Του Χαράλαμπου Γκότση*
Τελικά ο πληθωρισμός δεν ήταν παροδικό φαινόμενο, αλλά ήρθε για να μείνει. Οι νέες εκτιμήσεις της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christin Lagarde, ότι θα σταθεροποιηθεί μεν σταδιακά, αλλά οι τιμές θα παραμείνουν στα σημερινά υψηλά επίπεδα, αποτελεί πλήρη αποδοχή των εκτιμήσεων, ότι και η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα έχει μόνιμο χαρακτήρα, αλλά και η επιβράδυνση της οικονομίας είναι πλέον πραγματικότητα. Σε αντίθεση με τους θεσμικούς φορείς, πολλοί ανεξάρτητοι αναλυτές είχαν πολύ νωρίς επισημάνει τον κίνδυνο καθώς και την ανάγκη για λήψη αντικυκλικών μέτρων. Σταδιακά γινόταν όλο και πιο φανερό, ότι η καθυστέρηση και ακόμη χειρότερα η παράλειψη λήψης μέτρων θα μας οδηγούσε με μεγάλη πιθανότητα στην παγίδα του στασιμοπληθωρισμού. (Άρθρα μου στη Ναυτεμπορική: «Το φάντασμα του πληθωρισμού» στις 19 Σεπτ. 2021 και «Φυσικό αέριο, microchips και στο βάθος στασιμοπληθωρισμός» στις 12 Οκτ. 2021).
Πριν συνεπώς ξεσπάσει ο πόλεμος και επιδεινώσει περισσότερο την κατάσταση, οι πληθωριστικές πιέσεις που δέχονταν οι περισσότερες οικονομίες ήταν πολύ ισχυρές, οφείλονταν δε τόσο στην πλευρά της ζήτησης όσο και στην πλευρά της προσφοράς. Η ζήτηση ενισχύθηκε μετά την απελευθέρωση της αγοράς από τα Lockdowns καθώς και από την επεκτατική νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών όπως και τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών. Η προσφορά υστέρησε κυρίως λόγω των δυσκολιών που προέκυψαν στην παραγωγή από την έλλειψη εξαρτημάτων, ενδιάμεσων προϊόντων, πρώτων υλών και αυξημένου μεταφορικού κόστους, αναδεικνύοντας τις ανισορροπίες στην εφοδιαστική αλυσίδα ως μείζον πρόβλημα της ομαλής λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Γιατί αναμένεται επιδείνωση
Μετά την έναρξη του πολέμου το πρόβλημα έχει μετατοπιστεί στην ουσία μόνο στην πλευρά της προσφοράς. Και τούτο, διότι οι δύο εμπλεκόμενες χώρες Ρωσία και Ουκρανία κατέχουν σημαντική θέση στην παραγωγή και διακίνηση σε μια σειρά από προϊόντα και πρώτες ύλες, τα οποία πολλές χώρες δεν είναι δυνατόν να στερηθούν χωρίς να υποστούν μεγάλες αναταράξεις.
Έτσι, με κύριο χαρακτηριστικό του πολέμου την αβεβαιότητα ως προς τον τερματισμό του, αλλά και τα αποτελέσματά του, αυξάνονται οι ανησυχίες, ο φόβος και ο προβληματισμός για την επόμενη μέρα. Αυτό το περιβάλλον οδηγεί συνήθως σε μείωση της κατανάλωσης και σε αναστολή των επενδύσεων.
Με βάση τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός στη χώρα μας το Μάρτιο εκτινάχθηκε στο 8,9%. Η κατάσταση μάλιστα αναμένεται να επιδεινωθεί και να καταλήξουμε σε διψήφιο ποσοστό, κυρίως επειδή οι βασικές αιτίες που τον εκτρέφουν δεν έχουν εξαφανιστεί, αντίθετα μάλιστα.
-Στην ενεργειακή αγορά οι τιμές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα καταγράφοντας στη χώρα μας από την αρχή του έτους πρωτοφανείς αυξήσεις της τάξεως του 79,3% για το ηλεκτρικό ρεύμα, 68,3% για το φυσικό αέριο και 58,5% για το πετρέλαιο θέρμανσης (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ Μαρτίου). Οι προοπτικές δε για αποκλιμάκωση έχουν προς τον παρόν δώσει τη θέση τους στα σενάρια για εμπάργκο των εισαγωγών από τη Ρωσία, με ότι αυτό συνεπάγεται για την πορεία των τιμών.
-Στην αγορά τροφίμων οι αυξήσεις κινούνται κοντά στο μέσο όρο του γενικού επιπέδου των τιμών στο 8,1%, με τάση ανόδου αφού η διαδικασία μετακύλησης του ενεργειακού κόστους στα τελικά προϊόντα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Είναι δε άγνωστη ακόμη η επιβάρυνση που θα προκύψει από την αλλαγή των πηγών προμήθειας πολλών δημητριακών προϊόντων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κλπ. μετά την εξάντληση των ουκρανικών και ρωσικών αποθεμάτων στη χώρα. Με αυτά τα δεδομένα αναμένονται περεταίρω πληθωριστικές πιέσεις τουλάχιστον για το δίμηνο Απριλίου και Μαΐου.
- Στο βιομηχανικό τομέα, τα προβλήματα προέκυψαν με το ξεκίνημα της πανδημίας και την αδυναμία των εφοδιαστικών αλυσίδων να συνεχίσουν την ομαλή τροφοδότηση με πρώτες ύλες, εξαρτήματα και ενδιάμεσα προϊόντα. Με τον πόλεμο οξύνθηκε η κατάσταση, αφού οι δύο χώρες παράγουν και διαθέτουν στη διεθνή αγορά πολύ σημαντικές πρώτες ύλες, πχ. η Ουκρανία κατέχει το 70% των αποθεμάτων σε «νέον» που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ημιαγωγών (microchips), ενώ η Ρωσία είναι ο σπουδαιότερος παραγωγός και εξαγωγέας παλλαδίου, το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή των καταλυτών. Είναι φανερό δε ότι οι όποιες κινήσεις απεξάρτησης απαιτούν επενδύσεις και χρόνο κι συνεπώς θα συνεχίσουν να ταλανίζουν τις επιχειρήσεις.
Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα που προκύπτει είναι, πως μπορούμε να αντιδράσουμε στη λαίλαπα του πληθωρισμού που κατατρώγει το εισόδημα και πλήττει βάναυσα τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας μας, τους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και βέβαια τους ανέργους αλλά ακόμη και ένα μεγάλο μέρος της μέχρι πρότινος μεσαίας τάξης.
Η Ευρώπη ούτε μπορεί (ΕΚΤ) ούτε και θέλει (ΕΕ)
Θα περίμενε κανείς, ότι για ένα εισαγόμενο πρόβλημα που αφορά στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα υπάρξει κινητοποίηση για κοινή αντιμετώπιση στο πρότυπο της πανδημίας. Μέχρι τώρα κανένα ουσιαστικό μέτρο αντιμετώπισης του φαινομένου, κυρίως της ενεργειακής κρίσης δεν έχει αποφασιστεί. Ούτε η κοινή προμήθεια φυσικού αερίου, ούτε το πλαφόν στις τιμές χονδρικής, αλλά ούτε και κοινός τρόπος υπολογισμού της τιμής του ρεύματος. Διστακτικότητα, αναβλητικότητα, προστασία εθνικών συμφερόντων στο βαθμό που στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής ο Ισπανός πρωθυπουργός βγήκε από την αίθουσα για «να πάρει φρέσκο αέρα», πιθανόν επειδή στην αίθουσα ήταν μολυσμένος από τις προσπάθειες προστασίας των συμφερόντων. Συνεπώς η ΕΕ δεν θέλει να παρέμβει ουσιαστικά με στόχο την άμβλυνση του προβλήματος.
Η καταπολέμηση του πληθωρισμού όμως είναι αρμοδιότητα της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παρά την αρχική διστακτικότητα η ΕΚΤ αποφάσισε τελικά να προχωρήσει σε συσταλτική νομισματική πολιτική, μειώνοντας τη ρευστότητα και προαναγγέλλοντας επίσης τη σταδιακή αύξηση του επιτοκίου αναφοράς, στέλνοντας ένα μήνυμα σε τράπεζες και επιχειρήσεις, ότι γυρίζουμε σελίδα και ότι πλέον ο τραπεζικός δανεισμός θα είναι ακριβότερος. Σε αντίθεση όμως με χώρες όπως οι ΗΠΑ ή το Μεγάλο Βασίλειο, όπου νομισματική και δημοσιονομική πολιτική ασκούνται από ενιαίους κεντρικούς θεσμούς με συμπληρωματικό τρόπο, στην Ευρώπη η κάθε χώρα έχει τα δικά της προβλήματα. Έτσι, για μια σειρά από χώρες με υψηλό δημόσιο δανεισμό, η αύξηση των επιτοκίων θα δημιουργήσει προβλήματα, αφού θα επιβαρύνει το κόστος και θα δυσχεράνει την εξυπηρέτησή του. Άλλωστε, αφού οι βασικές αιτίες βρίσκονται στην πλευρά της προσφοράς, η νομισματική πολιτική είναι ανίσχυρη να επιφέρει αποτελέσματα. Τη στιγμή όμως που καταγράφηκε πληθωρισμός τριπλάσιος του στόχου, η ΕΚΤ ήταν υποχρεωμένη καταστατικά να δράσει συσταλτικά, παρά τις μεγάλες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της. Συνεπώς, η ΕΚΤ ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Ευτυχώς τουλάχιστον, λόγω της φύσης του φαινομένου, θεωρώ ότι οι όποιες αυξήσεις των επιτοκίων προς το τέλος του έτους θα είναι πολύ μικρές.
Εθνική πολιτική με επίκεντρο τον προϋπολογισμό
Η μοναδικός φορέας τελικά που απομένει, όχι για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά για να αμβλύνει τις αρνητικές του επιδράσεις στον ευάλωτο πληθυσμό, είναι το κράτος με τη χρησιμοποίηση δημόσιων πόρων. Στην περίπτωση όμως αυτή, όχι με μια εφάπαξ ενίσχυση, αλλά με μόνιμες παροχές, αφού δεχόμαστε ότι και το γενικό επίπεδο των τιμών θα σταθεροποιηθεί κάποια στιγμή σε ένα υψηλότερο όμως σημείο. Οι ενισχύσεις θα πρέπει να αφορούν κατά κύριο λόγο τις χαμηλές συντάξεις καθώς και τους μισθωτούς. Να σημειωθεί, ότι οι αμοιβές στη χώρα μας από τις αρχές του 2012 στο πλαίσιο του Μνημονίου έχουν καταρρεύσει, στο βαθμό που το 63% των μισθωτών αμείβονται πλέον με μηνιαίους μισθούς κάτω των 1.000 Ευρώ μεικτά. Επίσης οι συντάξεις είναι παγωμένες εδώ και 12 χρόνια, από το 2010 στο πλαίσιο του Α΄ Μνημονίου, ενώ μετά από αλλεπάλληλες μειώσεις που έχουν υποστεί αναμένεται να γίνει η πρώτη αναπροσαρμογή τους την 1.1.2023 σύμφωνα με το νόμο 4670/2020. Το θέμα όμως δεν είναι μόνο, αν το κράτος θέλει, αλλά αν έχει και τη δυνατότητα να παρέμβει ουσιαστικά και αν ναι από ποιες πηγές.
α) Περιθώρια προϋπολογισμού: Είναι πασιφανές ότι, όταν η χώρα μας αντιμετωπίζει τα τελευταία 13 χρόνια μια σειρά από αλλεπάλληλες κρίσεις, ότι τα δημοσιονομικά της όρια θα έχουν εξαντληθεί. Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ κατά 70 δις Ευρώ περίπου κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης συνοδεύτηκε και από μια αντίστοιχη μείωση των εσόδων του κράτους. Στη συνέχεια ακολούθησαν δαπάνες ύψους 43 δις Ευρώ για την αντιμετώπιση της πανδημίας, οι οποίες μοιράσθηκαν σχεδόν ισομερώς σε ενισχύσεις των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν ανάλογο αυτής της απλόχερης ενίσχυσης, καθότι και η κατανάλωση κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα, αλλά και οι επιχειρήσεις δε βελτίωσαν τους ρυθμούς παραγωγής. Αυτό φαίνεται άλλωστε από τη μεγάλη αύξηση των καταθέσεων στα 36,8 δις Ευρώ, η οποία επίσης επιμερίζεται στις δύο ομάδες αποδεκτών σχεδόν ισομερώς ( 19,9 δις τα νοικοκυριά και 16,9 δις οι επιχειρήσεις). Σε ότι αφορά τις επιχειρήσεις οι ενισχύσεις δόθηκαν οριζόντια, χωρίς αναπτυξιακά κριτήρια, χωρίς έλεγχο αναγκών ή βιωσιμότητας. Στη συσσώρευση των καταθέσεων συνέβαλαν άλλωστε και μέτρα αναστολής πληρωμών σε τράπεζες και εφορία καθώς και οι τελικά στο μεγαλύτερο μέρος τους μη επιστρεπτέες προκαταβολές ύψους 8 δις Ευρώ. Είναι συνεπώς φανερό, ότι το κράτος μετά από αυτόν τον όγκο παροχών την προηγούμενη διετία, αδυνατεί να παρέμβει αποτελεσματικά στη στήριξη των ευάλωτων ομάδων, αφού το μέγεθος του νέου φαινομένου της ακρίβειας ξεπερνά και εκείνο της πανδημίας.
β) Δανεισμός: Η χώρα μας, παρά την αναστολή ισχύος του Δημοσιονομικού Συμφώνου, δεν είναι σε θέση να αυξήσει περαιτέρω το δανεισμό της (την περίοδο της πανδημίας προσθέσαμε άλλα 32,2 δις Ευρώ), αφενός λόγω του υπέρογκου δημοσίου χρέους, αλλά ακόμη και επειδή θα πρέπει να προχωρήσει σε μείωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος, ενόψει μιας σειράς αξιολογήσεων με σημαντικότερη εκείνη που έχει στόχο την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας κατακτώντας την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστροφή μας σε μια σχετική κανονικότητα. Άλλωστε η εξέλιξη των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων μας, που κινείται πλέον γύρω στο 2,7%, λειτουργεί ανασταλτικά σε όποια σκέψη πρόσθετου δανεισμού.
γ) Αναδιανομή βαρών
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι το κράτος έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες να στηρίξει και να καλύψει έστω ένα μέρος από την επιβάρυνση των νοικοκυριών από την ακρίβεια. Εκείνο που σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις είναι δυνατό να γίνει, είναι η αναδιανομή των βαρών, αφού από την πληθωρισμό δεν πλήττονται όλοι ισομερώς. Υπάρχουν και ομάδες που αυξάνουν τα εισοδήματά τους και άλλες που πλήττονται λιγότερο. Αυτοί θα πρέπει να επιβαρυνθούν με δημόσιες παρεμβάσεις προς όφελος των πραγματικά αδυνάμων. Σε αντίθετη κατεύθυνση κινούνται βέβαια μέτρα όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ όσο και η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης. Ενέργειες κατά τα άλλα θετικές αλλά έξω από τις ανάγκες των ημερών.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς