Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Μόνο γιορτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η φετινή 15η Μαρτίου, που με απόφαση του ΟΗΕ έχει καθιερωθεί από το 1983 ως «Παγκόσμια Ημέρα Καταναλωτή». Επί 38 χρόνια, δηλαδή έως και πέρυσι, η 15η Μαρτίου αποτελούσε μια ημέρα ανταλλαγής απόψεων και προώθησης εν γένει των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Με πλήθος ανακοινώσεων από τους αρμοδίους περί της σπουδαιότητας της ημέρας κ.ο.κ. Φέτος, όμως, όλα είναι διαφορετικά.
Η πλειονότητα των καταναλωτών σε όλο τον κόσμο έχει φθάσει στο σημείο να «απολαμβάνει» με δυσκολία και να πληρώνει πολύ ακριβά τα τέσσερα θεμελιώδη δικαιώματά του: την ικανοποίηση βασικών αναγκών, την ασφάλεια, την πληροφόρηση και την επιλογή.
Η πανδημία Covid-19, η οποία ακόμη μαίνεται, έφερε τεράστια αναστάτωση στην παραγωγή και τη μεταφορά αγαθών πρώτης ανάγκης. Η κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα είχε ως συνέπεια την εκτόξευση των τιμών, στερώντας από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Γης ακόμη και τα απαραίτητα ως προς το ζην. Η ακρίβεια, όμως, δεν επηρέασε μόνο τις φτωχές χώρες. Ακόμη και οι πλέον ανεπτυγμένες βρέθηκαν και βρίσκονται στη μέγγενη ενός πρωτόγνωρου κατά τις τελευταίες δεκαετίες πληθωρισμού, ο οποίος «ζορίζει» καταναλωτές και οικονομίες.
Ειδικά για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το πρόβλημα μεγεθύνθηκε λόγω και της «πράσινης μετάβασης». Στα παραπάνω ήρθε να προστεθεί και ο πόλεμος στην Ουκρανία, τις συνέπειες του οποίου ουδείς μπορεί ακόμη να καταμετρήσει στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Καταμετρώνται, όμως, καθημερινά οι επιπτώσεις, αλλά μεμονωμένα, από τους καταναλωτές, και είναι επώδυνες. Όταν οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου είναι -ακόμη και με την κρατική επιδότηση- υπερδιπλάσιοι από πέρυσι, το πρόβλημα είναι ήδη πολύ μεγάλο. Και γίνεται ακόμη με γαλύτερο όταν και το «καλάθι του σούπερ μάρκετ» κοστίζει πολύ περισσότερο.
Ούδεις διαφωνεί ότι το πρόβλημα της ακρίβειας είναι πλέον παγκόσμιο. Υπάρχουν, όμως, ιδιαιτερότητες σε κάθε χώρα. Για παράδειγμα, στη δική μας έχουμε χαμηλούς μισθούς, πολύ υψηλή φορολόγηση και πολλές στρεβλώσεις στην αγορά. Και αυτές οι «ιδιαιτερότητες» μπορούν -αν όχι άμεσα, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα- να διευθετηθούν.