The N Society
Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη,
υποψήφιου διδάκτορα Χρηματοοικονομικών στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς
ΚΑΤΑ το 2021, σχεδόν το 16% των Αμερικανών και το 10% των Ευρωπαίων ενήλικων πολιτών προέβησαν σε επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα. Από τις αρχές του 2022 μέχρι και σήμερα, ο συγκεκριμένος κλάδος επενδύσεων έχει απολέσει τη μισή του κεφαλαιουχική αξία, αφήνοντας την πλειονότητα των επενδυτών του με κάτι λιγότερο από τα μισά τους χρήματα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί έντονες ανησυχίες για το μέλλον των κρυπτονομισμάτων ως μέσου αποθήκευσης πλούτου ή συναλλαγών, ειδικότερα εάν αναλογιστεί κανείς παράλληλα την έλλειψη ύπαρξης θεμελιωδών στοιχείων που να δικαιολογούν την αξία τους (no collateral backing), την αυξανόμενη συμβολή τους σε σκάνδαλα και έκνομες ενέργειες, καθώς επίσης και την έντονη μεταβλητότητα των τιμών τους που τους προσδίδει περισσότερο χαρακτηριστικά αγαθού παρά συναλλάγματος.
ΑΞΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ είναι το γεγονός ότι εντός μόλις τριών μηνών (Νοέμβριος 2021 - Ιανουάριος 2022) το BITcoin (BTC) έπεσε από τα 68.000 δολάρια στα 38.000 δολάρια παρουσιάζοντας πέντε φορές υψηλότερη μεταβλητότητα από τον χρυσό και τέσσερις φορές υψηλότερη από την αντίστοιχη των αμερικανικών μετοχών. Αυτή η έντονη μεταβλητότητα των κρυπτονομισμάτων θέτει σοβαρά εμπόδια στην υιοθέτησή τους ως μέσου συναλλαγών ή αποθήκευσης πλούτου, καθώς είναι αδύνατο οι επιχειρήσεις να τιμολογήσουν τα προϊόντα τους ή να συντάξουν καταστάσεις βασιζόμενες πάνω σε ένα συνάλλαγμα με αυτά τα χαρακτηριστικά. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι είναι αποκεντρωμένα, καθιστά την άσκηση ελέγχου και πολιτικών κατά την προσπάθεια ομαλής λειτουργίας του οικονομικού συστήματος αδύναμες. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός (βάσει πρόσφατων ακαδημαϊκών ερευνών) ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τον όγκο συναλλαγών τους σχετίζεται με εγκληματικές δράσεις, αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες για τους οποίους αναμένεται να εισαχθούν ρυθμιστικές δικλίδες και κανονισμοί από τις κεντρικές τράπεζες με σκοπό τη χαλιναγώγηση και τον έλεγχό τους, στερώντας τους παράλληλα ίσως το βασικότερο πλεονέκτημά τους. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση τεχνολογιών blockchain σαφώς και προσδίδει αξία στο τραπεζικό σύστημα και ιδιαίτερα στο σύστημα πληρωμών. Θέμα χρόνου αποτελεί η σταδιακή περαιτέρω υιοθέτησή τους, όχι όμως απαραίτητα με τη χρήση των υπαρχόντων αποκεντρωμένων κρυπτονομισμάτων. Ένας ικανός αριθμός κεντρικών τραπεζών (Ιαπωνίας, Ευρώπης κ.ά.) έχει ήδη ξεκινήσει διαδικασίες για την εγκαθίδρυση και διανομή της ψηφιακής μορφής των νομισμάτων τους (ψηφιακό γιεν, ψηφιακό ευρώ κ.ά.). Τα νομίσματα αυτά θα τα προμηθεύονται οι καταναλωτές από τράπεζες του συστήματος με τη χρήση τεχνολογιών blockchain και θα έχουν τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να τα μετατρέπουν πίσω στην αρχική τους μορφή χωρίς να έχει μεταβληθεί η αξία τους. Η διαδικασία αυτή θα είναι πολύ απλή και παράλληλα δεν θα απαιτεί ούτε στο ελάχιστο την κατανάλωση ενέργειας που απαιτούν κρυπτονομίσματα όπως το BTC. Σε ένα περιβάλλον με τα βλέμματα ολοένα και περισσότερο στραμμένα στα κριτήρια ESG, δεδομένου ότι η εξόρυξη BTC καταλαμβάνει περίπου το 0,36% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας (ίση με τη συνολική κατανάλωση του Βελγίου), τίθενται ολοένα και περισσότερα ερωτήματα αναφορικά με τα πλεονεκτήματά του συγκριτικά με τα σημαντικά μειονεκτήματά του.
ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ των κρυπτονομισμάτων να είναι περίπου ίση σε μέγεθος με την αντίστοιχη των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου (1,3 τρισ. δολάρια) που προκάλεσαν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, πολλοί επενδυτές πλέον είναι ανήσυχοι και θεωρούν τη συγκεκριμένη κατηγορία επενδύσεων ναρκοπέδιο. Οι ανησυχίες αυτές εντείνονται αν αναλογιστεί κανείς ότι το τελευταίο διάστημα μεγάλα funds και διάσημοι επενδυτικοί οίκοι με το βλέμμα στραμμένο στην κερδοσκοπία έχουν αρχίσει σιγά σιγά επενδύσεις στον συγκεκριμένο κλάδο, κάτι το οποίο είχε γίνει και το 2008 αντίστοιχα οδηγώντας σε πλήθος χρεοκοπιών. Παρ’ όλα αυτά, μερικά από τα ήδη υπάρχοντα νομίσματα έχουν λόγο ύπαρξης και προσφέρουν όντως σημαντικό έργο. Κανείς δεν γνωρίζει όμως το εάν σε μια αγορά που ο ψυχολογικός παράγοντας (κερδοσκοπία, «fear of missing out») καταλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο στην αξιολόγηση ενός περιουσιακού στοιχείου, οι τιμές αυτές που βλέπουμε είναι αντιπροσωπευτικές ή απλώς μια φούσκα που έχει ήδη αρχίσει τη σταδιακή εκδήλωσή της.