Του Άκη Καπράνου
Δεν ξέρω για το δικό σας, αλλά στα περισσότερα σπίτια προκύπτουν ολοένα και πιο εφευρετικοί τρόποι εκμετάλλευσης του χθεσινού φαγητού. Αν έχεις φτιάξει ρύζι, το βάζεις στην κατάψυξη για να το προσθέσεις σε αυτό που θα φτιάξεις την επόμενη φορά, αν έχει μείνει κοτόπουλο, φτιάχνεις μια ωραία πιτούλα, με τη δε γαλοπούλα των Χριστουγέννων, περνάει άνετα ένα τριήμερο – μέχρι να τη σιχαθείς κι αυτή και εσένα που την μαγείρεψες εξ’ αρχής.
Και μη σας παραξενεύει καθόλου που διαβάζετε μαγειρικές υποδείξεις σε μια κινηματογραφική κριτική: Με ξαναζεσταμένο, και δη ανακυκλώσιμο φαγητό γεμίζει τις αίθουσες (και τα ταμεία της) η χολιγουντιανή μηχανή, καθώς οι «φρέσκιες» και «πρωτότυπες» ιδέες εμφανίζονται μια φορά στα 20 χρόνια. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το πρώτο «Jurassic Park» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, βασισμένο σε μυθιστόρημα της μεγάλης «μηχανής» που ακούει στο όνομα Μάικλ Κράιτον, ένα μυθιστόρημα που δεν θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί στο σινεμά νωρίτερα από το 1993. Και αυτό γιατί ο Σπίλμπεργκ δεν θα μπορούσε να βασιστεί ολοκληρωτικά στα αναλογικά animatronics για να χτίσει ένα πειστικό σύμπαν δεινοσαύρων – η ILM ήταν αυτή που παρέδωσε σεμινάριο στο πεδίο δράσης της, με τα CGI να στέκονται μια χαρά (και να εντυπωσιάζουν) ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά.
Αυτή λοιπόν η «μαγιά» ανακυκλώνεται αδιάκοπα, σε δυο (!) τριλογίες ταινιών. Μάλιστα η δεύτερη τριλογία ολοκληρώνεται με τούτο εδώ το φιλμ που μάλλον, γνωρίζοντας πως δεν θα μπορούσε να σταθεί ανακυκλώνοντας αποκλειστικά δεινοσαυρικό υλικό, προχωρά και στην ανακύκλωση άλλων ταινιών: Η σκηνή καταδίωξης στη Μάλτα μοιάζει με χλιαρή βερσιόν μιας κάποιας αντίστοιχης σε περιπέτεια της σειράς του Τζέιμς Μποντ, η περσόνα του Κρις Πρατ παραπέμπει ολοένα και περισσότερο σε αυτή του Ιντιάνα Τζόουνς, οι τρεχάλες της Μπράις Ντάλας Χάουαρντ που πηδά με υπερηχητικές ταχύτητες από το ένα κτήριο στο άλλο (κάπως αστείες δεδομένων των κιλών που μάζεψε ανάμεσα στα δυο τελευταία φιλμ – το γέλιο προέκυψε αυθόρμητα οπότε να με συμπαθάτε που δε θα αυτολογοκριθώ) είναι κατευθείαν «αρπαγμένες» (και σε επίπεδο ντεκουπάζ ακόμα!) από τις αντίστοιχες του Ματ Ντέιμον στο «The Bourne Supremacy» και γενικώς, έχει βγει πολύ «θεαματικό» φαΐ από την κατάψυξη για να μη βαρεθεί ο κόσμος μέχρι να φτάσουμε στο αναμενόμενο μακελειό δεινοσαύρων.
Υπάρχουν και κάποιες μικρές ανάσες ψυχαγωγίας, ή μάλλον συγκαταβατικής οικειότητας, και αυτές προκύπτουν από την παρέα των πρώτων ταινιών: Οι Σαμ Νιλ, Λόρα Ντερν και Τζεφ Γκόλντμπλαμ μαζεύονται ξανά, λένε δυο ιστορίες από τα παλιά, συνεισφέρουν αποτελεσματικά στη δράση, ενώνονται μάλιστα και με τους «ήρωες» των τελευταίων τριών φιλμ, και πετάνε και μερικά καλαμπούρια που σε αποσπούν από την ανία σου. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης Κρις Τρόβεροου ξεπατικώνει κάποια πλάνα των πρώτων ταινιών του Σπίλμπεργκ χάριν κινηματογραφικής αναφοράς, μόνο που αυτό το κλείσιμο ματιού μόλις που καταφέρνει να κρατήσει ανοιχτά τα δικά μας μάτια καθώς δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορούμε να προβλέψουμε, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να μας εκπλήξει, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που δεν έχουμε φανταστεί.
Πλέον οι ταινίες της σειράς μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με επίσκεψη σε ζωολογικό κήπο: Μπαίνουμε μέσα για να χαζέψουμε τα εκθέματα, τα αιχμάλωτα ζωντανά (που παραμένουν κι εδώ «αιχμάλωτα» στις μεγάλες ή μικρές οθόνες μας), κάποια ενδεχομένως και να μας εντυπωσιάζουν περισσότερο από κάποια άλλα, και μετά αφήνουμε τις εγκαταστάσεις και back to life / back to reality. Εκτός κι αν σας ψήνει θεωρητικά αυτό το επιμύθιο περί συμφιλίωσης δεινοσαύρων και ανθρώπων σε μια μελλοντική κοινωνία, αυτό το κακοφτιαγμένο «τυράκι» δηλαδή που πετάνε εδώ οι σεναριογράφοι εν είδει κοινωνιολογικού ερείσματος που όμως είναι λίγο περίπτωση «να’χαμε να λέγαμε», κάτι δηλαδή που σκοπό έχει να απασχολήσει τους geeks της όλης φάσης, τους οποίους ελάχιστα απασχολεί η υπόθεση Σινεμά ούτως ή άλλως.
Κανένα πρόβλημα αν αυτό λειτουργεί για εσάς. Εγώ πάντως ψιλοβαρέθηκα.