Η παράσταση «Τα μάτια τέσσερα» του Γιάννη Τσίρου, το διακεκριμένο το 2010 με βραβείο Δραματουργίας Κάρολος Κουν ελληνικό έργο, θα παρουσιάζεται από τις 15 Οκτωβρίου στο θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης, σε σκηνοθεσία Γιώργου Πυρπασόπουλου [Παπαδιαμαντοπούλου 4, Ιλίσια].
Το έργο, στο οποίο πρωταγωνιστού οι Μαρία Κατσανδρή, Χρήστος Σαπουντζής, Πανάγος Ιωακείμ και Ναταλία Σουίφτ, αποτελεί μια σπουδή στην αδυναμία και το απύθμενο χάος των Αρχών και του Νόμου, σε μια κοινωνία που αγγίζει τα όρια του παραλογισμού και ο κοινωνικά αδύναμος είναι καταδικασμένος στη μοίρα του.
Στην υπόθεση, όταν η νεαρή Άννα συλλαμβάνεται για μια μικροκλοπή, ο παππούς της θα κινήσει γη και ουρανό για να την συνδράμει. Η κατηγορία, όμως, που τη βαραίνει είναι αδιαπραγμάτευτη. Αντίσταση κατά της αρχής. Και τότε ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός μπαίνει σε λειτουργία για την αντιμετώπιση του «κακουργήματος». Το αστυνομικό όργανο, άκαμπτο, εφαρμόζει τον νόμο, ο νομοθέτης αποποιείται τις προσωπικές του σχέσεις με τον παραβάτη, ο δικαστής τηρεί τις δέουσες αποστάσεις. Μόνο ο δημοσιογράφος αναζητά «δικαίωση» για τον αδύναμο. Τότε, η τηλεοπτική δημοσιοποίηση, γίνεται το έσχατο καταφύγιο του παραβάτη, έτοιμο να τον κατασπαράξει.
Ο Γιάννης Τσίρος σημειώνει:
«Ο νόμος είναι ίσος για όλους. Οι άνθρωποι, όμως, δεν είναι ίσοι. Οι κοινωνικά αδύναμοι παραβάτες είναι πιο ένοχοι. Τους έχω δει στο δικαστήριο να ικετεύουν για λίγη επιείκεια, προβάλλοντας ως ελαφρυντικό την ίδια την αδυναμία τους. Ειδικά αν κάποιος βαρύνεται και με την κατηγορία για αντίσταση κατά της Αρχής, ο νόμος εξαντλεί επάνω του και το τελευταίο του γράμμα. Το μυρμήγκι δικάζεται σαν ελέφαντας. Και τιμωρείται παραδειγματικά. Οι αδύναμοι παραβάτες εξαλείφονται, οι δυνατοί επιβιώνουν. Και ιδανικός τόπος αναπαραγωγής τους είναι η αδιάφορη κοινωνία. Οι “δυνατοί” δεν αντιστέκονται ποτέ στις Αρχές, τα ανομήματά τους είναι σχετικά γνωστά, ακόμα κι όταν οι ίδιοι δεν το ξέρουν, και τέλος ο κυνισμός τους, τους κάνει μονοδιάστατους. Επιβιώνουν απ’ το νόμο, αλλά τους λείπει ο χαρακτήρας. Αντιθέτως τα αδικήματα των “αδύναμων”, αυτών των φτωχοδιάβολων που σέρνονται καθημερινά με χειροπέδες στα δικαστήρια, ξεχειλίζουν από δραματικές λεπτομέρειες. Επιπλέον η ανημποριά τους να ξεφύγουν απ’ την τσιμπίδα του νόμου, εκθέτει στο φως και μια άλλη πλευρά.
Την πλευρά της ενάγουσας πολιτείας. Ακόμα κι όταν το αδίκημά τους δεν ξεπερνά το απλό πλημμέλημα, αν αντισταθούν στις Αρχές, μοιάζει να θέτουν σε συναγερμό το πολιτειακό οικοδόμημα. Από τη σύλληψη λοιπόν του παραβάτη, μέχρι και την τιμωρία του, κάθε πολιτειακός εκπρόσωπος, γίνεται πρόσωπο απρόσωπο. Ρόλος. Το αστυνομικό όργανο, άκαμπτο, εφαρμόζει τον νόμο, ο νομοθέτης αποποιείται τις προσωπικές του σχέσεις με τον παραβάτη, ο δικαστής τηρεί τις δέουσες αποστάσεις. Μόνο ο δημοσιογράφος αναζητά “δικαίωση” για τον αδύναμο. Τότε η τηλεοπτική δημοσιοποίηση, γίνεται το έσχατο καταφύγιo του παραβάτη. Και το τίμημα της σωτηρίας, είναι η διαπόμπευση της αδυναμίας του. Άλλωστε, όπου κι αν βρεθούμε, ό, τι κι αν κάνουμε, όποιοι κι αν είμαστε, “δυνατοί” ή “αδύναμοι”, όποια ιδεολογία κι αν έχουμε, θέλουμε ή δεν θέλουμε, κάποια στιγμή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, οι πράξεις μας, οι αντιδράσεις μας, ακόμα και η αδράνειά μας, θα γίνουν εικόνα μιας τηλεόρασης. Δε μπορούμε να την αποφύγουμε. Ούτε να την αμφισβητήσουμε, γιατί τότε, ίσως στραφεί εναντίον μας».