H πήλινη πλάκα που διασώζει 13 στίχους της Οδύσσειας (ομιλία του Οδυσσέα στον Εύμαιο) εκτέθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας.
Πρόκειται για πρόσφατο εύρημα, που προέρχεται από το ρωμαϊκό νεκροταφείο στο Φραγκονήσι, σε απόσταση 1,5 χλμ. ανατολικά της Ολυμπίας, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί σε β΄ χρήση ως οικοδομικό υλικό σε ταφικό μνημείο του 3ου αι. μ.Χ.
Βρέθηκε το 2018 και θεωρήθηκε ως μια από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις εκείνης της χρονιάς παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, η επιγραφή αποτελεί το παλαιότερο σωζόμενο απόσπασμα των συγκεκριμένων στίχων και συγχρόνως πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα κείμενα των ομηρικών επών από τον ελληνικό χώρο (πλην οστράκων ή αγγείων με στίχους από τα Ομηρικά Έπη).
Τα παραπάνω αναδεικνύουν την μεγάλη σημασία του ευρήματος, αλλά και την μοναδικότητά του ως αρχαιολογικό, επιγραφικό, φιλολογικό και ιστορικό τεκμήριο.
Οι στίχοι της Οδύσσειας του Ομήρου στην πήλινη πλάκα Ραφωδία Ξ, στίχοι 01-13 (μτφ Καζαντζάκη-Κακριδή)
Κι εκείνος, το λιμάνι αφήνοντας, μέσ΄ απ΄ το λόγγο επήρε
τ΄ ορθό το μονοπάτι, που ΄βγαζε στο δάσο, εκεί που του ΄χε
δείξει η Αθηνά το θείο πως θα ΄βρισκε χοιροβοσκό, τι απ΄ όλους
τους δούλους του Οδυσσέα καλύτερα το βιος του αυτός γνοιαζόταν.
Μπρος στην καλύβα του τον πέτυχε καθούμενο, και γύρα
χτισμένον έβλεπες αυλότοιχο, στο ξέφαντο, μεγάλο,
ψηλό, πανέμορφο· σαν έφυγεν ο ρήγας του, τον είχεν
ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του σηκώσει για τους χοίρους,
χωρίς η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης να το ξέρουν,
από τις πέτρες που κουβάλησε· κι είχε ψηλά καρφώσει
αγριαχλαδιάς κλωνάρια, κι έξωθε πυκνά παλούκια μπήξει
ως πέρα από βαλανιδόκλαρα, τη φλούδα βγάζοντάς τους.
Και στην αυλή είχε μάντρες δώδεκα μια πλάι στην άλλη χτίσει
Ραφωδία Ξ, στίχοι 01-13 (μτφ Εφταλιώτης)
Κι απ΄ το λιμάνι πήρε αυτός βουνήσιο μονοπάτι
σε δάσια μέσα, που η θεά του το ΄χε πει πως ζούσε
ο πάγκαλος χοιροβοσκός που νοιάζουνταν το βιος του
πιότερο απ΄ όλους που ο τρανός Δυσσέας είχε δικούς του.
Τον βρήκε και καθότανε στα ξώθυρα μονάχος,
μπρος σε μεγάλο αυλόγυρο αψηλόστεκο κι ωραίο,
με δρόμο γύρω, που ίδιος του τον είχε εκεί φτιασμένο
για του ξενιτεμένου του του αφεντικού τους χοίρους,
δίχως να ξέρει η αφέντισσα κι ο γέρος ο Λαέρτης,
από βουνόπετρες συρτές, μ΄ αγριαπιδιές φραγμένο.
Κι απόξω ορθόστησε πολλά παλούκια πυκνωμένα
γύρω τριγύρω από ιδρυά καλά πελεκημένα·
και χοιρομάντρες δώδεκα μες στην αυλή είχε χτίσει
Ραφωδία Ξ, στίχοι 01-13 (πρωτότυπο)
Αὐτὰρ ὁ ἐκ λιμένος προσέβη τρηχεῖαν ἀταρπὸν
χῶρον ἀν' ὑλήεντα δι' ἄκριας, ᾗ οἱ Ἀθήνη
πέφραδε δῖον ὑφορβόν, ὅ οἱ βιότοιο μάλιστα
κήδετο οἰκήων, οὓς κτήσατο δῖος Ὀδυσσεύς.
τὸν δ' ἄρ' ἐνὶ προδόμῳ εὗρ' ἥμενον, ἔνθα οἱ αὐλὴ
ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,
καλή τε μεγάλη τε, περίδρομος· ἥν ῥα συβώτης
αὐτὸς δείμαθ' ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος,
ῥυτοῖσιν λάεσσι καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ.
σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα
καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας.
ἔντοσθεν δ' αὐλῆς συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει πλησίον ἀλλήλων, εὐνὰς συσίν· [email protected]