Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ο συναγερμός από την Παγκόσμια Τράπεζα πέρασε σχεδόν απαρατήρητος: Ο κόσμος κατευθύνεται πολύ γρήγορα προς τον στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή το διεστραμμένο μείγμα πληθωρισμού και οικονομικής στασιμότητας.
Κινείται προς την άβυσσο δηλαδή με εντυπωσιακή ταχύτητα, που είχε να παρατηρηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1970:
Θα είναι επαρκές το φάρμακο της ισχυρής αύξησης των επιτοκίων της Fed, αλλά και της ΕΚΤ για να αναχαιτίσει αυτό το επικίνδυνο φαινόμενο; Αν πιστέψουμε την Παγκόσμια Τράπεζα, «το φάρμακο θα μπορούσε να σκοτώσει τον ασθενή». Ίσως όχι τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως λένε οι οικονομολόγοι, γιατί η άνοδος των ποσοστών του πληθωρισμός παρουσιάζει μικρότερη «παράπλευρη απώλεια», επειδή η χώρα μπορεί να βασιστεί στην ενεργειακή ανεξαρτησία και την αδιαμφισβήτητη τεχνολογική ηγετική της θέση. Η βενζίνη, το πραγματικό κριτήριο για την εκτίμηση του πληθωρισμού από τις αμερικανικές οικογένειες, έχει πέσει κάτω από το όριο των 4 δολαρίων το γαλόνι.
Αυτό ίσως επιτρέψει στην κυβέρνηση Μπάιντεν να επιχειρήσει μια εκλογική ενδυνάμωση ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου για την ανανέωση του Κογκρέσου. Αν και σύμφωνα με τους εκλογολόγους, δεν θα εύκολο για τους Δημοκρατικούς να συνεχίσουν την ηγεμονία τους και στα δύο σώματα του Κογκρέσου.
Στην Ευρώπη όμως τα πράγματα είναι δύσκολα, αν όχι επικίνδυνα. Όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν την ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ-γεγονός που ενισχύει την επίδραση της αύξησης των πρώτων υλών στον πληθωρισμό, με πρωταγωνιστή την ενέργεια.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα -έστω και απρόθυμα-αποχαιρετά πλέον τα χαμηλά επιτόκια για να περιορίσει τις επιπτώσεις από την ανατίμηση του δολαρίου που, ανάμεσα στα άλλα, προκαλεί εκροές δεκάδων δισεκατομμυρίων σε κεφάλαια από την Ευρωζώνη. Υπό την πίεση της σύγκρουσης στην Ουκρανία και της αντιπαράθεσης με την Κίνα, το δολάριο, υποστηριζόμενο από υψηλά επιτόκια, επιβεβαιώνει την αδιαμφισβήτητη ηγεσία του. Το αμερικανικό νόμισμα χρησιμοποιείται στο 40% του παγκόσμιου εμπορίου, ή τέσσερις φορές το βάρος της οικονομίας των ΗΠΑ. Το ειδικό βάρος του δολαρίου στα αποθεματικά των διαφόρων κεντρικών τραπεζών είναι 59%, από 71% το 1999, αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από το ευρώ (20%), γιεν (10%), τη λίρα (5%) και το κινεζικό γουάν (2,9%).
Η πολιτική της ΕΚΤ δεν μπορεί φυσικά να αντιμετωπίσει αυτό το γεγονός, αλλά την ίδια ώρα επιφέρει πολλά προβλήματα στα δημόσια οικονομικά των χωρών μελών: τα «δημοσιονομικά κενά» στον προϋπολογισμό θα αυξηθούν επικίνδυνα: είτε για να ανακουφιστούν τα νοικοκυριά είτε για να σωθούν οι επιχειρήσεις -τα θύματα δηλαδή του πολέμου του φυσικού αερίου.
Τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν καθημερινά και φαίνεται πλέον ότι η Ευρώπη είναι απίθανο να επιστρέψει. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου το διεθνές κλίμα βοηθάει την κυβέρνηση Μπάιντεν, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν αποκλείεται να πληρώσουν πολιτικά, πολύ ακριβά, τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το πρώτο καμπανάκι ακούστηκε στη Σουηδία, όπου η Ακροδεξιά αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη στις εκλογές και θα παίξει ρόλο στη νέα κυβέρνηση της χώρας. Ανάλογα, ανησυχητικά μηνύματα έρχονται και από την Ιταλία ενόψει των εκλογών της 25ης Σεπτεμβρίου. Η νοσταλγός του Μουσολίνι Τζόρτζια Μελόνι, αν δεν γίνει πρωθυπουργός, σίγουρα θα καταλάβει περίοπτη θέση στην νέα κυβέρνηση, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Αλλά ποιος ενοχλείται; Οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν φορέσει το «αμερικανικό» κράνος τους και βαδίζουν ως υπνοβάτες προς το άγνωστο…