Από τον Άκη Καπράνο
Μέσα στη λαίλαπα του covid, τα θερινά σινεμά – η μοναδική εθνική ιδιαιτερότητα που απολαμβάνουμε εξίσου όλοι οι Έλληνες ανεξαρτήτως πεποιθήσεων – μετατράπηκαν σε ένα κάποιου είδους ανάχωμα για το ταλαιπωρημένο κοινό που, μετά τα lock-down και την περιρρέουσα απελπισία, μπορούσε να απολαύσει μια συνήθεια από «τα παλιά» (μοιάζουν να πέρασαν δεκαετίες, κι όμως είναι δυόμιση χρονάκια) σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
Οι συνήθειες του κόσμου άλλαξαν: Το ελληνικό σινεμά ξαναμπήκε στις προτιμήσεις του. Η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» έγινε η πιο πετυχημένη ταινία του Οικονομίδη, με εισιτήρια που έφτασαν τα 40.000, το «Digger», το «Πρόστιμο» και, φέτος, τα «Μαγνητικά πεδία» κέρδισαν έναν κόσμο που ενδεχομένως δε θα προσέλκυαν σε χειμωνιάτικες συνθήκες, ακόμα και πριν τον covid – εν αντιθέσει με την «Αγία Έμυ» και το «Σελήνη, 66 ερωτήσεις», ταινίες αξιόλογες που δοκίμασαν την τύχη τους το χειμώνα με απογοητευτικά αποτελέσματα. Τα εισιτήρια επίσης απέδειξαν πως ελαχίστως απασχολεί το κοινό αν μια καλή ταινία έχει διαρρεύσει στα τορεντάδικα: Το «Another round» και ο «Πατέρας» έσκισαν στη θερινή τους γύρα.
Αντιθέτως, η αγωνία των διανομέων να προλάβουν το πειρατικό «leak-άρισμα» δεν έδειξε να βοηθά την πορεία δύσκολων ταινιών (τρανταχτό παράδειγμα η πορεία του υπέροχου «After Blue» του Μπερτράν Μαντικό που δεν άντεξε ούτε δεύτερη εβδομάδα). Σε σχέση με τα ελληνικά φιλμ, το φαινόμενο μαρτυρά μια αντιστροφή: Η ταινία πιθανότατα και να τα πήγαινε πολύ καλύτερα σε μια χειμερινή αίθουσα. Μέσα λοιπόν σε αυτό το πολύ παράξενο και ανά περιόδους, εχθρικό κλίμα (το καλοκαιρινό ΦΕΚ που θέλει τα θερινά να κλείνουν στη μία και τέταρτο, ενώ πλέον οι ταινίες ξεπερνούν τις δυο ώρες σε διάρκεια, μαρτυρά μηδενική σχέση με την πραγματικότητα), τα θερινά που έδειξαν να κερδίζουν την προτίμηση του κοινού ήταν εκείνα που έκαναν τον δικό τους, ξεχωριστό προγραμματισμό, συλλογιζόμενα και τις ανάγκες της περιοχής τους. Κάποια μάλιστα διοργάνωσαν και τις δικές τους προβολές, παρουσιάζοντας ταινίες έξω από το λεγόμενο κύκλωμα διανομής, με μεγάλη επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, το φαινόμενο των οκτώ, ακόμα και εννέα «εξόδων» την εβδομάδα πρωταγωνίστησε και φέτος.
«Ανατολικά της Εδέμ» του Ελία Καζάν
Κλασσικά εικονογραφημένα Την εβδομάδα που μας πέρασε, τρεις επανεκδόσεις και έξι (!) νέες ταινίες βγήκαν στην αγορά. Στις πρώτες, νικητής βγήκε ο Τζέιμς Ντιν με την αριστουργηματική μεταφορά του «Ανατολικά της Εδέμ» από τον Ηλία Καζάν. Απολύτως κατανοητό το γιατί και σήμερα: Ο Ντιν, όπως και ο Μπράντο, αντιπροσώπευσε μια ανυπολόγιστη αντίδραση ενάντια στη μεταπολεμική μανία για ασφάλεια, γι΄αυτό και οι μαμάδες τους έτρεμαν. Ο Καζάν, που «μυριζόταν» αμέσως ένα ίνδαλμα (τρομερό χάρισμα!) σκηνοθέτησε το ογκώδες έργο του Στάινμπεκ αφοσιωμένος στο δεύτερο μέρος του, με τον Ντιν στο ρόλο του δύστροπου και διαρκώς συγχυσμένου Καλ που φθονεί την ιδιαίτερη προτίμηση που δείχνει ο πατέρας του προς τον αδελφό του, στήνοντας παράλληλα μια φιλμική γραφή που έπαιζε πότε με τις συμβάσεις του κινηματογράφου και πότε με αυτές του θεάτρου – ήταν νομίζω και η πρώτη του ταινία γυρισμένη σε σινεμασκόπ, και το μακρύ κάδρο του μοιάζει, ανά φάσεις, με μια μεγάλη σκηνή. Μου φαίνεται πάντως λίγο ακραίο να χαρακτηρίζει κανείς τη γραφή του «ακαδημαϊκή», ακόμα και σήμερα: Η σκηνή όπου ο Τζέιμς Ντιν πηγαινοέρχεται ελαφρά, καθισμένος σε μια κούνια, με την κάμερα να ακολουθεί τις παλινδρομήσεις του, δημιουργεί μια παράξενη αγωνία και, ταυτόχρονα, σου υπενθυμίζει πως πίσω από την κάμερα βρίσκεται ένας μάστορας ικανός για τα πάντα, ακόμα και για την πρωτοπορία.
Ο δε «Δολοφόνος για γέλια» του Τσάρλς Κράιτον (ναι, ο ίδιος που σκηνοθέτησε σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το «Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα») διαθέτει έναν εκρηκτικό Πίτερ Σέλερς στον πρώτο ρόλο και μπορεί αφηγηματικά η ταινία να «δείχνει» τα χρόνια της, παρ’ όλα αυτά απογειώνεται στο τελευταίο της μέρος και, όσο να’ναι, δείχνει ιδανική για θερινή προβολή. Εδώ, ένας λογιστάκος, προκειμένου να διασώσει μια παραδοσιακή υφαντουργία από την μανία της μνηστής του νέου ιδιοκτήτη να την εκσυγχρονίσει, αποφασίζει να την δολοφονήσει. Μεταξύ μας, μπορεί η ταινία να λέγεται «Battle of the sexes», το ζήτημα εδώ όμως δεν αφορά τα δυο φύλα αλλά την βιομηχανοποίηση των πάντων, με γνώμονα πάντα το «μυωπικό» συμφέρον των εταιριών, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται από τον υπολογισμό κόστους-οφέλους όπου όμως δεν υπολογίζονται ποτέ οι έμμεσες ή και καταστροφικές ακόμα επιπτώσεις της. Αυτό την καθιστά μάλλον επίκαιρη.
Από την άλλη, ο προγραμματισμός του «Μουσικού δωματίου» του Σατιατζίτ Ρέι προκαλεί ένα μικρό μούδιασμα, ίσως επειδή ταινίες σαν κι αυτή, μοιάζουν να απευθύνονται σε ένα κοινό που προτιμά να απολαμβάνει το σινεμά του το χειμώνα – αλλά θα μου πείτε, ποιον χειμώνα; Κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει αυτόν τον Σεπτέμβριο. Η υπέροχη ταινία του Ρέι πάντως, καταγράφει τη σταδιακή πτώση της αριστοκρατικής τάξης μέσα από την ιστορία ενός γαιοκτήμονα που αναπολεί τις αλλοτινές εποχές και τη λαμπρότητα μιας ζωής αφιερωμένης στο πάθος του, τη μουσική και το χορό, καθώς και τις συναυλίες που οργάνωνε στο σαλόνι μουσικής της κατοικίας του. Χολωμένος από έναν επηρμένο γείτονα που έχει παρόμοιες φιλοδοξίες, ξανανοίγει το σαλόνι του και, χωρίς να υπολογίσει έξοδα, διοργανώνει ένα τελευταίο ρεσιτάλ. Και ο Ρέι, μέσα από την πανανθρώπινη γραφή του (ένα μείγμα νεορεαλισμού και λαϊκών παραβολών), αποχαιρετά την «αριστοκρατία του αίματος». «OSS 17: Από την Αφρική με αγάπη»
Νέο αίμα / δοκιμασμένες συνταγές Για τις νέες ταινίες τώρα, ειλικρινά νομίζω πως διασκέδασα περισσότερο με το «OSS 17: Από την Αφρική με αγάπη», όπου ο Ζαν Ντιζαρντέν ενσαρκώνει την γαλλική απάντηση στον 007, μόνο που τώρα είναι «περισσότερο» 007 από τον αυθεντικό: Παραμένει δηλαδή απολαυστικά πολυγαμικός και καπνιστής, με αέρα φαντασμένου αποικιοκράτη (και μάλιστα, στην Αφρική!), σε βαθμό συχνά εξοργιστικό για τους εχθρούς ή ακόμα και τους φίλους του. Η δράση τοποθετείται στο 1981, όμως η παραγωγή χρησιμοποιεί αυτή τη σύμβαση της πλοκής για να πατήσει ένα – ένα τα κουμπάκια των τωρινών προστατών της ηθικής μας, απολαμβάνοντας σχεδόν χαιρέκακα το trigg-άρισμα τους.
Βέβαια, το κλίμα είναι πια εύφορο: Πριν δέκα χρόνια δύσκολα θα έβλεπε το πράσινο φως μια τέτοια ταινία που, ειλικρινά, θυμίζει πολύ τις αντίστοιχες κωμικές περιπέτειες που γύρισε ο Ζαν Πολ Μπελμοντό τη δεκαετία του ‘80. Θα μου πείτε, είναι και Γάλλοι αυτοί – αποτελεί όμως γεγονός πως το κοινό έχει κουραστεί. Πόσο στοίχημα βάζετε πως ο επόμενος Μποντ θα επιστρέψει στο παλιό, δοκιμασμένο μοντέλο;
Μένοντας στη Γαλλία πάντως, χίλιες φορές ο OSS17 από τον «Άιφελ», την πρόταση της Γαλλίας για ένα εθνικό blockbuster και ναι, αφορά στη ζωή του κατασκευαστή του διάσημου πύργου, ενίοτε κοπιάροντας απευθείας πλάνα από τον «Τιτανικό» του Τζέιμς Κάμερον, για να μας διαβεβαιώσει για τις φιλοδοξίες του. Πολλά λεφτά έχουν πέσει, και είναι φανερό, τι θα μπορούσε όμως να γίνει με αυτή την ιστορία ούτως ώστε να προκύψει ένα θέαμα παγκόσμιας εμβέλειας; Η ακαδημαϊκή, τετριμμένη σκηνοθετική γραμμή δεν βοηθά. Η «σινεφίλ» πρόταση έρχεται με την «Αμίρα» του Αιγύπτιου Μοχάμεντ Ντιάμπ και είναι όντως μια σοβαρή ταινία, βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία, αυτή μιας 17χρονης Παλαιστίνιας που ήρθε στον κόσμο χάρη στο σπέρμα που είχε φυγαδεύσει ο φυλακισμένος πατέρας της από το κελί του εγκλεισμού του.
Η αγάπη και η στοργή των ανθρώπων του περιβάλλοντός τους την αποζημιώνουν μέχρι που αποκαλύπτεται πως, στην πραγματικότητα, είναι η κόρη ενός Ισραηλινού φρουρού. Ξαφνικά, κουβαλά μέσα της το αίμα του «εχθρού». Ακόμα και οι φίλες της στο σχολείο αλλάζουν συμπεριφορά – μέσα σε μια νύχτα. Το κορίτσι κινδυνεύει, τόσο στην Παλαιστίνη όσο και στο Ισραήλ. Ο Ντιάμπ μας παίζει στα δάχτυλα: Από το πολιτικό σχόλιο, στο θρίλερ, και από’κει στο μελόδραμα, όλα τους εξόχως δουλεμένα και κινηματογραφημένα, δίχως στιγμή να παρεκκλίνει από τη καρδιά αυτής της ιστορίας. Βγαίνεις από την αίθουσα εξοργισμένος – αλλά αυτό είναι και το ζητούμενο. Με το τέλος του φιλμ, μπήκα ενθουσιασμένος στο imdb για να τσεκάρω τις αντιδράσεις του κόσμου και, έκπληκτος, είδα πως η ταινία έχει έναν πολύ χαμηλό μέσο όρο, παρά την έκδηλη ποιότητα της. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω πως όλα τα αρνητικά post προέρχονταν από παλαιστίνιους θεατές, εκφράζοντας (και επιβεβαιώνοντας) στα σχόλια όλη εκείνη τη μισαλλοδοξία που τόσο τους ενόχλησε στην κινηματογραφική της αναπαράσταση – και μάλιστα σε μια ταινία ανελέητα καυστική στην κριτική της απέναντι στο Ισραήλ. Παρεμπιπτόντως, ο Ντιάμπ ανήκει πλέον στο δυναμικό της Marvel. Το έχουμε πει, τα golden boys της εταιρίας κάνουν τρελό scouting στα μεγάλα κινηματογραφικά Φεστιβάλ, αναζητώντας μεγάλα ταλέντα.
Στο «Τελευταίο Καλοκαίρι», που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ των Καννών και βρίσκει τον Μάρτιν Σκορσέζε σε ρόλο executive producer, έχουμε πάλι μια νεαρή πρωταγωνίστρια στο επίκεντρο της δράσης, καθώς ο καταπιεστικός της πατέρας προσπαθεί να κλείσει μία συμφωνία που θα τους αλλάξει τη ζωή, με έναν παλιό, ζάμπλουτο φίλο του από τα παλιά. Η οικογένεια ζει σε ένα μικρό νησάκι της Κροατίας, και η νεαρή ηρωίδα προσπαθεί να ξεφύγει από την ηρεμία και την απομόνωση, επιζητώντας την παρέα του ισχυρού επισκέπτη, ο οποίος της προσφέρει μία γεύση ελευθερίας, μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο που θα οδηγήσει, βίαια, στην ενηλικίωση της.
Το πρωτογενές υλικό είναι από μόνο του δυνατό, και οι θέσεις της ταινίας πολύ ξεκάθαρες, ίσως υπερβολικά αν αναλογιστεί κανείς το περιβάλλον μέσα στο οποίο τοποθετείται η δράση: Στην πραγματικότητα κανείς από τους ήρωες εδώ δεν είναι πραγματικά «κακός» - όλα υπαγορεύονται από τις κοινωνικές και τις ταξικές τους αφετηρίες. Η πρωτοεμφανιζόμενη Αντονέτα Άλαματ Κουσιγιάνοβιτς παίρνει μεν το μέρος της ηρωίδας της, ξεχνά όμως να αρθρώσει αυτό το βαθιά πολιτικό πλέγμα που ορίζει εντέλει την ίδια και τις πράξεις της, χαντακώνοντας την ταινία με ένα απλοϊκό, «ανοιχτό» φινάλε. Το ερώτημα πάντως παραμένει: Αυτές τις ταινίες θέλει να δει σήμερα ο θεατής ενός θερινού κινηματογράφου;