Η ταχύτητα με την οποία συσσωρεύτηκαν σύννεφα οικονομικού ζόφου πάνω από την παγκόσμια οικονομία υπήρξε εντυπωσιακή σε όλο τον κόσμο. Η αλλαγή ήταν όμως ιδιαίτερα αιφνίδια στις δύο χώρες με τους μεγαλύτερους πληθυσμούς: την Κίνα και την Ινδία. Μέχρι πρόσφατα, και οι δύο αυτές ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες αισθάνονταν προστατευμένες από την κρίση που έπληττε τον πλούσιο κόσμο. Οι πιο αισιόδοξοι ήλπιζαν μάλιστα ότι αυτές οι τεράστιες αγορές θα αποτελούσαν τον κινητήρα που θα έβγαζε τον κόσμο από την ύφεση. Τώρα, μερικοί φοβούνται το αντίθετο: ότι η κρίση θα συμπαρασύρει την Κίνα και την Ινδία, προκαλώντας μαζική ανεργία σε δύο χώρες που, παρά τις επιτυχίες τους, εξακολουθούν να είναι φτωχές.
Αυτή η απαισιοδοξία ίσως να είναι υπερβολική, γράφει ο Εκόνομιστ. Η Κίνα και η Ινδία εξακολουθούν να αποτελούν τα πιο δυναμικά κομμάτια της παγκόσμιας οικονομίας. Αντιμετωπίζουν όμως σημαντικές πολιτικές και οικονομικές δυσκολίες.
Η Ινδία δέχθηκε ένα διπλό πλήγμα: από την οικονομική κρίση κι από τις σφαίρες των τρομοκρατών. Η αυτοπεποίθησή της ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξής της (που την τελευταία πενταετία έφτασε κατά μέσο όρο το 8,8%) και της αύξησης της παγκόσμιας επιρροής της. Η Ινδία δεν συνδεόταν πια με το Πακιστάν, αλλά με την Κίνα, ήταν το δεύτερο συστατικό της «Κινδίας». Οι επιθέσεις στη Μουμπάι, όμως, αναζωπύρωσαν τους φόβους μιας περιφερειακής σύγκρουσης. Και τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης έγιναν αισθητά: οι εξαγωγές τον περασμένο Οκτώβριο μειώθηκαν κατά 12% σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2007. Εκατοντάδες μικρές υφαντουργικές επιχειρήσεις χρεοκόπησαν. Η κεντρική τράπεζα αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίμησή της για τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης, που στην καλύτερη περίπτωση δεν θα ξεπεράσει το 8%. Τον επόμενο χρόνο, ίσως να πέσει στο 5,5%, που θα είναι το μικρότερο ποσοστό από το 2002.
Αν πέσει και ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας σε αυτά τα επίπεδα, θα πρόκειται για καταστροφή. Η χώρα αυτή γιορτάζει αυτόν το μήνα τα 30 χρόνια από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεών της, που είχαν ως αποτέλεσμα μια ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 9,8%. Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία, όμως, δεν είναι ούτε κι εδώ αισιόδοξα. Οι εξαγωγές τον περασμένο Νοέμβριο μειώθηκαν κατά 2% και οι εισαγωγές κατά 18% σε σχέση με πέρυσι. Η παραγωγή ενέργειας μειώθηκε κατά 7%. Αν και η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας θα φτάσει το 7,5% το 2009, το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από το 8% που θεωρείται το ελάχιστο για την αποτροπή μιας κοινωνικής έκρηξης. Οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες πολλαπλασιάζονται, καθώς απολυμένοι εργάτες συναντούν στους δρόμους τους αγρότες που έχασαν τη γη τους, τους οικολόγους που διαμαρτύρονται για τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τα θύματα της αστυνομικής καταστολής.
Τα καλά νέα για την Κίνα είναι ότι έχει ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα και μικρό χρέος. Η Ινδία, αντίθετα, έχει ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που ισοδυναμεί με το 8% του ΑΕΠ. Και η εργατική της δύναμη αυξάνεται κάθε χρόνο κατά 14 εκατομμύρια. Εχει όμως δύο πλεονεκτήματα σε σχέση με την Κίνα. Πρώτον, διαθέτει εμπειρία για την αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων. Δεύτερον, έχει ένα πολιτικό σύστημα που μπορεί να αντιμετωπίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια χωρίς να κινδυνεύει να καταρρεύσει.
Οσο ανθούσε η κινεζική οικονομία χωρίς να φαίνονται πουθενά ενδείξεις ενός πολιτικού φιλελευθερισμού, πολλοί άρχισαν να πιστεύουν ότι η... ινδική δημοκρατία αποτελεί πολυτέλεια.
Καθώς η Κίνα εισέρχεται σε μια χρονιά με πολλές επετείους - 50 χρόνια από την καταστολή της εξέγερσης στο Θιβέτ, 20 χρόνια από την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων στην πλατεία Τιεν Ανμέν, 60 χρόνια από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας - καλό είναι να θυμόμαστε ότι τον χειμώνα του 1978 δεν ξεκίνησαν απλώς κάποιες μεταρρυθμίσεις, αλλά άνθησε για λίγο καιρό και η ελευθερία της έκφρασης. Ο Ντενγκ, όπως και ο Μάο πριν από αυτόν, ανέχθηκε το κίνημα των διαφωνούντων για όσο καιρό εξυπηρετούσε τους σκοπούς του και στη συνέχεια το συνέτριψε. Αλλά η Κίνα εξακολουθεί να χρειάζεται τη δημοκρατία.
Πηγή: The Economist, AΠΕ-ΜΠΕ