Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε σήμερα πρόταση για την αναθεώρηση της κείμενης νομοθεσίας που διέπει την προστασία της στιβάδας του όζοντος. Η αναθεώρηση αποβλέπει στην απλοποίηση της κείμενης νομοθεσίας και αντανακλά την επιτευχθείσα πρόοδο όσον αφορά την εξάλειψη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, στην παροχή της δυνατότητας στην ΕΕ να εξακολουθήσει να ασκεί τον ηγετικό της ρόλο στην παγκόσμια προσπάθεια προστασίας και αποκατάστασης της στιβάδας του όζοντος.
Παρά τα μέχρι σήμερα σημαντικά βήματα προόδου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι εξακολουθούν να υφίστανται ανεπίλυτα προβλήματα, ορισμένα από τα οποία σχετίζονται με την αλλαγή του κλίματος – και ότι τα εν λόγω προβλήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν τόσο στην ΕΕ, όσο και παγκοσμίως. Η στιβάδα του όζοντος αναμένεται να επανέλθει στα προ του 1980 επίπεδα στο διάστημα 2050-2075.
Ο αρμόδιος για το περιβάλλον Επίτροπος Σταύρος Δήμας δήλωσε: «Οι ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος έχουν σχεδόν πλήρως εξαλειφθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να έχουν προκληθεί σημαντικές δυσκολίες στους παραγωγούς και στους καταναλωτές. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η αειφόρος ανάπτυξη είναι επιτεύξιμη και πρέπει να επιδιωχθεί περαιτέρω. Παρά τις επιτυχίες μας πρέπει να επαγρυπνούμε, δεδομένου ότι σημαντικές ποσότητες των εν λόγω ουσιών ενυπάρχουν, ακόμη, σε πολλά προϊόντα, όπως είναι τα ψυγεία και τα μονωτικά υλικά στα κτίρια. Οφείλουμε να αποτρέψουμε την έκλυση των εν λόγω ουσιών στην ατμόσφαιρα. Η σημασία της αποτροπής αυξάνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι εν λόγω ουσίες αποτελούν, εκ παραλλήλου, σημαντικούς παράγοντες της θέρμανσης του πλανήτη».
Αποσαφήνιση και ενίσχυση του νομικού πλαισίου
Στόχος της πρότασης της Επιτροπής είναι η βελτίωση της εφαρμογής του κανονισμού, με την αποσαφήνιση ορισμένων διατάξεών του, όπως αυτών που αναφέρονται στις εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις όσον αφορά τη χρήση ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, καθώς και στους όρους στους οποίους υπόκεινται οι εισαγωγές και εξαγωγές τους. Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην εξάλειψη των ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος επιτρέπει πλέον την κατάργηση πολυάριθμων διατάξεων. Εξάλλου, ο προτεινόμενος κανονισμός είναι καλύτερα διαρθρωμένος και περιλαμβάνει σειρά αναθεωρημένων ορισμών.
Η αναθεώρηση ευθυγραμμίζει τον κανονισμό με τις πλέον πρόσφατες διεθνείς συμφωνίες, ιδίως δε με αυτές που αναφέρονται στην επίσπευση της εξάλειψης των υδροχλωροφθορανθράκων (HCFC) βάσει του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, καθώς και με αυτές που αποβλέπουν στην επίτευξη της τελικής εξάλειψης ουσιών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις. Περιλαμβάνει, επίσης, πρόσθετα μέτρα για την πρόληψη της παράνομης εμπορίας και χρήσης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος. Περαιτέρω οφέλη για το περιβάλλον και την υγεία θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη βοήθεια μέτρων περιορισμού και, εν τέλει, εξάλειψης της χρήσης του μεθυλοβρωμιδίου στην πρόληψη της εμφάνισης και εξάπλωσης επιβλαβών οργανισμών μέσω του διεθνούς εμπορίου (υγειονομική απομόνωση και προετοιμασία πριν την αποστολή φορτίου).
Λήψη μέτρων σε συνδυασμό με την πολιτική στον τομέα της αλλαγής του κλίματος
Ένας άλλος σκοπός της προτεινόμενης αναθεώρησης είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος των ουσιών οι οποίες απαντούν ακόμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές περιέχονται, κατά κύριο λόγο, στον ψυκτικό εξοπλισμό και στα μονωτικά υλικά στα κτίρια, ενώ η λήψη μέτρων για την πρόληψη της έκλυσής τους στην ατμόσφαιρα θα προκαλούσε περαιτέρω ζημίες στη στιβάδα του όζοντος. Επιπλέον, τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να αποτρέψουν εκπομπές ισοδύναμες με ποσότητες άνω των 100 εκατομμυρίων τόνων CO2 ετησίως. Η Επιτροπή θα συνεργαστεί πολύ στενά με τα κράτη μέλη της ΕΕ καθώς και με άλλες χώρες – μέρη στο Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για να επιλύσει τέτοια προβλήματα στην ΕΕ και παγκοσμίως.
Η εφαρμογή των προτεινόμενων επιλογών πολιτικής αναμένεται να περιορίσει τη διοικητική επιβάρυνση, ιδιαίτερα δε την επιβάρυνση που αφορά τη βιομηχανία. Επίσης, ο περιορισμός των εκπομπών ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος θα συμβάλει στην αποκατάσταση της στιβάδας του όζοντος και θα περιορίσει τις βλάβες στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον, αποφέροντας και απτά οφέλη στον τομέα της αλλαγής του κλίματος, χωρίς υπερβολικό κόστος για τη βιομηχανία.
Ιστορική αναδρομή
Η στιβάδα του όζοντος είναι στιβάδα αερίου στην ανώτερη ατμόσφαιρα, η οποία προστατεύει τους ζώντες οργανισμούς στη γη από τις επιβλαβείς υπεριώδεις ακτίνες του ηλίου. Στη δεκαετία του 1970, διαπιστώθηκε από επιστήμονες ότι ορισμένες ανθρωπογενείς χημικές ουσίες μπορούσαν να καταστρέφουν το όζον και, ως εκ τούτου, να εξασθενήσουν τη στιβάδα του όζοντος, ενώ τη δεκαετία του 1980 παρατηρήθηκε εξασθένιση της στιβάδας του όζοντος στη στρατόσφαιρα – η λεγόμενη "τρύπα του όζοντος". Η υπεριώδης (UV) ακτινοβολία, όταν τα επίπεδά της είναι αυξημένα, μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε οικοσυστήματα και να έχει αρνητική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου, όπως την πρόκληση καρκίνων του δέρματος και προβλήματα καταρράκτη. Τις διαπιστώσεις αυτές ακολούθησε η λήψη αποφασιστικών και ταχύτατων μέτρων σε παγκόσμια κλίμακα, πρώτα με τη σύμβαση της Βιέννης το 1985 και στη συνέχεια με το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ του 1987.
Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ επιβάλλει στα υπογεγραμμένα Μέρη να προβούν στην εξάλειψη των ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος σύμφωνα με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα. Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του είναι η δυναμική που διασφαλίζει τη στήριξη της εξάλειψης των εν λόγω ουσιών στις πλέον πρόσφατες επιστημονικές, τεχνολογικές και οικονομικές πληροφορίες. Είκοσι έτη μετά τη θέσπισή του, το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ αναγνωρίζεται σήμερα ως πρότυπη πολυμερής περιβαλλοντική συμφωνία (ΠΠΣ).
Ο κανονισμός της ΕΕ για τη στιβάδα του όζοντος[1] αποτελεί το κύριο μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή των διατάξεων του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ. Απαγορεύει την παραγωγή και διάθεση, στην αγορά, των πλέον επιβλαβών ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος και προχωρεί έτι περαιτέρω, απαγορεύοντας ή θέτοντας όρια σε ορισμένες χρήσεις των εν λόγω ουσιών. Το Πρωτόκολλο και ο κανονισμός εστιάζονται στην εξάλειψη ουσιών και όχι μόνο στη μείωση των εκπομπών τους.