Oι επιθέσεις στη Μουμπάι δεν εντάσσονται στον παγκόσμιο οικουμενικό πόλεμο, δεν είναι ένα σύμπτωμα της πολιτιστικής σύγκρουσης ανάμεσα στο ισλάμ και τους θρησκευτικούς ανταγωνιστές του, υποστηρίζει ο γνωστός βρετανός αναλυτής Μίσα Γκλένι στην «Guardian» και εξηγεί πως στόχος τους ήταν η μέγιστη δυνατή δημοσιότητα - και ο στόχος αυτός πέτυχε.
Και οι ρίζες του εφιάλτη πρέπει να αναζητηθούν στην επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ινδουιστών και Μουσουλμάνων τα τελευταία 20 χρόνια στην Ινδία, καθώς και στις περιφερειακές σχέσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν.
Ο εγκέφαλος των επιθέσεων φαίνεται να είναι η D-Company, το συνδικάτο οργανωμένου εγκλήματος που καθοδηγείται από το Καράτσι και έχει επικεφαλής το πιο ισχυρό πρόσωπο του υπόκοσμου της Μουμπάι, τον Νταγούντ Ιμπραϊμ. Είναι αδύνατον ο Νταγούντ να μη γνώριζε ότι προετοιμάζεται αυτή η επίθεση, δεδομένου ότι το δίκτυο κατασκοπείας που διαθέτει είναι πιο αποτελεσματικό κι από το δίκτυο αντικατασκοπείας της Μουμπάι.
Οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ινδίας έχουν αρχίσει να ερευνούν το ρόλο του Νταγούντ, καθώς ελέγχει τις περισσότερες από τις οδούς μέσω των οποίων γίνεται το λαθρεμπόριο προς τη Μουμπάι. Το 1993, έθεσε το δίκτυό του στη διάθεση των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών (ISI) προκειμένου να του επιτραπεί να μεταφέρει στην Ινδία τεράστιες ποσότητες της εκρηκτικής ουσίας RDX. Όπως αποδεικνύει ο συγγραφέας Χουσαϊν Ζαϊντί στο βιβλίο του «Μαύρη Παρασκευή», το RDX χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια στις τρομοκρατικές επιθέσεις του Μαρτίου του 1993, όπου σκοτώθηκαν 257 άτομα. Δεκάδες συνεργάτες του έχουν καταδικαστεί, χάρις στις μαρτυρίες βομβιστών που συνεργάστηκαν στη συνέχεια με τις αρχές.
Το λιμάνι Σαζούλ, όπου αποβιβάστηκαν οι τρομοκράτες, τελεί υπό τον έλεγχο της D-Company. Στις επιθέσεις του 1993, ο Νταγούντ μετέφερε το RDX τη νύχτα, αφού δωροδόκησε τους αξιωματικούς που παρακολουθούν τις ακτές της Μουμπάι. Αν επιβεβαιωθεί ο ρόλος του στις τελευταίες επιθέσεις, είναι πολύ πιθανό ότι θα έχουν δωροδοκηθεί και πάλι αξιωματούχοι για να κάνουν τα στραβά μάτια.
Ο Νταγούντ έχει φύγει εδώ και 20 χρόνια από τη Μουμπάι, και αρχικά κατέφυγε στο Ντουμπάι για να μη δικαστεί για δολοφονίες. Προτού φύγει, όμως, φρόντισε να ξεπαστρέψει μερικούς από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του, ώστε να γίνει αυτός ο μεγάλος αρχηγός του εγκλήματος. Η οργάνωσή του έχει αναπτυχθεί πολύ, δίνοντας έμφαση στο λαθρεμπόριο χρυσού, ναρκωτικών και όπλων.
Μέχρι το 1993, η D-Company ήταν μια καθαρά κοσμική οργάνωση. Ο ίδιος ο
Νταγούντ είναι Μουσουλμάνος, αλλά ο πιο έμπιστος συνεργάτης του, ο Σότα
Ραζάν, ήταν Ινδουιστής. Τον Δεκέμβριο του 1992, όμως, οι ταραχές που προκλήθηκαν από την ανερχόμενη δύναμη του ακραίου ινδουιστικού εθνικισμού τρομοκράτησαν τη μουσουλμανική κοινότητα της Βομβάης (όπως λεγόταν τότε). Τα δύο τρίτα των 900 ανθρών που σκοτώθηκαν στις ταραχές ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ τραυματίστηκαν και πολλοί συνεργάτες του Νταγούντ.
Για να εκδικηθεί για το αντιμουσουλμανικό κύμα που υποκινούσε το τοπικό
εθνικιστικό κόμμα, το Σιβ Σένα, ο Νταγούντ συμφώνησε να συνεργαστεί στην οργάνωση των τρομοκρατικών επιθέσεων του Μαρτίου του 1993. Το αποτέλεσμα ήταν να λάβει το δίκτυο του εγκλήματος ένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο Σότα Ραζάν συγκρότησε τη δική του οργάνωση και ξέσπασε πόλεμος μεταξύ ινδουιστικών και μουσουλμανικών οργανώσεων.
Η σχέση του Νταγούντ με τις πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες έγινε στενότερη όταν οι αρχές του Ντουμπάι έκριναν ότι η παρουσία του δεν ήταν πλέον επιθυμητή. Το 2003, ο Νταγούντ εγκαταστάθηκε στο Καράτσι, και η εξάρτησή του από τις υπηρεσίες μεγάλωσε. Παρά ταύτα, η D-Company εξακολουθεί να ελέγχει τον υπόκοσμο της Μουμπάι.
Ο πολιτικός στόχος των επιθέσεων φαίνεται πως ήταν να αποτραπεί οποιαδήποτε προσέγγιση του Ισλαμαμπάντ με το Δελχί, γεγονός που θα αποδυνάμωνε τους εξτρεμιστές τόσο στην Ινδία όσο και στο Πακιστάν. Πηγή: The Guardian, ΑΠΕ-ΜΠΕ