Από τις πρεμιέρες της περασμένης Πέμπτης, τρεις ταινίες ξεχωρίζουν – η κάθε μια για τους δικούς της λόγους (και αυτό δεν είναι πάντα καλό). Το σημαντικότερο όλων: Το «φρέσκο» ντεμπούτο (στη μυθοπλασία) ενός Έλληνα σκηνοθέτη.
Από τον Άκη Καπράνο
Broadway
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή.
Με πιάνει μια μελαγχολία κάθε φορά που βλέπω ένα παρατημένο, έρημο θερινό. Αστραπιαία σκέφτομαι τις ταινίες που παίχτηκαν εκεί, βλέπω τη γκρίζα οθόνη και τη φαντάζομαι κατάλευκη, έτοιμη να δεχτεί «ριπές» από σελιλόιντ – και το σινεμά, γεμάτο από κόσμο. Μετά παίζω στο κεφάλι μου σε fast-forward, στιγμιότυπα από την ακμή και την παρακμή του, σκέφτομαι την τελευταία του προβολή, ρίχνω μια ματιά στην περιοχή και αναρωτιέμαι: «Κι αν ξανάνοιγε;».
Το «Μπρόντγουαιη» (πολύ θα μου άρεσε αν η ταινία διατηρούσε στον τίτλο της την ίδια ορθογραφία) στην Πατησίων λειτούργησε από το 1970 μέχρι το 2002. Η σταδιακή εγκατάλειψη της περιοχής από την πολιτεία οδήγησε στο μαρασμό του. Ήταν όμως ένα μαγικό μέρος: Στην ταράτσα λειτουργούσε το εντυπωσιακό θερινό με μια από τις μεγαλύτερες οθόνες του κέντρου, ενώ στο ίδιο κτήριο υπήρχε ένας χειμερινός κινηματογράφος, ένα θέατρο (όπου δίνονταν και συναυλίες) καθώς και ένα ωραίο μπαρ. Με άλλα λόγια, έμπαινες στη στοά, και δεν είχες και πολλούς λόγους να βγεις.
Ο Χρήστος Μασσαλάς λοιπόν ξανάνοιξε το Μπρόντγουαιη και αυτό από μόνο του είναι ένας καλός λόγος για να δείτε την ομώνυμη ταινία του. Θέλω να πω, είναι ένα κάποιο statement. Γιατί εκείνος που ανοίγει ξανά έναν κινηματογράφο, οφείλει να τον τροφοδοτήσει με όλα τα είδη: Το μιούζικαλ, το αστυνομικό θρίλερ, το μελόδραμα, την σάτιρα, την περιπέτεια. Και ο Μασσαλάς κάνει ακριβώς αυτό, μέσω μιας πλοκής, λίγο – πολύ προσχηματικής: Μια ομάδα πορτοφολάδων έχει στήσει ένα κόλπο που λειτουργεί – τα κορίτσια περφορμάρουν σε δρόμους κεντρικούς, και τα αγόρια ξαφρίζουν τα πορτοφολάκια των περαστικών που κάνουν χάζι. Μόνο που τα κορίτσια δεν είναι ακριβώς κορίτσια: Η Έλσα Λεκάκου ενσαρκώνει την Νέλλη, ερωμένη του «αρχηγού» της σπείρας (Στάθης Αποστόλου) που όμως συλλαμβάνεται. Και ο Φοίβος Παπαδόπουλος, τον Λιθουανό Γιόνας, που μεταμορφώνεται στην επιβλητική drag queen Μπάρμπαρα, καθώς προσπαθεί να κρύψει τα ίχνη του από έναν ξακουστό εγκληματία που μοιάζει, σχεδόν, να διοικεί τη χώρα (και του οποίου γνωρίζει κάποια «βαθιά» μυστικά).
Πάνω σε αυτόν τον καμβά λοιπόν, ο Μασσαλάς αποδεικνύει την σκηνοθετική του κλάση, συνθέτοντας ένα ιντριγκαδόρικο ερωτικό τρίγωνο, μα και παίζοντας επιδέξια με τα είδη. Οι ήρωες του, παρδαλά χαμίνια σε μια χώρα άψυχη και γκρίζα, δεν είναι εγκληματίες αλλά showmen. Κάθε τους δράση, είναι και μια μικρή παράσταση. «Παράσταση» άλλωστε είναι και η ίδιο το «Broadway: Μην μπείτε στον κόπο να το αναλύσετε με όρους ρεαλισμού. Ο «ρεαλισμός» είναι μονάχα ένα από τα εργαλεία του: Θυμηθείτε τους «Εραστές της γέφυρας» του Λεό Καράξ – ταινία με την οποία το «Broadway» μοιράζεται πολλά περισσότερα κοινά απ’ ότι με το Αλμοδοβαρικό σύμπαν. Και το επίτευγμα εδώ είναι πως το σύμπαν που στήνεται είναι «αληθινό» επειδή ο Μασσαλάς το συνθέτει με πραγματική αγάπη για τους ήρωες του – αλλά και για το σινεμά. Είναι η αγάπη αυτή βέβαια που αφήνει ενίοτε μετέωρο το φιλμικό οικοδόμημα του «Broadway»: Μοτίβα που επαναλαμβάνονται, μικρές σεκάνς που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο φιλόδοξο τους concept και σου υπενθυμίζουν πως εδώ είναι Ελλάδα και ένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να κάνει μια ταινία όπως θέλει (παρά μόνον όπως μπορεί), ταρακουνούν κάπως το οικοδόμημα που έχει στηθεί. Είναι όμως μόλις η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη, που μας αποζημιώνει με ένα καίριο φινάλε: Σε αυτό τον κόσμο, ή θα είσαι θεατής, ή performer στη δική σου σκηνή.
Μην ανησυχείς αγάπη μου
(είναι μόνο μια ταινία)
Ένα ειδυλλιακό σκηνικό, αυτό δηλαδή που στηνόταν στην Αμερική των 50s καθώς η χώρα (και ολάκερος ο Δυτικός κόσμος) προσπαθούσε να αφήσει πίσω της τα τραύματα του οικονομικού κραχ και του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου είναι, για άλλη μια φορά, η «μαγική εικόνα» που πίσω της κρύβει το μεγάλο Κακό στο «Μην ανησυχείς αγάπη μου» της Ολίβια Γουάιλντ, τίτλος χαριτωμένα σαρκαστικός. Ειλικρινά, είναι η μόνη χαριτωμενιά που μπορώ να βρω σε ολόκληρη την ταινία.
Τώρα, για το στόρι, θυμάται κανείς από εσάς τις «Γυναίκες του Στέπφορντ»; Δυο φορές γυρίστηκε, την πρώτη (1975) για την Αμερικάνικη τηλεόραση (αν και μετέπειτα η ταινία γνώρισε και μια κινηματογραφική καριέρα), την δεύτερη (2004) ως «παρωδία» με την Νικόλ Κίντμαν σε σκηνοθεσία του Φρανκ Οζ (από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά «γιατί;» του 21ου αιώνα). Και οι δυο ταινίες, βασισμένες στο ομώνυμο βιβλίο του Άιρα Λεβίν, περισσότερο γνωστός σε εσάς ως συγγραφέας του «Μωρού της Ρόζμαρι». Τέλος πάντων, στο «The Stepford Wives», Νεοϋορκέζα σύζυγος και μητέρα μετακομίζει μαζί με την οικογένεια της σε ένα προάστιο βγαλμένο θαρρείς από μια άλλη εποχή: Οι γυναίκες μένουν σπίτι, οι άντρες εργάζονται (άγνωστο που) και καμιά δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο πέραν του νοικοκυριού της. Όλες ζουν μονάχα για την ικανοποίηση του συζύγου, του άντρα, του «κουβαλητή». Και πίσω απ’ όλα αυτά, ένα μεγάλο μυστικό, μια μεγάλη συνομωσία αντρών που «αντικαθιστούν» τις συζύγους τους με ανθρωπόμορφα ρομπότ.
Την ίδια ιστορία μεταφέρει ουσιαστικά η Γουάιλντ, με μια μικρή – αλλά αποκαρδιωτική μέσα στην αφέλεια της – αλλαγή στο φινάλε. Μόνο που εδώ υπερτονίζεται η πόζα: Όλη η ταινία είναι κινηματογραφημένη και σκηνοθετημένη με έμφαση στην καλλιέπεια, κάθε πλάνο δείχνει αλφαδιασμένο και αψεγάδιαστο, σαν «διαφημιστικό» μιας ιδανικής οικογενειακής ζωής – και φυσικά η καλλιέπεια αυτή, μέσα στην υπερβολή της, στοχεύει σε βαθιές ανατριχίλες. Μόνο που το κόλπο το έχουμε ξαναδεί, σε πολύ καλύτερες ταινίες, από τον «Κυνόδοντα» (ναι, αποτελεί σημείο αναφοράς για το μοντέρνο Δυτικό σινεμά η ταινία του Λάνθιμου) μέχρι το «Μεσοκαλόκαιρο» (με το οποίο μάλιστα το «Don’t worry darling» μοιράζεται την ίδια πρωταγωνίστρια, την Φλόρενς Πιού). Και αυτές οι ταινίες είναι καλύτερες γιατί πίσω από την πόζα υπάρχει περιεχόμενο, αρθρώνεται μια σοβαρή διαλεκτική.
Εντέλει, η ταινία της Γουάιλντ καταντά αυτό που υποτίθεται πως καταγγέλλει, παραμένοντας μέχρι τέλους όμορφη αλλά άδεια, σαν τα γυναικεία ρομπότ στο σουπερμάρκετ του Στέπφορντ (ξαναδείτε την πρώτη ταινία – είναι, μεταξύ μας, μια πολύ καλύτερη επιλογή). Για να το πούμε διαφορετικά, η Γουάιλντ θεωρεί πως η αισθητική της ταινίας της στέκει και ως φορέας νοημάτων. Μόνο που για να επιτευχθεί ένα τέτοιο κόλπο, απαιτείται μεγάλη κινηματογραφική τέχνη.
Το συνδικάτο
«Χόλιγουντ» σε τιμή ευκαιρίας
Ήρθε ο Αντόνιο Μπαντέρας στη Θεσσαλονίκη και έγινε ένας μικρός χαμός. «Γίναμε Χόλιγουντ» έγραφαν κάποιοι συντάκτες του πολιτιστικού. Αν μη τι άλλο, το «Enforcer» αποδεικνύει πως γίναμε μάλλον παιδική χαρά για τους επίδοξους παραγωγούς επίχρυσων b-movies. Και, μεταξύ μας τώρα, αν θέλουμε όντως να στήσουμε κάτι σε αυτόν τον ταλαίπωρο τόπο, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε και αυτές τις παραγωγές, ανεξαρτήτως της «ποιότητας» τους. Σε επίπεδο αρχής δηλαδή, είμαστε υπέρ. Το αν η ταινία που προκύπτει είναι για τα καλάθια, αυτό μας απασχολεί μονάχα ως κριτικούς.
Πάντως, για να πω τη μαύρη μου αλήθεια, έχω δει βιντεο-κλιπ Ελλήνων trapper με πιο στιβαρή κινηματογραφική ματιά από τo φιλμ του Ρίτσαρντ Χιουτζ, που «φτιάχνει» κακήν – κακώς ένα κάλπικο… Μαϊάμι με τα πιο φτωχά υλικά (μια παραλία, κάτι φοίνικες, μια – δυο παρατημένες γειτονιές). Ειλικρινά, έχεις καταλάβει πως θα τελειώσει τούτο το φιλμ από το πρώτο μόλις πλάνο (ειδικά αν έχεις δει το «Υπόθεση Καρλίτο»). Όπου πρωτοκλασάτος επαγγελματίας δολοφόνος στρέφεται ενάντια στους εργοδότες του για να προστατέψει ένα νεαρό κορίτσι από τις συμπληγάδες του sex trafficking. Ίσα που στέκει σαν βιντεοκασσέτα των 80s. Αλλά είπαμε: Business is business (να σημειώσουμε εδώ πως δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή για το «The Enforcer»).