Ξεκίνησαν οι αιτήσεις μετεγγραφής των νέων φοιτητών. Η υποβολή των αιτήσεων διαρκεί μέχρι τις 14 Οκτωβρίου. Το ζήτημα απασχολεί χιλιάδες οικογένειες, διότι η ακρίβεια κάνει τους γονείς να αγωνιούν αν θα καταφέρουν να στηρίξουν τα παιδιά τους σε μια άλλη πόλη μέχρι να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους· δυστυχώς κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει.
Παράλογο νο 1
Οι θέσεις εισακτέων στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είναι λιγότερες από την αναλογία του πληθυσμού ως προς το σύνολο των κατοίκων της χώρας μας. Συγκεκριμένα το έτος 2022 ο συνολικός αριθμός των εισακτέων ήταν 72.610. Οι προσφερόμενες θέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ήταν 29.815, ποσοστό 41%, ενώ ο πληθυσμός τους αποτελεί το 46,8% του συνολικού αριθμού των κατοίκων της χώρας μας, με βάση τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής. Συνεπώς δίνονται στα Πανεπιστήμια 4.211 λιγότερες θέσεις από την αναλογία του πληθυσμού τους. Δεν πρόκειται περί λάθους. Όταν αποφασίστηκε η διεύρυνση της Τριτοβάθμιας στα τέλη της δεκαετίας του 90, επικράτησε η λογική κάθε πόλη Πανεπιστήμιο και κάθε κωμόπολη ΤΕΙ. Η λογική ήταν η μεταφορά πόρων στην περιφέρεια μέσω των φοιτητών και των οικογενειών τους. Έτσι υπάρχουν πόλεις που στηρίζουν την οικονομία τους στα δύο φ: φοιτητές και φαντάρους.
Παράλογο νο 2
Επειδή ο αριθμός των μετακινούμενων φοιτητών ήταν πολύ μεγάλος και επειδή η φοιτητική μέριμνα υπάρχει μόνο κατ’ όνομα αρκετές οικογένειες δεν μπορούσαν να σπουδάσουν δύο και τρία παιδιά σε άλλες πόλεις. Για να δούμε τι σημαίνει ότι δεν υπάρχει φοιτητική μέριμνα να αναφέρουμε ότι στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στο ΤΕΙ φοιτούσαν το 2019 25.199 φοιτητές στα κανονικά εξάμηνα και υπήρχαν και 21.298 πέραν των κανονικών εξαμήνων, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΛ.ΣΤΑΤ. Οι διαθέσιμες κλίνες του Πανεπιστημίου, του ΤΕΙ και οι ενοικιαζόμενες είναι 987, που βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Πελοπόννησος, αφού από το 1978 που χτίστηκαν δεν έχει γίνει καμία συντήρηση. Αρκούν δηλαδή για το 3,91% των ευρισκόμενων σε κανονικά εξάμηνα σπουδών. Αυτό σημαίνει ανύπαρκτη φοιτητική μέριμνα.
Επινοήθηκε έτσι η λύση των μετεγγραφών. Πρόκειται για την έμπρακτη αναγνώριση από το κράτος της ανυπαρξίας φοιτητικής μέριμνας. Το κράτος, δηλαδή, δεν είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του και “κλείνει το μάτι” στους γονείς που ζορίζονται οικονομικά, ότι θα φέρει τα παιδιά τους να σπουδάσουν κοντά στο σπίτι. Είναι αυτονόητο ότι σε ένα σοβαρό κράτος δεν θα υπήρχε η έννοια των μετεγγραφών, αλλά θα υπήρχε σοβαρή φοιτητική μέριμνα. Αυτοί δηλαδή που σήμερα δικαιούνται μετεγγραφή θα έβρισκαν θέση σε εστία και δεν θα έπαιρναν μετεγγραφή. Πέρυσι πήραν μετεγγραφή ή μετακίνηση με οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια 3877 φοιτητές και άγνωστος αριθμός με την κατηγορία αδελφών φοιτητών. Φυσικά υπάρχουν και αυτοί που δεν μπορούν να πάρουν μετεγγραφή διότι στην πόλη τους δεν υπάρχει καθόλου Πανεπιστήμιο (Βέροια, Νάουσα κ.α.) ή υπάρχει αλλά σε άλλο γνωστικό πεδίο· δεν υπάρχουν σχολές του 2ου Πεδίου στην Κομοτηνή οπότε η μετακίνηση του φοιτητή είναι αυτονόητη. Προφανώς και αυτά τα παιδιά δικαιούνται φοιτητικής μέριμνας.
Παράλογο νο 3
Ποιοι θα πάρουν μετεγγραφή; Ο νόμος αλλάζει συχνά διότι πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ δύο τάσεων: από τη μια είναι οι οικογένειες που ζορίζονται οικονομικά και από την άλλη τα κεντρικά Πανεπιστήμια που δεν θέλουν άλλους φοιτητές. Μετά τις μετεγγραφές τα Πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης αυξάνουν τους φοιτητές τους ισοφαρίζοντας το μικρότερο αριθμό θέσεων από την αναλογία στον πληθυσμό των δύο πόλεων. Αυτό γίνεται, όμως, βάζοντας κάποιους από το παράθυρο και χάνουν τη θέση που θα είχαν κάποιοι που διάβασαν περισσότερο. Η τελευταία τάση ήταν να περιοριστεί ο αριθμός των μετεγγραφών διότι δημιουργούσε πρόβλημα υπερπληθυσμού στα κεντρικά ΑΕΙ και φοιτητές δύο ταχυτήτων, αφού έρχονταν σε σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης φοιτητές με πολύ χαμηλές βαθμολογίες, που “έκλεβαν” τις θέσεις από άλλους και δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν το επίπεδο των μαθημάτων.
Επινοήθηκε, λοιπόν, η βάση μετεγγραφής. Πρόκειται για τη βάση του τμήματος προορισμού μείον 2750 μόρια. Για να μπορεί να αιτηθεί μετεγγραφής ένας φοιτητής σε ένα τμήμα πρέπει να έχει περισσότερα μόρια από τη βάση μετεγγραφής του τμήματος στο οποίο θέλει να μετεγγραφεί. Τι είναι το 2750; Μία ακόμη αυθαιρεσία. Αν έχεις 2700 μόρια λιγότερα από τη βάση του τμήματος είσαι ικανός να σπουδάσεις, αλλά αν έχεις 2800 όχι; Και γιατί 2.750 και όχι 2.500 ή 3.000; Και αυτό σε οποιαδήποτε κλάση μορίων; Η βάση του τμήματος Μαθηματικών της Αθήνας ήταν φέτος 14140 μόρια· η βάση μετεγγραφής του τμήματος ήταν 11.390 μόρια. Υποψήφιος, δηλαδή, που συγκέντρωσε 11.380 μόρια δεν κρίνεται ικανός να σπουδάσει Μαθηματικά στην Αθήνα, αλλά είναι ικανός να σπουδάσει Μαθηματικά στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στη Σάμο στην Καστοριά και στη Λαμία.
Παράλογο νο4
Από το 2021 εφαρμόστηκε η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) που υποτίθεται ότι είναι το ελάχιστο απαιτούμενο για να είναι ικανός κάποιος να σπουδάσει σε ένα τμήμα. Αν δεν πιάσει αυτό το όριο δεν θεωρείται κατάλληλος για σπουδές στο Τμήμα. Είναι, βέβαια, κατάλληλος για σπουδές σε κολέγιο ή στο εξωτερικό, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Αν πράγματι η ΕΒΕ ήταν αυτό που λέει ο τίτλος της θα έπρεπε να καταργηθεί το 2750 και να αντικατασταθεί από την υποχρέωση να πιάνει κάποιος την ΕΒΕ του τμήματος προορισμού για να έχει δικαίωμα αίτησης μετεγγραφής. Η ΕΒΕ δεν υποτίθεται ότι πιστοποιεί την ικανότητα ή μη του υποψηφίου;
Παράλογο νο5
Από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 2022 δόθηκε η δυνατότητα στα ΑΕΙ να ορίζουν τους συντελεστές βαρύτητας που επιθυμούν καθορίζοντας έτσι το 20% των μορίων. Αυτό σημαίνει ότι άλλα μόρια έχει ένας υποψήφιος για το τμήμα Οικονομικών Επιστημών της Τρίπολης και άλλα μόρια για το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του ΟΠΑ. Όταν λοιπόν ένας φοιτητής ζητά μετεγγραφή από το Τμήμα της Τρίπολης στο Τμήμα του ΟΠΑ θα πρέπει να ξεπερνά τη βάση της μετεγγραφής του ΟΠΑ, δηλαδή τη βάση του τμήματος 15.750-2.750=13.000. Συνεπώς όποιος υποψήφιος συγκεντρώνει από 13.000 μόρια και επάνω μπορεί να ζητήσει μετεγγραφή στο ΟΠΑ. Λογικό; Ναι σύμφωνα με το νόμο. Αλλά ποια μόρια του υποψηφίου θα συγκριθούν με τη βάση μετεγγραφής του ΟΠΑ; Μα τα μόρια που συγκεντρώνει για το ΟΠΑ, λέει η κοινή λογική. Όχι όμως και το Υπουργείο Παιδείας. Το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε, χωρίς να το γράφει κανείς νόμος ή καμία εγκύκλιος, να συγκρίνει τη βάση μετεγγραφής του ΟΠΑ με τα μόρια που είχε ο υποψήφιος για το Τμήμα Οικονομικών της Τρίπολης, όπου εισήχθη. Συγκρίνουμε, δηλαδή, μήλα με μπανάνες.
Έτσι, λοιπόν, φοιτητής με τα 13.000 μόρια δεν έχει τη δυνατότητα αίτησης μετεγγραφής στο ΟΠΑ, ενώ περνάει την ΕΒΕ του Τμήματος, είναι, δηλαδή, ικανός να σπουδάσει, περνάει και τη Βάση Μετεγγραφής. Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Αυτό συμβαίνει διότι το Υπουργείο Παιδείας συγκρίνει τη Βάση Μετεγγραφής του φοιτητή με τα μόρια με τα οποία εισήχθη στην Τρίπολη!
Μετεγγραφή φοιτητή έτους 2022 |
| Οικονομικής Επιστήμης ΟΠΑ | Οικονομικών Επιστημών Τρίπολης |
ΕΒΕ Τμήματος | 12,54 | 10,45 |
Βάση Τμήματος | 15.750 | 9.770 |
Βάση Μετεγγραφής Τμήματος | 13.000 | 7.020 |
Μόρια φοιτητή | 13.000 | 12.720 |
Μέσος όρος φοιτητή | 13 | 13 |
Το επιχείρημα του υπουργείου είναι ότι αν κάποιος φοιτητής που πέρασε από το 4ο Πεδίο στο τμήμα Μηχανικών και Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων στη Σάμο ζητήσει μετεγγραφή στο Τμήμα Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής στα Ιωάννινα που ανήκει μόνο στο 2ο Πεδίο δεν θα έχει μόρια για να γίνει ο υπολογισμός. Παρακάμπτοντας το πρόβλημα να εισαχθεί κάποιος σε τμήμα που ανήκει σε ένα πεδίο στα μαθήματα του οποίου δεν εξετάστηκε, η λύση είναι πολύ απλή: Στο σύστημα των μετεγγραφών αν δεν έχει μόρια ο υποψήφιος για το τμήμα προορισμού τότε και μόνο τότε να χρησιμοποιούνται τα μόρια του τμήματος εισαγωγής. Προφανώς θα πρόκειται για ελάχιστες περιπτώσεις, οπότε δεν θα υπάρχει πρόβλημα αδικίας για τους υπόλοιπους φοιτητές. Έτσι κι αλλιώς έχει εξεταστεί σε διαφορετικά μαθήματα, οπότε δεν έχει κανένα νόημα η σύγκριση των μορίων.
Από την καθιέρωση των Πανελληνίων Εξετάσεων το 1980 έχουν περάσει 42 χρόνια και ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα αξιόπιστο και δίκαιο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και ένα δίκαιο σύστημα μετεγγραφών. Αν σε αυτό προσθέσουμε την υποχρηματοδότηση και τη γραφειοκρατία που ταλαιπωρούν την Εκπαίδευσή μας δεν είναι παράξενο που μένουμε όλο και πιο πίσω από τις άλλες χώρες.