οι ξένοι οικονομολόγοι και οργανισμοί βοηθείας μπορούν να προσφέρουν κάποια «συστατικά», αλλά μόνο οι ίδιες οι χώρες μπορούν να καταλήξουν στη συνταγή. Εάν μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι υπάρχει ένα νέο σύμφωνο της Ουάσιγκτον, αυτό είναι ότι το βιβλίο οδηγιών θα πρέπει να γραφτεί από τις ίδιες τις χώρες και όχι στην Ουάσιγκτον. Και αυτό αποτελεί πραγματική πρόοδο.
* DANI RODRIK, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στην John F. Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ενώ είναι ο πρώτος στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Αlbert O. Hirschman.
Copyright: Project Syndicate, 2008.