Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
[email protected]
Το ηλιόλουστο πρωινό της Πέμπτης 12 Οκτωβρίου 1944 στην Αθήνα, (σαν σήμερα, πριν από 78 χρόνια), ένας λόχος της Βέρμαχτ καταθέτει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη και απομακρύνεται βιαστικά ενώ βιαστικά μαζεύουν και από την Ακρόπολη το μισητό τους λάβαρο που αντίκριζε καθημερινά σκυθρωπός ο Παρθενώνας και οι καρυάτιδες… Την ίδια ώρα αρχίζουν να κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες και ο κόσμος από κάθε γειτονιά της Αθήνας με αλαλαγμούς ξεχύνεται στους δρόμους με μια σημαία στα χέρια και πανηγυρίζουν!… Κανείς δεν πίστευε στ’ αυτιά του και τα μάτια με αυτό που συνέβαινε. Το χαρμόσυνο νέο, ότι ο ναζισμός ξεψυχά και τα τελευταία υπολείμματα της Βέρμαχτ αποχωρούν από την Αθήνα, μέθυσε κάθε πονεμένη ψυχή. Ξέχασαν μονομιάς τα πάντα, καθώς βλέπουν να ανατέλλει ο ήλιος της λευτεριάς.
Την ίδια ώρα, μέσα στην παραζάλη, ο ανταποκριτής του Μπί Μπί Σί τρέχει και μεταδίδει την έκτακτη είδηση στο Λονδίνο και ο βρετανικός ραδιοσταθμός μεταδίδει την είδηση της απελευθερώσεως των Αθηνών, διαπράττοντας από ενθουσιασμό, μοναδική παρατυπία. Μετά την είδηση παίζει τον ελληνικό εθνικό ύμνο, κάτι που απαγορεύεται ρητώς και δεν έγινε ποτέ, σε δελτία ειδήσεων του Μπί Μπί Σί.
Φεύγουν και τα τελευταία καμιόνια με γερμανούς στρατιώτες προς την πατρίδα τους, χωρίς κανείς να τους δίδει σημασία, μέσα σ’ εκείνο το πανδαιμόνιο που επικρατεί. Μόνο ένα μεμονωμένο επεισόδιο σημειώνεται, όταν ένας γερμανός στρατιώτης πέφτει στα χέρια κάποιων φανατικών που βγάζουν επάνω του, όλο τους το άχτι… Η γερμανική κατοχική νύχτα που άρχισε με την κατάληψη της Αθήνας στις 27 Απριλίου 1941, κράτησε 1260 μερόνυχτα. Ο λαός πείνασε, υπέφερε, βασανίστηκε, αλλά δεν έχασε την ελπίδα του. Πολλοί εκτελέστηκαν και ακόμα περισσότεροι πέθαναν από την πείνα. Όμως στους ζωντανούς δεν έλειψε η ελπίδα και η προσμονή της λευτεριάς…
Πειθαρχημένες οι ένοπλες αντιστασιακές ομάδες, περνούν στους δρόμους, παραδειγματική η τάξη και η ευπρέπεια που δείχνουν και οι διάφορες οργανώσεις που παρελαύνουν με σημαίες και πλακάτ. Στη θέα των Άγγλων στρατιωτών, τα πλήθη παραληρούν, τρέχουν, τους αγκαλιάζουν και τους σηκώνουν στους ώμους...
Προηγήθηκε των πανηγυρισμών, μεγάλο παρασκήνιο για να υπάρξει ομαλή μετάβαση, από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός συζήτησε την αποφυγή εκτρόπων με τον γερμανό στρατηγό Φέλμυ, ενώ ο στρατηγός των Ες Ες Σιμάνα απειλούσε πως θα ανατινάξει την Αθήνα αν παρενοχλούσε κανείς την αποχώρησή τους. Ήδη είχαν υπονομεύσει το φράγμα Μαραθώνος, την τηλεφωνική και ηλεκτρική εταιρία Πάουερ, τον Ισθμό της Κορίνθου, γεφύρια, σταθμούς, εργοστάσια, σιδηροδρόμους, στρατώνες, τελωνεία και αποθήκες. Αν προχωρούσε στις απειλές, η Αθήνα θα ισοπεδωνόταν! Γιατί επί πλέον ο Σιμάνα, με τα κανόνια που είχε τοποθετήσει σε πέντε τούνελ του Λυκαβηττού, θα έκανε στάχτη την πρωτεύουσα.
Εν τω μεταξύ, ο Χρήστος Ζαλοκώστας, μέλος Επιτροπής Αγώνα και συνεργάτης του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών στρατηγού Παν. Σπηλιωτόπουλου, δέχτηκε πρόταση από τον κατοχικό αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Ράλλη, ομογενή από τη Ρωσία Έκτορα Τσιρονίκο, ότι αν υπήρχε κάποιο εθνικό θέμα, ήταν πρόθυμος να το θέσει στον στρατηγό Νοϋμπάχερ, διοικητή των γερμανικών δυνάμεων Νοτίου Ευρώπης, τον οποίο θα συναντούσε στο Βελιγράδι. Ο Ζαλοκώστας με επιφύλαξη ενημέρωσε και μετέφερε σημείωμα του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου με πέντε αιτήματα προς τον Νοϋμπάχερ. Ο Τσιρονίκος έκανε φαίνεται πολύ καλή δουλειά, αφού ο γερμανός στρατηγός αποδέχθηκε όλα τα αιτήματα που του έθεσε.
Η αποτροπή ισοπέδωσης της Αθήνας
Η αποδοχή των αιτημάτων, εξιλέωνε κάπως τον Τσιρονίκο, αφού σ’ όλη την κατοχική περίοδο ήταν μέλος των κυβερνήσεων και συνεργαζόταν στενά με τους Γερμανούς. Μέσα σε λίγες ώρες αφαιρέθηκαν από τον Μαραθώνα 80 τόνοι δυναμίτη ικανοί να σωριάσουν ολόκληρο το φράγμα και να κορακιάσει η Αθήνα, καθώς και από οργανισμούς ζωτικής σημασίας. Ο στρατηγός των Ες Ες Σιμάνα ανακλήθηκε στο Βερολίνο και στη θέση του διορίστηκε ο Φέλμυ. Το κλίμα μονομιάς άλλαξε με την απομάκρυνση του μισητού στρατηγού, που είχε καθιερώσει το απαίσιο σύστημα για κάθε Γερμανό που σκοτωνόταν, να εκτελούνται 50 Έλληνες όμηροι!