Του Χαράλαμπου Γκότση
Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Το Ευρώ, το κοινό μας νόμισμα, βρίσκεται το τελευταίο διάστημα σε μεγάλες αναταράξεις. Τις μεγαλύτερες από την εισαγωγή του το 2002, όταν μπήκε στη ζωή μας ως το νέο μετρητό χρήμα, το οποίο χρησιμοποιείται σήμερα στις 19 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις 12 Ιουλίου 2022, μετά από είκοσι χρόνια, προσγειώθηκε για πρώτη φορά σε πλήρη ισοτιμία με το δολάριο, για να συνεχίσει την καθοδική του πορεία και να καταγράψει στις 27 Σεπτεμβρίου μια σχέση ανταλλαγής: 1 Ευρώ/0,96 Δολάρια, με απώλειες από την αρχή του έτους ύψους 15,5%. Εν τω μεταξύ η τάση και για το επόμενο χρονικό διάστημα δείχνει να είναι πτωτική, ακολουθώντας μια πορεία που ξεκίνησε από τα μέσα του προηγούμενου έτους, χωρίς μάλιστα να διαφαίνεται τουλάχιστον για το επόμενο χρονικό διάστημα κάποια προοπτική ανάκαμψης ή έστω ανάσχεσης.
Τα βασικά αίτια της διολίσθησης
Η σταδιακή αποδυνάμωση του Ευρώ έναντι του δολαρίου οφείλεται σε δύο περιοχές προβλημάτων. Πρώτον, είναι διάχυτη η άποψη ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια δέσμη σημαντικών προκλήσεων, η οποία αναπόφευκτα θα την οδηγήσει σε ύφεση. Η εγκατεστημένη αβεβαιότητα δημιουργεί ανησυχίες, οι οποίες εκφράζονται με αρνητικές προσδοκίες τουλάχιστον για τη μεσοπρόθεσμη περίοδο. Εκείνο που δε γνωρίζουμε είναι το βάθος της επικείμενης ύφεσης, η οποία, λόγω των διαφορετικών οικονομικών χαρακτηριστικών κάθε χώρας, θα εμφανιστεί είτε με αρνητικό πρόσημο για δύο συνεχόμενα τρίμηνα στην πορεία του ΑΕΠ, είτε ως σημαντική επιβράδυνση.
Ήδη, με την καλπάζουσα αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων από το Σεπτέμβριο του 2021, έγινε φανερό ότι η Ευρώπη, λόγω της μεγάλης εξάρτησής της από τις εισαγωγές, βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση απέναντι σε άλλες χώρες με μικρότερη ή και καθόλου έκθεση όπως πχ. οι ΗΠΑ. Έτσι, επιδεινώθηκαν σταδιακά οι όροι εμπορίου στις μεταξύ τους συναλλαγές, ταυτόχρονα δε άρχισε και η πτώση της τιμής του Ευρώ έναντι του δολαρίου. Την κατάσταση ήρθε να επιδεινώσει ο ρωσοουκρανικός πόλεμος, ο οποίος εξελίχθηκε και σε οικονομικό και ενεργειακό πόλεμο μεταξύ κυρίως της Ρωσίας και της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά την επιβολή κυρώσεων και της αντίδρασης με αντίμετρα από την πλευρά της Ρωσίας.
Η αβεβαιότητα που προξένησε ο πόλεμος, σχετικά με την τροφοδοσία των ευρωπαϊκών χωρών με ρωσικό φυσικό αέριο, η αδυναμία εξεύρεσης εναλλακτικών πηγών προμήθειας καθώς και η μεγάλη αστάθεια στη διαμόρφωση των τιμών, αποτέλεσαν έναν παράγοντα ρίσκου πρώτου μεγέθους. Ο προβληματισμός, αν την επόμενη περίοδο θα υπάρχει φυσικό αέριο για να συνεχίσουν να παράγουν οι επιχειρήσεις και να μην σταματήσουν τη λειτουργία τους καθώς και αν θα υπάρχει αέριο για να ζεσταθούν τα νοικοκυριά, αποτελεί από μόνος του την έκφραση μιας αδύνατης οικονομίας. Από την άλλη οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως εξαγωγείς φυσικού αερίου και μάλιστα σε πολύ υψηλές τιμές, ευνοήθηκαν από τις εξελίξεις στον τομέα αυτό, παρά τα επιμέρους άλλα προβλήματα που παρουσιάζει η οικονομία τους. Συνεπώς, η διολίσθηση του Ευρώ έναντι του Δολαρίου δεν οφείλεται μόνο στις αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά και στη δύναμη της αμερικανικής.
Ενδεικτική για την αλλαγή που έχει συντελεστεί στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις είναι και η εξέλιξη στο ισοζύγιο πληρωμών της Γερμανίας, ως παραγωγικής ατμομηχανής της Ευρώπης. Ενώ μέχρι πρότινος η χώρα αντιμετώπιζε απειλές κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα υπερπλεονάσματα στις εξαγωγές της, τον Μάϊο εμφάνισε έλλειμμα 1 δις Ευρώ, προερχόμενο κυρίως από την αύξηση στις τιμές των εισαγόμενων ενεργειακών προϊόντων. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός σε συνδυασμό με τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες για ενδιάμεσα προϊόντα και πρώτες ύλες την οδήγησαν σε παρ’ ολίγον μηδενική ανάπτυξη τα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους, ενώ για τα επόμενα δύο, μέχρι την άνοιξη του 2023 η χώρα, όπως αναφέρεται σε κοινή εκτίμηση 5 ινστιτούτων μελέτης της οικονομικής συγκυρίας, θα εισέλθει σε ύφεση, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη ζήτηση προϊόντων από την αλλοδαπή αλλά και τις προοπτικές του τουρισμού για το επόμενο έτος. Για το σύνολο του 2022 προβλέπεται ανάπτυξη της τάξεως του 1,4%, ενώ για το 2023 θα υπάρξει μείωση κατά 0,4%.
Η δεύτερη βασική αιτία της αποδυνάμωσης του Ευρώ προέρχεται από τον θεσμό, ο οποίος έχει ως καταστατική του αποστολή τη διαφύλαξη της εσωτερικής και εξωτερικής αξίας του νομίσματός μας. Δηλαδή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στην ΕΚΤ επιρρίπτονται ευθύνες για καθυστέρηση, όχι μόνον στην αποδοχή του πληθωρισμού ως μονιμότερου φαινομένου, αλλά και όταν το αποδέχθηκε άργησε να ακολουθήσει τις άλλες κεντρικές τράπεζες και κυρίως την αμερικανική FED στην πορεία αύξησης των επιτοκίων αναφοράς. Πράγματι η αμερικανική κεντρική τράπεζα ανέλαβε επιθετική δράση πολύ νωρίς, όταν με τέσσερις διαδοχικές αποφάσεις αύξησε τα επιτόκια τα οποία κινούνται σήμερα μεταξύ 3 και 3,25 %. Στον αντίποδα , η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολούθησε με σημαντική χρονική υστέρηση, διαμορφώνοντας σήμερα το επιτόκιο αναφοράς στο 1,25 %, ενώ αναμένεται άλλη μία αύξηση κατά 0,75% στο τέλος Οκτωβρίου. Η διαφορά αυτή λειτούργησε μέχρι τώρα, όπως ήταν αναμενόμενο, υπέρ της ενίσχυσης του δολαρίου, το οποίο θεωρείται στη συγκυρία το πιο ασφαλές καταφύγιο, αλλά ακόμη επειδή οι αποδόσεις των αμερικανικών χρηματοπιστωτικών προϊόντων είναι πολύ υψηλότερες, κάτι που οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για δολάρια με αποτέλεσμα τη συσσώρευση κεφαλαίων στις ΗΠΑ και φυγή από τις αγορές της Ευρώπης.
Η καθυστέρηση αυτή δεν είναι απλά μόνο προϊόν λανθασμένης εκτίμησης ή απροθυμίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να προσαρμόσει γρήγορα τα επιτόκια στις ανάγκες της αγοράς, αλλά εδράζεται σε πραγματικά ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη τη συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία. Πρόκειται κυρίως για τις επιπτώσεις που θα επιφέρουν τα υψηλά επιτόκια αναφοράς στην αναχρηματοδότηση των υπερχρεωμένων οικονομιών της Ένωσης σε συνδυασμό με την επικείμενη ύφεση, η οποία θα προκληθεί κυρίως εξ αυτού του λόγου. Αρχικά λοιπόν έπρεπε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του κατακερματισμού των χωρών, με τη δημιουργία ενός μηχανισμού, ο οποίος να εγγυάται την ομαλή τροφοδότηση των αδύναμων οικονομιών με ρευστότητα και τη συγκράτηση των spreads κάτι που έγινε με τον TPM (Transmission Protection Mechanism). Εν τω μεταξύ φαίνεται, ότι οι αγορές δεν πείσθηκαν από την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού, ο οποίος είναι συνδεδεμένος και με ορισμένες δεσμεύσεις για τις χώρες που προτίθενται να κάνουν χρήση. Οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων τόσο της Ελλάδος που είναι και πρωταθλητής, όπου κινούνται στο απαγορευτικό 5%, με αποτέλεσμα να έχουμε αυτοαποκλεισθεί από τις αγορές, όσο και της Ιταλίας με 4,8%, κάτι που τη φέρνει μπροστά σε πολύ μεγάλα προβλήματα αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους της. Συνεπώς παρά τις καλές προθέσεις της η ΕΚΤ με την καθυστέρηση δεν κατάφερε να μετριάσει έστω το πρόβλημα, αναγκάζεται μάλιστα να ακολουθήσει τα βήματα της FED για να περιορίσει τις απώλειες του Ευρώ, οξύνοντας τα προβλήματα των ευρωπαϊκών οικονομιών, οι οποίες οδηγούνται σε ύφεση.
Άλλωστε τουλάχιστον με την εμφάνιση των πρώτων έντονων πληθωριστικών πιέσεων, η ΕΚΤ είχε ταχθεί υπέρ μιας ήπιας αντικυκλικής πολιτικής, ώστε να μη δημιουργηθούν προβλήματα στις προσπάθειες ανάκαμψης των οικονομιών, σε αντίθεση με τη FED, η οποία έθεσε ως προτεραιότητα την καταπολέμηση του πληθωρισμού ανεξάρτητα από το κόστος που θα επιφέρει στο ΑΕΠ της χώρας. Κατά την εκπεφρασμένη σε άρθρο μου άποψη στη «Ναυτεμπορική» ήδη πολύ νωρίς στις 28/12/202Ι με τίτλο «Πληθωρισμός και Επιτόκια: Η μεγάλη πρόκληση για το 2022», η ΕΚΤ καλώς έπραξε παρά τα ρίσκα που επωμίσθηκε, δεδομένου ότι, το φαινόμενο του πληθωρισμού με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις αιτίες που το δημιούργησαν δεν αντιμετωπίζεται με μέτρα νομισματικής πολιτικής, αφού βρίσκεται κυρίως στην πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης.
Το αδύναμο Ευρώ ευνοεί τις εξαγωγές και πλήττει τις εισαγωγές
Χωρίς αμφιβολία μεταβολές αυτού του μεγέθους στις σχέσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών των επιμέρους χωρών, μετατοπίζουν πλούτο, εισοδήματα και καταλήγουν σε στρατόπεδα χαμένων και κερδισμένων. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές, επειδή τα προϊόντα είναι φθηνότερα για τους κατόχους δολαρίων, αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα να προτιμώνται έναντι εκείνων που παράγονται στη ζώνη του δολαρίου. Αντίθετα τα αμερικανικά προϊόντα καθίστανται πιο ακριβά και δυσκολεύονται να διεισδύσουν σε χώρες της ζώνης του Ευρώ, αλλά και της στερλίνας ή του Γιεν, αφού το δολάριο έχει ανατιμηθεί απέναντι και σ ’αυτά τα νομίσματα. Όμως, παρά την ώθηση που λαμβάνουν οι εξαγωγές από την εξασθένιση του Ευρώ, σε μια περίοδο όπου οι οικονομίες εισέρχονται σταδιακά σε υφεσιακό κύκλο και φυσιολογικά η ζήτηση αναμένεται να συρρικνωθεί, τα όποια οφέλη από την υποτίμηση πιθανόν να εξουδετερωθούν ή τουλάχιστον να περιοριστούν.
Αν τώρα τα πιθανά κέρδη για το εξαγωγικό εμπόριο στην παρούσα συγκυρία με την αποδυνάμωση του Ευρώ αμφισβητούνται, εκείνο που είναι βέβαιο και αποτελεί πλέον οδυνηρή πραγματικότητα είναι οι απώλειες από τις ανατιμήσεις των εισαγόμενων προϊόντων, τα οποία αποτιμώνται σε δολάρια και εκτρέφουν αποφασιστικά τον πληθωρισμό. Επειδή δε πρόκειται για ενεργειακά προϊόντα, πρώτες ύλες και τρόφιμα, όπου η ζήτησή τους είναι ανελαστική, αυξάνεται η δαπάνη για τα εισαγόμενα με αποτέλεσμα να διευρύνονται τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των κρατών οι δε πολίτες καλούνται να καταβάλουν μεγαλύτερο τίμημα για το κόστος διαβίωσής τους.
Η μεγάλη διολίσθηση του Ευρώ εξάλλου ευνοεί τους κατόχους δολαρίων στην πραγματοποίηση τουριστικών ταξιδιών, ενώ δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά των κατοίκων των χωρών της Ευρωζώνης. Οι τελευταίοι, λόγω του υψηλού πληθωρισμού και της αναμενόμενης ύφεσης, είναι επόμενο να μειώσουν τις μετακινήσεις τους στο εξωτερικό την επόμενη τουριστική σαιζόν και έτσι να υπάρξει κάμψη στην τουριστική κίνηση στις χώρες υποδοχής όπως η Ελλάδα.
Τέλος, η σημαντικότερη επίπτωση της μεγάλης διολίσθησης του Ευρώ έναντι του δολαρίου δεν έχει ποσοτική διάσταση. Πρόκειται για το πληγωμένο κύρος της Νομισματικής Ένωσης, όπου το Ευρώ αποτελεί την προμετωπίδα της οικονομικής ανεξαρτησίας και της οικονομικής ισχύος της Ευρώπης. Όταν μάλιστα ο στόχος είναι η κατάκτηση μιας περίοπτης θέσης μεταξύ των αποθεματικών νομισμάτων, η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το Ευρώ δεν περιποιεί τιμή ούτε στις χώρες, αλλά ούτε και στους πολιτικούς διαχειριστές της τύχης του.