Του Γρηγόρη Ρουμπάνη
Η θωράκιση της ελληνικής οικονομίας απέναντι στις διεθνείς πιέσεις και η διατήρηση μιας κάποιας αναπτυξιακής προοπτικής προσαρμοσμένης στα νέα σφιχτά δεδομένα των εξελίξεων στο «πολυπλόκαμο» ουκρανικό μέτωπο προβάλλουν επιτακτικά ενώπιον των πολιτικών δυνάμεων, καθώς δόθηκε το πρώτο προεκλογικό άρωμα από τον πρωθυπουργό.
Η άρση, από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, του μέτρου της «ρήτρας αναπροσαρμογής» στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο έφερε στο χείλος μιας νέας χρεοκοπίας νοικοκυριά και επιχειρήσεις, έχει σημάνει εκλογική ετοιμότητα στα επιτελεία όλων των κομμάτων. Καμία από όσες από τις κυβερνητικές επιλογές φάνταζαν μέχρι χτες αμετακίνητες δεν παραμένουν στον κατάλογο των «μη αναθεωρήσιμων» εξαγγελιών, καθώς μια νέα κρίση δεν προβάλλει απλώς απειλητική στα σύνορά μας αλλά τα έχει παραβιάσει κιόλας.
Ήδη στα διεθνή χρηματιστήρια, την αγορά ομολόγων και τα εργαστήρια διαμόρφωσης των επιτοκίων παρουσιάζονται ανησυχαστικές διακυμάνσεις σε τέτοιο βαθμό, που στα οικονομικά επιτελεία των κομμάτων προκαλούν σοβαρούς προβληματισμούς. Το αύριο μιας ταχείας πορείας ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η οποία μέχρι πριν λίγο καιρό φάνταζε εκ των ων ουκ άνευ μετά τη δεκαετή μνημονιακή επιτήρηση και την 30μηνη δοκιμασία του πολυσυζητημένου κορονοϊού, τώρα εξετάζεται σε νέα βάση, προκειμένου να εξασφαλιστούν όροι μιας πορείας με θετικό πρόσημο έστω και χαμηλότερων προσδοκιών έναντι των αρχικών.
Η μεγάλη πρόκληση έχει το δικό της όνομα και λέγεται «διαχείριση των 72 δισ.» του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Μόνο που, με τα φίδια που έχουν ζώσει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κανείς πλέον δεν μπορεί να βεβαιώσει με ακρίβεια υπό ποιους (νέους) όρους και ρυθμούς θα δοθούν τα χρήματα αυτά.
Στο μεταξύ, οι επιθέσεις που δέχτηκαν τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη και προς το παρόν αντιμετωπίζονται με επιδόματα. Όμως καμία ενεργειακή κρίση δεν μπορεί να χτυπηθεί χωρίς στρατηγική και καμία αναπτυξιακή πολιτική δεν μπορεί να είναι επιδοματική. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά τόσο στο Μαξίμου και τα οικονομικά υπουργεία της πλατείας Συντάγματος όσο και στα επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, το οποίο κι αυτό φιλοδοξεί να παίξει ρόλο στις εξελίξεις.
Γι’ αυτό και χρειάζεται καινούργια ατζέντα από καινούργιο πολιτικό προσωπικό, αφού έτσι κι αλλιώς οι προσεχείς μήνες είναι προεκλογικοί. Τα πράγματα ωστόσο γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκα, καθώς η κάλπη-όποτε και αν στηθεί-δεν προώρισται λόγω του συστήματος της απλής αναλογικής να αναδείξει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Πιθανόν μάλιστα, όπως επισημαίνουν έμπειροι πολιτικοί παρατηρητές, να μην αναδείξει καν κυρίαρχη πολιτική δύναμη, αυτήν δηλαδή που με το υψηλό εκλογικό ποσοστό της θα μπορέσει να θέσει τους βασικούς όρους για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.
Η φθορά του κυβερνώντος κόμματος, κατά τους ίδιους παρατηρητές, είναι δεδομένη κι ας μην φαίνεται καθαρά στην «πρόθεση ψήφου» των ανακοινώσιμων δημοσκοπήσεων. Προκύπτει στα λεγόμενα «ποιοτικά στοιχεία» στοιχεία τους αλλά και φτάνει εβδομαδιαίως στα γραφεία των κομμάτων στο φάκελο των αποτελεσμάτων των μετρήσεων της κοινής γνώμης. Μα το κυριότερο, καταγράφεται στις στιχομυθίες των επισκεπτών της Λαϊκής Αγοράς και των κεντρικών αγορών των μεγάλων πόλεων με τους πωλητές των πάγκων.
Με το κλίμα αυτό διαμορφωμένο, νικητής των εκλογών θα είναι αυτός που είτε θα καταγράψει τις μικρότερες απώλειες είτε αυτός που θα πετύχει έστω μικρή αύξηση των δυνάμεών του. Αυτά τα δύο κριτήρια θα καθορίσουν και το πρόσωπο του πρωθυπουργού της επόμενης μέρας, αν δηλαδή θα είναι κάποιος από τους αρχηγούς των δυο μεγάλων κομμάτων ή άλλο πολιτικό πρόσωπο της εμπιστοσύνης των κομμάτων που θα συνεργαστούν.
Από εκεί και πέρα βεβαίως μπαίνουν στο παιχνίδι και σενάρια εσωκομματικών ανακατατάξεων, αλλά αυτά είναι για αργότερα…