Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
«Το Κιβώτιο», το μοναδικό μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνεχίζει να ανεβαίνει σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Φώτη Μακρή και Κλεοπάτρας Τολόγκου, στο Studio Μαυρομιχάλη, κάθε Παρασκευή στις 9 μ.μ. [Μαυρομιχάλη 134, Αθήνα].
Στα τέλη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, μια ομάδα ανταρτών αναλαμβάνει μετά από σχετική εντολή του Γενικού Αρχηγείου να μεταφέρει, περνώντας μέσα από εχθρικό έδαφος, ένα κιβώτιο αγνώστου περιεχομένου, με παραλήπτες τη διοίκηση μιας ανταρτοκρατούμενης πόλης. Στη διάρκεια της αποστολής, η ομάδα αρχίζει να χάνει τα μέλη της σταδιακά μέχρι που τελικά σώζεται ένας μόνο αντάρτης, ο οποίος τελικά κατορθώνει να παραδώσει το κιβώτιο. Όταν όμως φτάνει στον προορισμό του, διαπιστώνεται πως είναι άδειο και ο αντάρτης φυλακίζεται από τους άλλους συντρόφους του ως δολιοφθορέας. Σε μια συγκλονιστική προσπάθεια να αποδείξει την αθωότητά του, ο ήρωας αρχίζει να συντάσσει αναφορές στον ανακριτή, όπου δεν διστάζει να εξηγεί και να ερμηνεύει, το νόημα της παράδοξης αποστολής τους. Ο συντάκτης των αναφορών δεν γνωρίζει τίποτα για την ταυτότητα του ανακριτή ούτε για τους δεσμώτες του, ούτε αν ο ανακριτής διαβάζει τα όσα του γράφει.
Το έργο ερμηνεύθηκε από αλληγορία για τον εμφύλιο ως καταγγελία ενάντια σε κάθε είδους εξουσία, αλλά και ως ένα σχόλιο στον δυτικό πολιτισμό.
Ο Φώτης Μακρής ερμηνεύει, σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο, τον ταραγμένο αυτόν ήρωα που σταδιακά αμφισβητεί κάθε είδους πεποίθηση.
Μιλήσαμε μαζί του.
Επτά χρόνια ανεβάζετε επί σκηνής «το Κιβώτιο». Έργο βαρύ, που συγκλονίζει· έργο «δύσκολο». Τι είναι αυτό που κάνει το κοινό, ασταμάτητα, να το αγκαλιάζει;
«Δύο στοιχεία θεωρώ ότι λειτουργούν καταλυτικά στην μεγάλη προσέλευση του κόσμου. Πρώτον, το αριστουργηματικό κείμενο του Άρη Αλεξάνδρου -δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι μελετητές το κατατάσσουν μέσα στα τρία καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί στην χώρα μας τον εικοστό αιώνα· και δεύτερον, το τεράστιο ιδεολογικοπολιτικό φορτίο που κουβαλάει, και το οποίο, με έναν μαγικό τρόπο, μέσα σε αυτά τα 44 χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοσή του, καταφέρνει να είναι συνεχώς σε διάλογο με την επικαιρότητα! Αυτό, μόνο τα κλασικά έργα μπορούν να το καταφέρουν και, φυσικά, “Το Κιβώτιο” ανήκει σε αυτά.
Αν μου επιτρέπεται να προσθέσω και ένα τρίτο στοιχείο, λίγο πιο προσωπικό, θα έλεγα ότι σε αυτήν την απήχηση που έχει η παράσταση, συμβάλει λίγο και η δική μου σχέση με το κείμενο, σχέση λατρείας θα έλεγα, καθώς είχα την τύχη να το διαβάσω τη χρονιά που κυκλοφόρησε, και ενώ ήμουν ακόμα μαθητής Γυμνασίου, και που με σημάδεψε ανεξίτηλα, τόσο πολύ ώστε από τη στιγμή που ασχολήθηκα με το θέατρο, να τριβελίζει συνέχεια η ιδέα της σκηνικής του παρουσίασης. Μέχρι το 2015, που έγινε πράξη.
Η συγκεκριμένη παράσταση είναι ό,τι πιο προσωπικό και βαθύ έχω κάνει στο θέατρο. Και χαίρομαι που η δική μου αλήθεια βρίσκει τόσο μεγάλη απήχηση. Νιώθω ευτυχής».
Πώς βιώνετε αυτή τη μακροχρόνια «συμβίωσή» σας με τον εμβληματικό ήρωα; «Θα έλεγα ότι, πλέον, είναι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. Κάθε χρονιά ξεκινάω με τη σκέψη ότι θα είναι η τελευταία, αλλά τελικά δεν τα καταφέρνω να τον απαρνηθώ… Κάνω παράλληλα άλλες παραστάσεις, διδάσκω στη δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης, διευθύνω δύο εργαστήρια, αλλά ένα κομμάτι της ψυχής μου επιστρέφει στο “Κιβώτιο”, βρίσκει εκεί τον ήρωά μου και νιώθω –θα σας φανεί λίγο περίεργο αυτό– να ξαναβρίσκω το νήμα της ζωής μου από εκείνη τη στιγμή που το διάβασα, πριν 44 χρόνια, μέχρι σήμερα. Τρέμω τη στιγμή που θα τον εγκαταλείψω…».
Τι σηματοδοτεί, τελικά, για τον ήρωα το άδειο κιβώτιο;
«Υποψιάζομαι ότι σηματοδοτεί το κενό που καλούμαστε όλοι να γεμίσουμε. Ιδεολογικό κενό, υπαρξιακό κενό, αξιακό κενό… Δεν ξέρω …Το πώς θα το γεμίσει ο καθένας και αν θέλει να το γεμίσει, είναι προσωπική του υπόθεση, προφανώς. Ο ήρωας του βιβλίου φτάνει σε μια απελπισμένη, θα έλεγα, πρόταση σε αυτούς που τον ακούνε, λέγοντας ότι: “…αν νομίζετε ότι μπορείτε να το γεμίσετε με το πτώμα μου, τι περιμένετε και δεν με στήνετε στα έξι βήματα στον τοίχο;…”
Όπως καταλαβαίνετε, οι ερμηνείες που μπορείτε να δώσετε στο άδειο Κιβώτιο είναι χιλιάδες ίσως, και φυσικά αλλάζουν ανάλογα με την εποχή και τις καταστάσεις. Γι’ αυτό είπα πριν ότι καταφέρνει το μυθιστόρημα να είναι συνεχώς σε διάλογο με το σήμερα».
Θα μοιραστείτε μαζί μας, λίγα λόγια από τον μονόλογό σας; «Μια φράση που πάντα δυσκολεύομαι να την πω, καθώς με εξοντώνει συναισθηματικά: “Δεν πρόκειται τώρα πια να αλλάξω τα όσα γίνανε. Άδειο είναι το Κιβώτιο”. Κάθε φορά που φτάνω εκεί, είναι δύσκολα…».
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννηση του Άρη Αλεξάνδρου και 7 χρόνων παραστάσεων του έργου «Το Κιβώτιο», σχεδιάζονται επετειακές εκδηλώσεις· θα μας δώσετε ένα στίγμα τους;
«Θα προτιμούσα να μην πούμε κάτι τώρα, γιατί τα σχεδιάζουμε για το φθινόπωρο και δεν θέλω να πω κάτι που μπορεί, τελικά, να μην γίνει. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι γίνεται μια προσπάθεια να συμμετέχουν άνθρωποι που έχουν μεγάλη γνώση και σχέση με τον Άρη Αλεξάνδρου και το έργο του και θα βοηθήσουν πολύ να φτάσει αυτή η γνώση και στους νεότερους ανθρώπους που, ίσως, αγνοούν την τεράστια αυτή προσωπικότητα».
Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου «studio Μαυρομιχάλη», τι σας ελκύει, συνήθως, στην επιλογή ανεβάσματος ενός έργου; «Το να νιώσω μια ταραχή μέσα μου, την πρώτη φορά που θα το διαβάσω. Δίνω πολύ μεγάλη σημασία στην πρώτη επαφή με ένα έργο. Φυσικά, μετά μπαίνουν στην εξίσωση και πιο πρακτικά πράγματα για την τελική επιλογή. Αλλά η πρώτη εντύπωση είναι σημαντικός παράγων. Πάντως, σαφώς υπάρχει μια έλξη σε έργα που θίγουν πολιτικά και ιδεολογικά θέματα, καθώς και έργα που σκύβουν σε κοινωνικά θέματα με γνώση και ευαισθησία. Πολύ συχνά οι επιλογές μας δεν είναι “εύκολες”, αλλά αυτός είναι ο λόγος που φτιάξαμε το δικό μας θέατρο. Για να πούμε εγώ και οι συνεργάτες μου αυτά που μας απασχολούν και όχι να επιλέγουμε με κριτήριο το ταμείο. Όταν βέβαια συμβαίνουν και τα δύο, όπως έγινε με το “Κιβώτιο”, τότε είμαστε διπλά ευτυχείς!»
Δεκατρία χρόνια ζωής κλείνει το Θεατρικό Εργαστήρι στο Studio Μαυρομιχάλη· δώστε μας μια εικόνα της λειτουργίας του.
«Είναι το αντίδοτό μου στο επαγγελματικό άγχος. Με “παιδιά” από 18 ως 78 χρονών ανακαλύπτουμε την άδολη χαρά του θεάτρου. Κάνουμε αυτοσχεδιασμούς, παίζουμε παιχνίδια και στο τέλος κάθε χρονιάς παρουσιάζουμε τη δουλειά μας σε συγγενείς και φίλους. Και είμαστε όλοι χαρούμενοι! Ξεκινάει κάθε χρονιά τον Οκτώβριο και τελειώνει τον Ιούνιο. Είναι τρεις ώρες την εβδομάδα, αλλά από τα μέσα της χρονιάς εντατικοποιείται. Είναι πραγματικά υπέροχη απόδραση για μένα προσωπικά!»
Που εστιάζει -αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο αυτό, η διδασκαλία σας στο Θέατρο Τέχνης; Υπάρχουν κάποια κεντρικά μηνύματα που επιθυμείτε να επικοινωνείτε στους μαθητές σας;
«Υπάρχουν κάποια τεχνικά στοιχεία που είναι κάπως εξειδικευμένα και δεν νομίζω ότι θα ενδιαφέρουν κάποιον που διαβάζει αυτή τη συνέντευξη και δεν έχει άμεση σχέση με την δουλειά μας. Δύο κάπως πιο γενικά μηνύματα που προσπαθώ να περάσω στους μαθητές μου, είναι η επιμονή και η δύναμη που πρέπει να έχουν για να μπορέσουν να προχωρήσουν σε αυτή τη μαγική δουλειά».
Θα μοιραστείτε μαζί μας μία από τις εικόνες της πλούσιας καλλιτεχνικής σας διαδρομής, που αγαπάτε ιδιαίτερα; «Την πρώτη φορά που έπαιξα στο Θέατρο Τέχνης βασικό ρόλο. Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή. Ήταν στο έργο του Γιώργου Σκούρτη, «Οι Εκτελεστές». Στο Υπόγειο. Έπαιζα με τον Μίμη Κουγιουμτζή και τον Περικλή Καρακωνσταντόγλου. Μεγάλη συγκίνηση».
Κι ένα μελλοντικό σας σχέδιο;
«Η θεατρική διασκευή και παρουσίαση του μυθιστορήματος του Χανς Φάλαντα «Ο καθένας πεθαίνει μόνος του» και μια παράσταση για τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη -studio Μαυρομιχάλη γαρ…, πάνω σε κείμενο που γράφεται τώρα από τον εξαιρετικό Παντελή Μπουκάλα. Και τα δύο είναι για την επόμενη θεατρική περίοδο».
Κάποιες σκέψεις σας για την παρουσία της COVID-19 στο θέατρο και εν γένει στη ζωή μας;
«Ειλικρινά δεν μπορώ να το συζητήσω πια. Ζητάω συγνώμη… Τα έχουμε πει όλοι, όλα. Ελπίζω κάποια στιγμή να τελειώσει…»
Κάτι που αγαπάτε στη χώρα μας;
Την ενέργεια που είναι ακόμα ικανός να σου δίνει αυτός ο τόπος να δημιουργείς, παρόλη την ανικανότητά του κράτους να λειτουργήσει, έστω με κάποια σχετική επάρκεια. Και, φυσικά, δεν μιλάω για αυτήν ή την προηγούμενη ή την προ προηγούμενη κυβέρνηση. Μιλάω για τη δυσκολία μας διαχρονικά να φτιάξουμε ένα κράτος με κάποιες σταθερές αρχές και με μια συνέχεια».
Και κάτι που θα αλλάζατε σε αυτήν, αμέσως, αν ήταν εφικτό;
«Τη ζέστη το καλοκαίρι… Δεν την αντέχω… (γέλια). Θα άλλαζα και τον άκρατο, ασυγκράτητο και ανθρωποφάγο καπιταλισμό, αλλά μου είπατε αν ήταν εφικτό, οπότε, θα μείνω στη ζέστη που φαντάζει πιο εφικτό… Σίγουρα, πάντως, θα προσπαθήσω να αλλάξω σε μένα κάποια πράγματα, ελπίζω προς το καλύτερο, και βλέπουμε με τη χώρα».
Συντελεστές:
Δραματουργική επεξεργασία - Σκηνοθεσία : Φώτης Μακρής, Κλεοπάτρα Τολόγκου
Σκηνογραφία : Διονύσης Μανουσάκης
Μουσική: Γιώργος Νινιός
Ερμηνεύει ο Φώτης Μακρής