Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Στη Δύση, πολλοί βλέπουν τη δεύτερη εισβολή του Ρώσου προέδρου Πούτιν στην Ουκρανία μέσα σε οκτώ χρόνια, ως «επίδειξη τρέλας». Ο Αμερικανός, συντηρητικός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ απευθύνει έκκληση για «δολοφονία του Πούτιν», αναζητώντας κάποιον… Βρούτο στη Μόσχα. Δεν χρειάζεται και μεγάλη φαντασία για να προβλέψει κανείς το παγκόσμιο ολοκαύτωμα που θα μπορούσε να προκύψει από κάτι τέτοιο, σε μια χώρα που βασίζεται σε ένα τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο.
Χωρίς αμφιβολία, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία είναι ένα έγκλημα που απειλεί την ειρήνη στον κόσμο. Όπως και οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση σε ένα κυρίαρχο κράτος -είτε αυτό λέγεται Αφγανιστάν, Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Λιβύη, Συρία ή Ουκρανία- θα πρέπει να καταδικάζεται ως επίθεση στη διεθνή τάξη και τις βασικές έννοιες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η «τρέλα» του Πούτιν όμως θα πρέπει να κάνει τη Δύση ακόμη πιο επιφυλακτική, αναφορικά με τους κινδύνους μιας ευρύτερης σύγκρουσης, με επίκεντρο μάλιστα την Ευρώπη. Μπορεί να μιλούν σήμερα πολλοί για τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά τα βασικά διδάγματα αυτής της επικίνδυνης σύγκρουσης, έχουν ξεχαστεί. Μετά την κρίση της Κούβας το 1962 και τον Τζον Κένεντι και τον Νικήτα Χρουτσώφ, οι μετέπειτα οι ηγέτες του Ψυχρού Πολέμου γνώριζαν ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί στο να παίζουν στο …πυρηνικό πόκερ τη μοίρα της ανθρωπότητας.
Παρίας με πυρηνικά
Οι περισσότεροι ειδικοί συγκλίνουν στην άποψη ότι η Ρωσία θα βγει από τον πόλεμο διπλωματικά απομονωμένη, οικονομικά πιο αδύναμη και αντιμέτωπη με μια πολύ ευρύτερη και ενιαία συμμαχία εχθρικών στη Μόσχα κρατών. Στο άμεσο μέλλον και για αρκετά χρόνια, η Ρωσία κινδυνεύει να γίνει ένα κράτος παρίας. Αλλά αν οι μακροπρόθεσμες προοπτικές για τη Ρωσία είναι ζοφερές και επώδυνες, ο υπόλοιπος κόσμος επίσης, στο σύνολό του, θα αντιμετωπίσει ένα επικίνδυνο μέλλον.
Ηδη, η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και η ένταση στην Ανατολική Ασία, έχουν οδηγήσει στα ύψη τις αμυντικές δαπάνες και ενισχύουν μιλιταριστικές τάσεις επανεξοπλισμού σε πολλές χώρες. Όχι βέβαια, ότι πριν τον Ουκρανικό πόλεμο, τα πράγματα ήταν καλύτερα. Οι αμυντικές δαπάνες ήταν ήδη σε άνοδο, πριν από τη ρωσική εισβολή. «Το 2020 σηματοδότησε το υψηλότερο επίπεδο αμυντικών δαπανών, από το 1988, που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για σύγκριση», τονίζει ο Ντιέγκο Λόπες ντα Σίλβα, ανώτερος ερευνητής στο Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Το σύνολο των αμυντικών δαπανών σε όλο τον κόσμο το 2020 ήταν κοντά στα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια –το 2,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα για το 2012- μια χρονιά που επηρεάστηκε αρνητικά από το ξέσπασμα της πανδημίας-όλα δείχνουν ότι οδεύουμε σε έναν ισχυρό παγκόσμιο επανεξοπλισμό στο εγγύς μέλλον. Στην Ευρώπη, η Γερμανία, κάνει ήδη μεγάλη στροφή στην εξωτερική και αμυντική της πολιτική, υιοθετώντας ένα ειδικό πακέτο στρατιωτικών προγραμμάτων ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ. Και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ρωσική επιθετικότητα έχει αλλάξει σαφώς τη θέση των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο που, μέχρι πρόσφατα, ήταν υπέρ του περιορισμού των στρατιωτικών δαπανών.
Πύραυλοι στην Ευρώπη
Για παράδειγμα, η αντιπυραυλική άμυνα θα καταστεί πλέον πολύ σημαντική για τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, όπως λέει η Ρόουζ Γκοτεμίλερ, πρώην αναπληρώτρια ΓΓ του ΝΑΤΟ από το 2016-2019 και επικεφαλής της ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών που διαπραγματεύτηκε την πυρηνική συνθήκη START με τη Ρωσία. «Νομίζω ότι οι ΗΠΑ θα εξετάσουν πολύ προσεκτικά εάν υπάρχει επαρκής αντιπυραυλική άμυνα στην Ευρώπη και επίσης το πώς θα προστατεύσουν τους Ασιάτες συμμάχους τους», προσθέτει η Γκοτεμίλερ, καθηγήτρια σήμερα στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Ηδη, έχει ξεκινήσει συζήτηση για την ανάπτυξη στην Ευρώπη πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς —από 500 έως 5.500 χιλιόμετρα, που προηγουμένως περιοριζόταν από την αμερικανο-ρωσική συμφωνία START.
Το έργο FCAS (Future Combat Air System) που προωθείται από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία και στο οποίο συμμετέχουν εταιρείες όπως η Dassault, η Airbus και η Indra, επιδιώκει να αποτελέσει το επίκεντρο των ευρωπαϊκών αεροπορικών εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Η πρόσφατη ανακοίνωση όμως του Βερολίνου για την αγορά 35 αμερικανικών μαχητικών F-35, δείχνει ότι η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ευρωπαϊκή άμυνα.