Από τον Άκη Καπράνο
Η συντριπτική ήττα της Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε πολλούς από τους εκλεκτούς του Εθνικοσοσιαλισμού να αναζητούν καταφύγιο. Αγαπημένος προορισμός όλων ήταν η Αργεντινή και η Βραζιλία, δύο χώρες που ήταν δικτατορίες εκείνη την εποχή, καθώς και εύκολα προσβάσιμες μέσω του Βατικανού (πολλοί ιερείς είχαν ιδιαίτερη συμπάθεια στο ναζιστικό καθεστώς) αλλά και της Ισπανίας του Φράνκο.
Την οποία όμως, κάποιοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν. Και γιατί να το κάνουν; Γνωρίζουμε πια πως το καθεστώς του Φράνκο προστάτευσε τους Ναζί. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 μπορούσε κανείς να τους συναντήσει στους δρόμους της Μαδρίτης, σε φημισμένα εστιατόρια, αριστοκρατικά μπαρ και σε πλατείες, πάμπλουτοι καθώς ήταν, σε μια χώρα κατεστραμμένη από τον Εμφύλιο Πόλεμο όπου το κόστος της ζωής ήταν ιδιαιτέρως χαμηλό. Άλλωστε, η παρουσία των οπαδών του Τρίτου Ράιχ στην περιοχή υφίστατο και πριν από τον Πόλεμο.
Όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, κανένα «δώρο» δεν χαρίζεται. Ένα μικρό παράδειγμα: Η κυβέρνηση του Φράνκο επέτρεψε στους Γερμανούς ελεύθερη πρόσβαση στα ορυχεία της χώρας απ’ όπου εξορύξαν τεράστιες ποσότητες βολφραμίου, μέταλλο σπάνιο και στρατηγικής σημασίας για τον αντιαρματικό οπλοστάσιο των Ες-Ες. Ως αντάλλαγμα, η κυβέρνηση έλαβε 87.422 κιλά χρυσού. Οι πλάκες που έφτασαν στην Ισπανία, ήταν χαραγμένες με τη ναζιστική σβάστικα. Μεγάλο μέρος του χρυσού εξαφανίστηκε. Το που κατέληξε παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα.
Πάντως τα χρόνια περνούσαν και το κλίμα έδειχνε να μην τους σηκώνει ακόμα και στη Μαδρίτη του Φράνκο. Έπρεπε κάπου να εγκατασταθούν. Και στη μαγευτική Ανδαλουσία βρήκαν μια παραθαλάσσια όαση με υπέροχο κλίμα. Βοηθούσε βέβαια και η γεωγραφική της θέση καθώς η Αφρικανική Ήπειρος ήταν κοντά, σε περίπτωση που το σχέδιο δεν «έβγαινε» μέχρι το τέλος και χρειαζόταν να αποδράσουν. Θα περίμενε κανείς πως αυτή η στιγμή θα ερχόταν με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1975. Κι όμως, δεν χρειάστηκε: Εγκατεστημένοι σε πανίσχυρες μικροκοινότητες οι άνθρωποι αυτοί έζησαν τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής τους μέχρι το τέλος, αφήνοντας πίσω «αζήτητες» κληρονομιές εκατομμυρίων. Κανείς ποτέ δεν τους άγγιξε.
Διόλου τυχαία, η ταινία «Ο αντικαταστάτης» διαδραματίζεται στην Ισπανία του 1982, έτος κομβικής σημασίας για τη χώρα καθώς συνέπεσε με το 12ο Παγκόσμιο Κύπελλο, την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, και την εκλογική νίκη του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αυτήν ακριβώς τη χρονιά λοιπόν, ένας νεαρός αστυνομικός με το παρατσούκλι «Κολόμπο» (η ατημέλητη εικόνα του θυμίζει αυτή του Πίτερ Φολκ στην ομώνυμη σειρά) παίρνει μετάθεση σε παραθαλάσσια πόλη, όμως αντί για την ηρεμία που προσδοκά αυτός και η οικογένεια του, βρίσκεται μπλεγμένος στη διερεύνηση των περίεργων συνθηκών της δολοφονίας του προκατόχου του. Η έρευνα θα τον οδηγήσει… καταλάβατε που.
Με την πρώτη σεκάνς να λαμβάνει χώρα στο «σήμερα» (ό,τι ακολουθεί είναι, επί της ουσίας, ένα flash-back μιάμισης ώρας), ο Οσκάρ Αϊμπάρ αλλάζει γρήγορα τους χρωματικούς τόνους για να οδηγηθούμε στην Ισπανία του ’82, «καμένη» από το φως του ήλιου, με τα έντονα γαλάζια της αρχής να έχουν αντικατασταθεί από πρασινωπές αποχρώσεις όπου κάθε καρέ δείχνει να ασφυκτιά από τη ζέστη και την υγρασία. Υπάρχει ένα επιπρόσθετο «βάρος» στα πάντα. Σύντομα συνηθίζεις και αποδέχεσαι αυτή την «καθημερινότητα», ακριβώς όπως και ο Κολόμπο, μόνο που αυτή είναι κι η παγίδα που μας έχει στημένη ο Αϊμπάρ.
Γιατί ο τρόμος εδώ δεν προκύπτει από τα φρικτά φονικά, ούτε καν από την «τερατόμορφη» εικόνα των Nazi villains που έχει κατά καιρούς αποτυπωθεί στον κινηματογράφο. Η «καθημερινότητα» είναι αυτή που τον αναδεικνύει. Δεν έχει να κάνει με τα εγκλήματα τους, με τους θαλάμους αερίων και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε με τα σαδιστικά τους πειράματα σε αμέτρητα αθώα κορμιά. Αλλά με την κοινοτυπία της ύπαρξης τους σε ένα σύμπαν που είναι αποφασισμένο να παραμείνει στάσιμο – ή έστω να κινείται νωχελικά, στους ρυθμούς που οι ίδιοι υπαγορεύουν, εγκαθιδρύοντας δηλαδή μια νομοτέλεια που τραβά μέχρι σήμερα: Τα πιο ισχυρά νεοναζιστικά ρεύματα της Ισπανίας βρίσκονται εκεί.
Και για να αναδείξει αυτήν ακριβώς την «μπαναλιτέ του Κακού», για να μιλήσουμε με τους όρους της Χάνα Άρεντ, ο Αϊμπάρ επενδύει σε μια εξονυχιστική ανασύσταση της εποχής. Οδηγούμαστε δηλαδή σε ένα κινηματογραφικό πεδίο όπου συνυπάρχει το «βάρος» της καθημερινότητας με την – δια της αισθητικής τελειότητας – νοσταλγία. Και είναι μια επιλογή που δικαιώνει αρχικά τους συντελεστές αυτού του θρίλερ. Και λέω «αρχικά», καθώς υπάρχουν μικρές σεναριακές στραβοτιμωνιές, απ’ αυτές που μας ενοχλούν. Ξέρετε, μεγάλες συμπτώσεις και πολλά μικρά κλισέ μαζί.
Εντέλει όμως, ο «Αντικαταστάτης» θέλει να αρθρώσει πέντε πράγματα, και το κάνει, ενίοτε αδιαφορώντας για το αν ο μύθος του γίνεται σχηματικός (άνετα θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς για κάτι τέτοιο, όσο πλησιάζουμε προς το φινάλε). Σαν κριτικός μπορεί να έχω κάποιες επιμέρους αντιρρήσεις. Σαν Άκης όμως, εκτιμώ αυτή τη συνέπεια. Γιατί ακόμα και αυτή η τελευταία σκηνή, που μοιάζει να αποδυναμώνει ενεργειακά την ίντριγκα, έρχεται να ολοκληρώσει τον κύκλο της ιστορικής μνήμης – που μοιάζει να είναι ο λόγος για τον οποίο γυρίστηκε η ταινία εξ’ αρχής.