Είναι γνωστό ότι τα χταπόδια αποτελούν ένα ον με εξαιρετικά ανεπτυγμένη και πολυσύνθετη νοημοσύνη με τους επιστήμονες να ανακαλύπτουν συνεχώς νέες άγνωστες και εντυπωσιακές πλευρές του υψηλού τους IQ. Ερευνητές στην Ιταλία διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι μοιράζονται με τα χταπόδια κάποια γονίδια που σχετίζονται με τη νοητική λειτουργία. Πιο συγκεκριμένα οι ερευνητές εντόπισαν κάποιες κοινές αλληλουχίες DNA.
Τα τρανσποζόνια είναι μη κωδικές επαναλαμβανόμενες αλληλουχίες DNA, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να μεταπηδούν σε νέες θέσεις στο DNA, μια ιδιότητά τους γνωστή ως μετάθεση. Για αυτό το τρανσποζόνια ονομάζονται «πηδηχτά γονίδια». Υπολογίζεται ότι το 45% του ανθρώπινου γονδιώματος αποτελείται από τρανσποζόνια.
Ανάμεσα στις αλληλουχίες των τρανσποζονίων υπάρχουν ορισμένες μακριές διάσπαρτες αλληλουχίες (Long Interspersed Nuclear Elements ή LINEs) και οι ερευνητές εντόπισαν γονίδια των LINEs τα οποία είναι κοινά στον εγκέφαλο ανθρώπων και χταποδιών. Οι ερευνητές εντόπισαν γονίδια LINEs που διαθέτει ο ανθρώπινος εγκέφαλος στον εγκέφαλο του κοινού χταποδιού (Octopus vulgaris) και ενός είδους χταποδιού (Octopus bimaculoides) που ζει στα νερά της Καλιφόρνια. Τα γονίδια αυτά σχετίζονται με την ικανότητα της μάθησης, την μνήμη και άλλες γνωστικές ικανότητες.
«Ο εγκέφαλος του χταποδιού λειτουργεί σε μεγάλο ποσοστό με τρόπο ανάλογο με αυτόν του εγκεφάλου των θηλαστικών. Η ανακάλυψη των γονιδίων LINEs στα χταπόδια θα μας βοηθήσει εκτός των άλλων να κατανοήσουμε καλύτερα την εξέλιξη της νοημοσύνης» αναφέρει ο Γκρατσιάνο Φιορίτο, διευθυντής του Τμήματος Βιολογίας και Εξέλιξης Θαλάσσιων Οργανισμών του ερευνητικού ινστιτούτου Stazione Zoologica Anton Dohrn στη Νάπολη.
«Αυτή η ομοιότητα στον πεδίο των γνωστικών ικανοτήτων ανάμεσα στον άνθρωπο και τα χταπόδια μπορεί να εξηγηθεί ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα συγκλίνουσας βιολογίας, ένα φαινόμενο όπου δύο γονιδιακά διαφορετικά είδη αναπτύσσουν ανεξάρτητα την ίδια μοριακή διεργασία για να καλύψουν παρόμοιες ανάγκες» αναφέρουν ο Τζιουζέπε Πετρόσιμο του Stazione Zoologica Anton Dohm και ο Στεφανόλ Γκούστιντσιτς του Istituto Italiano di Tecnologia. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Biology».