Το σκληρό noir που γύρισε ο Φρίτς Λανγκ το 1937 ενδεχομένως να «χάθηκε» στον κυκεώνα νέων ταινιών και επανεκδόσεων της εβδομάδας. Και είναι κρίμα.
Από τον Άκη Καπράνο
Την πρώτη φορά που ο Έντι βρέθηκε στη φυλακή ήταν μικρό παιδί, καθώς οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο για τη βίαιη επίθεση εις βάρος ενός συνομήλικου του αγοριού. Προς υπεράσπιση του Έντι, ο μικρός βασάνιζε ένα μικρό ζωάκι, κάτι που ο Έντι δεν μπορούσε να ανεχτεί. Τα ζώα όμως δεν εκπροσωπούνταν ακόμα στα δικαστήρια (τουλάχιστον τα τετράποδα), και έτσι ο Έντι βρέθηκε να μεγαλώνει στις φυλακές.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Έντι βγήκε, και ξαναμπήκε. Μία, δυο, τρεις φορές. Ετοιμάζεται να αποφυλακιστεί όταν ο διευθυντής των φυλακών τον ενημερώνει: Η τέταρτη φορά θα είναι και η τελευταία (τέταρτη καταδίκη για έγκλημα στις ΗΠΑ του μεγάλου κραχ ισοδυναμούσε με ισόβια κάθειρξη).
Η Τζόαν είναι νέα, όμορφη, καλόκαρδη, και τρελά ερωτευμένη με τον Έντι. Εργάζεται στη γραμματεία του δημόσιου συνηγόρου Στίβεν και περιμένει τη μέρα της αποφυλάκισης του αγαπημένου της. Παντρεύονται, αλλά το στίγμα του εγκληματία τον ακολουθάει παντού. Στο τέλος, η κοινωνία είναι αυτή που θα μετατρέψει τον Έντι σε έναν ακόμα χειρότερο εγκληματία – με τη Τζόαν, πλέον, στο πλευρό του.
Το «Έχω δικαίωμα να ζήσω» ήταν μόλις η δεύτερη ταινία που ο Φριτς Λανγκ γύριζε σε αμερικάνικο έδαφος. Το δε ζευγάρι, δείχνει εμπνευσμένο σεναριακά από ένα φημισμένο «φονικό ζεύγος» της εποχής, όμως τελικά η ταινία του Λανγκ, γυρισμένη το 1937, δείχνει πιο ισχυρά σημαίνουσα σήμερα, απ’ ότι ο Άρθουρ Πεν με το «Μπόνι & Κλάιντ» (ναι, αυτούς εννοούσα), που γυρίστηκε ακριβώς τριάντα χρόνια αργότερα. Δεν είναι να απορεί κανείς: Για τον Άρθουρ Πεν, το έγκλημα είναι ένα ζήτημα κοινωνικό, για τον Φριτς Λανγκ, ηθικό.
«Ωραίος κόσμος» ακούγεται κάποια στιγμή να λέει ο μάγειρας της φυλακής: «Σκοτώνουμε το κοτόπουλο για να ταΐσουμε τον καταδικασμένο, ο καταδικασμένος τρώει το κοτόπουλο, και μετά τον σκοτώνουμε κι αυτόν». Σ’ αυτό τον κατάμαυρο κόσμο, όπου η μοίρα έχει πάρει τις δικές τις αποφάσεις, ο Λανγκ στήνει ένα συγκλονιστικό noir που γειτνιάζει με τα όρια της αρχαίας τραγωδίας: Πρόκειται, επί της ουσίας, για μια υπαρξιακή οδύσσεια, με τον ήρωα, τον «εγκληματία» Έντι να ξεκινά το ταξίδι του, αρχικά υποκύπτοντας στις σκληρές, βίαιες δυνάμεις της κοινωνίας που τον «έθρεψε» και σταδιακά καταλήγοντας στη μάταια απόφασή του να τις πολεμήσει.
Καθώς το ταξίδι του Έντι και της Τζόαν φτάνει στο τέλος του, μια φωνή «θεϊκής παρέμβασης» ακούγεται στο soundtrack: «Είσαι ελεύθερος… οι πύλες είναι ανοιχτές». Ποιος είναι ο εντέλει ο Έντι; Γιατί ταυτιζόμαστε τόσο πολύ με τον μάταιο αγώνα του; Από τι προσπαθούμε εμείς οι ίδιοι να ξεφύγουμε; Από την κοινωνική μας τάξη; Από την παρηκμασμένη ανθρωπότητα; Από την αδυναμία μας να αγαπήσουμε; Μην περιμένετε εύκολες απαντήσεις. Αυτή εδώ δεν είναι μια τέτοια, «εύκολη» ταινία. Και το σημάδι που ενδεχομένως θα αφήσει μέσα σας, θα έχει βαθύ αποτύπωμα.