Ο Ζαν-Ζακ Ανό παίζει με την πραγματικότητα μελετώντας (και) το αμερικάνικο σινεμά, ενώ ο Ρόμπερτ Έγκερς κάνει το ίδιο με τις Μυθολογίες αλλά ενδιαφέρεται περισσότερο για το δικό του σινεμά. Και οι δυο παίζουν με υψηλά ποσά, και οι δυο παραδίδουν ταινίες πραγματικά αξιόλογες. Αλλά ο πρώτος δείχνει να κερδίζει στα σημεία.
Από τον Άκη Καπράνο
Η Παναγία των Παρισίων Φλέγεται
Το Γαλλικό σινεμά σε αποστολή διάσωσης
Ήταν απόγευμα Πέμπτης όταν μια πυρκαγιά ξέσπασε στη Παναγία των Παρισίων. Το ημερολόγιο έγραφε 15 Απριλίου του 2019. Οι δρόμοι ήταν φυσικά πλημμυρισμένοι με αυτοκίνητα (το κυκλοφοριακό χάος του Παρισιού είναι μνημειώδες) και η φωτιά μαινόταν για ώρες μέχρι να βρεθούν στο πόστο τους σοβαρές πυροσβεστικές δυνάμεις. Παραδόξως, καμιά ζωή δεν χάθηκε. Και ενώ το περίφημο γοτθικό βέλος του κτηρίου καταστράφηκε ολοσχερώς, δεκαπέντε ώρες μετά η φωτιά είχε σβήσει, αφήνοντας άθικτο το κτήριο – για το οποίο υπήρχαν βάσιμοι φόβοι περί κατάρρευσης του. Καταστράφηκαν βέβαια πολλά σπουδαία κειμήλια. Σώθηκε όμως το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού, όπως και το αίμα Του.
Όλη η υφήλιος συνταράχθηκε από εκείνη την πυρκαγιά. Θυμίζω, το έτος 2019 όλα αυτά. Ο covid-19 δεν μας είχε βρει. Η ανθρωπότητα είχε ακόμα την πολυτέλεια να αιφνιδιάζεται.
Ή και να διαφωνεί με την επικών διαστάσεων χρηματοδότηση για την αποκατάσταση της Νοτρ Νταμ, καταμεσής μιας ατέρμονης οικονομικής κρίσης που μαστίζει ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο – και ειδικά την Ευρώπη. Φυσικά είχες κι εκείνους που είδαν στη φωτιά ένα Θεϊκό σημάδι. Άλλη βαβούρα από εκεί – με τα μικρά παράδοξα της: Την επομένη της πυρκαγιάς αυξήθηκαν κατακόρυφα οι πωλήσεις της «Παναγίας των Παρισίων» του Βικτόρ Ουγκό στα βιβλιοπωλεία. Λες και κάτι μεταφυσικό ένωνε το κτίσμα με το μυθιστόρημα. Λες και τα χρήματα θα πήγαιναν για την αποκατάσταση της.
Αλλά είπαμε, είχαμε ακόμη την πολυτέλεια του αιφνιδιασμού. Και καμιά βιομηχανία δεν αιφνιδιάστηκε περισσότερο με την επέλαση του covid-19 απ’ αυτή του κινηματογράφου. Σήμερα, δυο χρόνια μετά, το τοπίο μοιάζει να έχει αλλάξει σαρωτικά. Και η Αμερική αντεπιτίθεται με αυτά που ξέρει να φτιάχνει καλύτερα: Franchises. Οι ήρωες της Marvel (το «ψυχαγωγικό» σινεμά) και της DC (το «σοβαρό» σινεμά) αποτελούν τους δυο πόλους του Χόλιγουντ σήμερα. Ό,τι κι αν δουλεύει στα ταμεία σήμερα, κινείται ανάμεσα σε αυτές τις δυο στάθμες.
Αλλά η Γαλλία έχει κι αυτή την κινηματογραφική της βιομηχανία. Άλλωστε, στη Γαλλία εφευρέθηκε ο κινηματογράφος. Δεν έχουν να υπερασπιστούν μόνο τη βιομηχανία τους οι Γάλλοι, αλλά και το γόητρο τους. Γι αυτό και η τόσο σταθερή οικονομική ενίσχυση των αιθουσών τους. Γι αυτό και η τόσο ανεπτυγμένη κινηματογραφική παιδεία των θεατών τους. Γι αυτό και τα αυστηρά τους εμπάργκο απέναντι στις πλατφόρμες – θα αργήσετε πολύ να πετύχετε τη νέα ταινία του Ζαν Ζακ Ανό σε κάποια εξ αυτών. Οι Γάλλοι βέβαια δεν είναι οι μόνοι. Εδώ πάλι, οι αρμόδιοι μοιάζουν απλά να παρατηρούν το φαινόμενο, κουνώντας αμήχανα τους ώμους τους.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Και η ιστορία που μας αφορά τώρα είναι η κινηματογραφική διάσωση της Παναγίας των Παρισίων - και τα συμπαρομαρτούντα της: Πως άναψε η φωτιά, ποιοι ήταν οι κρυμμένοι θησαυροί της, ποιοι οι άγνωστοι ήρωες που συνείσφεραν στη σωτηρία της. Γιατί, σου λένε οι Γάλλοι, εμείς δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους Αμερικανούς σε αυτό που κάνουν. Οπότε πιάνουμε ένα άλλο μεγάλο εμπορικό tease, την επικαιρότητα. Αυτά που αφορούν εμάς. Αν αυτή η πανάκριβη παραγωγή των 30 εκατομμυρίων ευρώ πετύχει στα ταμεία (που όλα δείχνουν πως για ’κει πάει), θα δημιουργηθεί ρεύμα, είμαι βέβαιος.
Δεν ξέρω που μπορεί να βγάλει αυτό, τι μπορεί να διασώσει από την αξιοπιστία του Ευρωπαϊκού σινεμά και ποιους μπορεί εντέλει και να απωθήσει αυτή η διαφαινόμενη τακτική, το ζήτημα όμως εδώ είναι η ταινία του Ζαν Ζακ Ανό. Η οποία, κατασκευαστικά, είναι χάρμα οφθαλμών – και πολύ πιο ευφυής στις λεπτομέρειες της κατασκευής της απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Στα «μπετά», ο Ανό ρίχνει τον σκελετό της ταινίας καταστροφής. Βάλτε δίπλα – δίπλα τον «Πύργο της Κολάσεως» του Τζον Γκίλερμιν: Οι ραφές του παράλληλου μοντάζ που μας πηγαίνει από το στήσιμο των χαρακτήρων, στα λάθη που σταδιακά οδηγούν στη πυρκαγιά, είναι κοινές και στα δυο φιλμ.
Εκεί όμως που ο Γκίλερμιν κατακεραύνωνε την απληστία των ισχυρών (για την πυρκαγιά ευθύνονται οι φτηνές καλωδιώσεις του πολυτελούς κτίσματος), ο Ανό στρέφει το βλέμμα του στο ρημαγμένο κράτος: Ξεπερνώντας τον παραλογισμό του να μην διαθέτει επαρκή πυρασφάλεια ένα τέτοιο μνημείο, η καταστροφή θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί κατά πολύ μεγάλο ποσοστό αν οι πυροσβέστες (κινηματογραφημένοι εδώ όσο πιο ηρωικά γίνεται) έφταναν εγκαίρως στον προορισμό τους – γιατί εγκαίρως το πληροφορήθηκαν. Και αυτό σε μια ταινία που έρχεται να ανορθώσει εμπορικά το Γαλλικό σινεμά, που αποτελεί όπως αναφέραμε, υπόθεση γοήτρου και για το ίδιο το Κράτος, που το ενισχύει. Γι’ αυτό οι Γάλλοι είναι μπροστά.
Πρωταρχικό μέλημα του Ανό βέβαια είναι να φτιάξει μια επική ταινία καταστροφής. Όμως, σαν τέτοια ιστορία, η πυρκαγιά της Νοτρ Νταμ υπολείπεται ενός τραγικού φινάλε: Κανείς δεν σκοτώνεται, τίποτα δεν κατακρημνίζεται. Και εδώ είναι που η ταινία παίζει το μεγάλο της χαρτί.
Μαζί με τα πολυδάπανα πλάνα καταστροφής της Νοτρ Νταμ, ο σκηνοθέτης αντιπαραθέτει φιλμογραφημένες στιγμές από το πραγματικό συμβάν. Όσο δε η δράση εξελίσσεται, μοιάζει να βρίσκει ολοένα και πιο εφευρετικούς τρόπους για να τα μπλέξει μεταξύ τους, τόσο που σύντομα αυτό παύει να είναι ένα απλό παιχνίδι. Στο τέλος, το στοιχείο αυτής της σύζευξης γίνεται και σημειολογικό εργαλείο: Όταν τοποθετεί, στην ίδια σεκάνς, τον Σαμουέλ Λαμπάρτ (ως επικεφαλής ασφάλειας) με τον πραγματικό Μακρόν, αυτό που έχει προηγηθεί αρκεί για να εκτινάξει το «πραγματικό» γεγονός στη σφαίρα του κωμικοτραγικού. Δεν το γράφω, γιατί αξίζει να το ανακαλύψετε στην κινηματογραφική αίθουσα.
Και προσέξτε, αυτή η καυστική διάθεση διαγράφεται πολύ απαλά στο σώμα της ταινίας. Δεν κατεβαίνει με ντουντούκα ο Ανό, ούτε ρητορεύει. Είπαμε, ο 78χρονος σκηνοθέτης κατεβαίνει στον αγωνιστικό χώρο για να παραδώσει μια περιπέτεια καταστροφής. Και μας παραδίδει ένα απολύτως συναρπαστικό φιλμ με ψυχαγωγικούς αλλά και με κινηματογραφικούς όρους, αποδεικνύοντας τη μεγάλη κλάση του.
Ο Άνθρωπος του Βορρά Βάσανα σκηνοθετών και ηρώων
Υπάρχουν οι Βίκινγκ των κόμικ, υπάρχουν οι Βίκινγκ του heavy metal (με τους Bathory πρωτοστατούντες), υπάρχουν οι Βίκινγκ του σινεμά, και φυσικά υπάρχουν κι αυτοί των ιστορικών βιβλίων. Το μυθολογικό «άρωμα» που φτάνει σε εμάς όμως, δεν μπορεί παρά να είναι ένα αμάλγαμα όλων αυτών.
Ξεκινώντας απ’ αυτό, είναι πολύ εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως δρα γενικότερα ο Ρόμπερτ Έγκερς, και όχι μόνο τώρα, στην τρίτη κατά σειρά ταινία του. Στο «The Witch» του 2015, επιστράτευσε κέλτικους μα και μεσαιωνικούς μύθους για να συνθέσει ένα κοκτέιλ ατμοσφαιρικής αμφισημίας - μόνο και μόνο για να τα τινάξει όλα στον αέρα με ένα κοινότυπο φινάλε. Στον «Φάρο» του 2019 έμπλεξε τον Προμηθεϊκό μύθο με τον Λόβκραφτ και την ποίηση του Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ αλλά, ευτυχώς, είχε την ευφυία να σπάσει και λίγο πλάκα με το υλικό του – με το αποτέλεσμα να τον δικαιώνει. Στον «Άνθρωπο του Βορρά» πάλι, ξεκινά από τη μυθολογία των Βίκινγκ. Μόνο που και πάλι, τίποτα δεν μπορεί να είναι απολύτως «καθαρό» και ιστορικά ακριβές μιας και, όπως είδαμε, ο Έγκερς, δικαιώνοντας τον Ρολάν Μπαρτ, χτίζει τις δικές του ταινίες πάνω στον απόηχο μυθολογιών.
Αυτό δεν θα έπρεπε να ενοχλεί κανέναν. Αποδείξαμε άλλωστε πως οι ταλαίπωροι Βίκινγκ έχουν αφήσει προ καιρού τα ιστορικά βιβλία. Και αυτό που εντέλει προκύπτει στον ομολογουμένως αξιόλογο «Άνθρωπο του Βορρά» είναι μια πολυσυλλεκτική αφήγηση, που δεν κοιτάζει τίποτα με (ιστορική) ακρίβεια. Δεν χρειάζεται κιόλας, σινεμά έχουμε πάει να δούμε. Όποιος θέλει να μάθει ιστορία, ανοίγει ένα βιβλίο. Αλλά επειδή ο Έγκερς είναι πειραχτήρι, φροντίζει πολύ την παραμυθένια διάσταση αυτών των στοιχείων, άρα και την ρεαλιστική μιας και μιλάμε για μύθους!
Οι ταινίες του, εκ πρώτης όψεως, δείχνουν σχεδόν αρχαϊκές. Και εκεί που αισθάνεσαι κάπως άνετα, μέσα στην οικειότητα ενός μύθου που θεωρείς πως κατέχεις, στον αναποδογυρίζει.
Το έκανε στον «Φάρο», το κάνει και στον «Άνθρωπο του Βορρά» που σεναριακά πατά γερά πάνω στον «Κόναν» του Τζον Μίλιους: Ενώ ετοιμάζεται να καθίσει στο θρόνο του πατέρα, το μικρό αγόρι βλέπει τον πρώτο να δολοφονείται βάναυσα από τον θείο του, ο οποίος απαγάγει και τη μητέρα του. Το παιδί φεύγει από το Βασίλειο του νησιού με μια βάρκα. Ορκίζεται να πάρει εκδίκηση. Δύο δεκαετίες αργότερα, είναι ένας ατρόμητος πολεμιστής που εισβάλλει σε χωριά και τα λεηλατεί, μέχρι που μια απόκοσμη μάντισσα (η Μπγιορκ) του θυμίζει τον Όρκο: Οφείλει να εκδικηθεί για τον άδικο χαμό του πατέρα του, να σώσει τη μητέρα του, και να σκοτώσει τον άπληστο θείο του. Δεν ακούγεται ιδιαίτερα πρωτότυπο, έτσι δεν είναι;
Ο Έγκερς ανασύρει παλιές δοξασίες τις οποίες και εικονογραφεί με μεγαλεπίβολο βλέμμα, συνθέτει όμως και χαριτωμένα «πειράγματα»: Κανείς δεν περιμένει fart jokes σε μια τέτοια ταινία (και μάλιστα σε τελετουργικό context). Μια ταινία που μοιάζει ηρωική, αλλά δεν είναι. Βλέπετε, για τους στιχουργούς του metal, ο Βίκινγκ πολεμιστής αποτελεί μια ξεκάθαρα ηρωική φιγούρα. Στον Έγκερς όμως ο ρόλος του ήρωα κάθεται βαρύς στις πλάτες του Άμλεθ, του χαρακτήρα που ενσαρκώνει ο Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ. Το όνομα δεν σας θυμίζει τυχαία τον Σαίξπηρ: Πάνω σε σκανδιναβικό μύθο βάσισε τον δικό του Άμλετ. Διόλου τυχαίο λοιπόν που ο ηρωισμός εδώ μοιάζει με μια προγονική κατάρα που το υποκείμενο πρέπει να αποτινάξει για να απελευθερωθεί – όπως ακριβώς και ο Προμηθέας που δεν ήθελε να γίνει Προμηθέας στον «Φάρο». Να, δείτε πάλι πόσο παράδοξα μα και αρμονικά μπλέκουν μεταξύ τους οι μυθολογίες.
Είναι όντως ένα ιδιαίτερο χαρμάνι αυτή η ταινία, αλλά αυτή η ιδιαιτερότητα δεν αφορά μόνο την έμπνευση του δημιουργού της. Διαβάζω πως το βάρος της παραγωγής (90 εκατομμύρια δολάρια – και αυτό πριν συνυπολογίσει κανείς το κόστος για την προώθηση της) οδήγησε τον Έγκερς στο να παραδώσει ένα cut με απεύθυνση σε ένα σαφώς ευρύτερο κοινό – παραπονέθηκε κιόλας γι’αυτό κάπως άκομψα, αν και τα μάζεψε στη συνέχεια. Και ενώ απόλαυσα τον «Άνθρωπο του Βορρά», διασκεδάζοντας με τις μικρές ανατροπές του και καταβροχθίζοντας την βαθιά βασισμένη στο φολκλόρ ατμόσφαιρα του, δεν έφυγα από την αίθουσα θαμπωμένος. Ανέφερα πριν τον «Κόναν» και είναι ξεκάθαρο, όποια κι αν είναι η γνώμη σας για την ταινία, πως ο Μίλιους κοιτούσε αυτόν τον ήρωα με δέος. Ο Έγκερς τον διαχειρίζεται περισσότερο σαν εργαλείο. Και ο ίδιος είναι διστακτικός. Δεν μπορεί να αγκαλιάσει την ανατροπή, γιατί η ταινία έχει στοιχήσει τόσα λεφτά και κάπως πρέπει να τα φέρει πίσω. Αλλά δεν θέλει και να θυσιάσει την «λοξή» του ταυτότητα.
Θα μου πεις, είναι ένα μικρό θαύμα που γυρίζονται σήμερα ακριβές ταινίες σαν κι αυτή. Τους λόγους τους αναφέραμε όταν μιλούσαμε για την ταινία του Ζαν Ζακ Ανό, πιο πάνω. Ο τελευταίος όμως έδειξε πως μπορεί να κινείται πολύ πιο εύκολα στα σφιχτά όρια ενός mainstream θεάματος, ευέλικτος παρά το προχωρημένο της ηλικίας του. Ο Έγκερς δεν έχει αναπτύξει ακόμα τέτοια ένστικτα.
Κρίνοντας από το τελικό αποτέλεσμα, δε νομίζω πως τον ενδιαφέρει κιόλας.