Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
«Ο υπέρτατος στόχος μου σ’ αυτόν τον αγώνα είναι να σώσω την Ένωση, και δεν είναι ούτε να σώσω ούτε να καταργήσω τη δουλεία. Εάν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να απελευθερώσω ούτε έναν δούλο, θα το έκανα, και εάν μπορούσα να τη σώσω με το να απελευθερώσω όλους τους δούλους, θα το έκανα.
Και εάν μπορούσα να τη σώσω με το να απελευθερώσω μερικούς και να αφήσω άλλους στην κατάσταση που είναι, εγώ επίσης θα το έκανα. Ό,τι κάνω για τη δουλεία, το κάνω επειδή πιστεύω ότι αυτό βοηθά να σώσω την Ένωση. Και ό,τι αποφεύγω, το αποφεύγω, γιατί δεν πιστεύω ότι αυτό θα βοηθούσε να σώσω την Ένωση».
Πέρα από τον λόγο, με τις αντιθέσεις, τα ομοιοτέλευτα και τις ισοζυγιασμένες υποθέσεις, αυτό που εντυπωσιάζει στην περίφημη επιστολή του Αβραάμ Λίνκολν στην εφημερίδα «New York Tribune» της 22ας Αυγούστου 1862 είναι η στέρεα λογική και η επιμονή στον στόχο της ενότητας.
Ακούμε τόσο καιρό τους Ευρωπαίους πολιτικούς να σώζουν την Ένωση από άλλη μία κρίση. Ενεργειακή, που δεν ήταν ούτε ξαφνική, ούτε συνδέεται μόνο με τη ρωσική εισβολή. Το αποτέλεσμα για τους καταναλωτές; Άγχος και περικοπές. Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας.
Ακούμε τόσο καιρό τους Ευρωπαίους να ξεδιπλώνουν σχέδια για τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας, ωσάν να είναι αυτός ο υπέρτατος στόχος. Καλή η επάρκεια, αλλά αυτό που απειλεί τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της Ένωσης είναι η τιμή. Η τιμολόγηση του ρεύματος είναι προβληματική. Η τιμολόγηση γίνεται με βάση την υψηλότερη τιμή παραγωγής.
Τι δουλειά είν’ αυτή και γιατί αποφεύγουν να ανασχεδιαστεί η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, που με αντιοικονομικούς όρους λειτουργεί;
Μπορούν να πουν πως «ό,τι αποφεύγουν, το αποφεύγουν, γιατί δεν θα βοηθούσε»;