Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού - Ερευνητή
[email protected],
www.stadiodromia.gr
Πιλοτικά θα πραγματοποιηθεί φέτος ο διαγωνισμός που καθιερώθηκε να λέγεται ελληνική PISA σε μαθητές της ΣΤ Δημοτικού και της Γ Γυμνασίου. Θα συμμετάσχουν έως 6.000 μαθητές Δημοτικού και άλλοι τόσοι Γυμνασίου, από 600 Δημοτικά σχολεία και άλλα τόσα Γυμνάσια. Σκοπός του διαγωνισμού είναι να διερευνήσει τις γνώσεις που έχουν οι μαθητές στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά σε δύο στιγμές: ολοκληρώνοντας την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και ολοκληρώνοντας την Υποχρεωτική Εκπαίδευση, δηλαδή το Γυμνάσιο. Η συμμετοχή στο διαγωνισμό είναι υποχρεωτική, αλλά ανώνυμη. Δεν θα υπάρχει το όνομα του μαθητή, δηλαδή, στο γραπτό, αφού σκοπός δεν είναι η ατομική αξιολόγηση του μαθητή, αλλά η αποτίμηση των γνώσεων που έχουν οι μαθητές γενικά.
Καλοδεχούμενος ο διαγωνισμός· έπρεπε να γίνεται εδώ και χρόνια, ώστε να ξέρουμε που περίπου βρισκόμαστε. Όλες τις προηγούμενες δεκαετίες δεν είχαμε κανένα στοιχείο για το επίπεδο των γνώσεων των μαθητών, πέρα από τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών, που γίνονται, όμως, στο τέλος του Λυκείου. Εκεί οι πολύ χαμηλές επιδόσεις μας δείχνουν το πρόβλημα, χωρίς, όμως, να μας δείχνουν πότε και πώς δημιουργείται. Όλα τα μέτρα, οι μεταρρυθμίσεις, οι αλλαγές, όπως θέλετε πείτε το, σχεδιάζονται και υλοποιούνται σε μαθητές που δεν γνωρίζουμε τι γνωρίζουν. Το Υπουργείο Παιδείας, όμως, παίρνει μέτρα και κάνει συνεχείς αλλαγές εδώ και 40 χρόνια, αγνοώντας σε ποιους απευθύνονται τα μέτρα, αφού δεν γνωρίζει τι ξέρουν οι μαθητές.
Το πρόβλημα θα δημιουργηθούν όταν θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Όταν θα δουν ότι τα παιδιά στο Γυμνάσιο δεν ξέρουν να κάνουν διαίρεση. Μη μου πείτε ότι στο σύγχρονο κόσμο δεν χρειάζεται να γνωρίζεις διαίρεση. Ναι, υπάρχουν τα κομπιουτεράκια αλλά οι πράξεις δείχνουν τη σχέση του μαθητή με τους αριθμούς. Δεν μπορεί το 2 να χωράει 16 φορές στο οκτώ… Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα στα δύο χρόνια, που συμπληρώνουμε σε λίγες μέρες, της πανδημίας. Τα κλειστά σχολεία με την τηλεκπαίδευση ή τα ανοιχτά σχολεία με τα ανοιχτά παράθυρα και τις μάσκες απέχουν πολύ από το ιδανικό περιβάλλον μάθησης. Τα μαθησιακά κενά έχουν αυξηθεί πάρα πολύ και θα αποτυπωθούν και αυτά στην ελληνική PISA, δείχνοντας μια κατάσταση απελπιστική. Σε όλες τις χώρες η τηλεκπαίδευση δημιούργησε κενά και έριξε το επίπεδο των μαθητών.
Θα αντέξει η ελληνική κοινωνία αν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της άγνοιας των παιδιών της; Νομίζω πως γενικά αδιαφορεί και γι’ αυτό. Αρκεί το παιδί να έχει 19 και, για πάρα πολλούς (ευτυχώς όχι για όλους), δεν έχει σημασία τι πραγματικά γνωρίζουν τα παιδιά τους. Μετά τα αποκαλυπτήρια της άγνοιας τι θα γίνει; Θα γίνει πραγματικά μία συζήτηση για το πρόβλημα ή ο καθένας θα πετάει το μπαλάκι της ευθύνης στον άλλο; Το Υπουργείο στους εκπαιδευτικούς, οι εκπαιδευτικοί στο Υπουργείο, οι γονείς σε όλους και το ένα κόμμα στο άλλο; Διότι αυτό ζούμε πολλά χρόνια τώρα. Αν γίνει αυτό φυσικά δεν υπάρχει καμία ελπίδα βελτίωσης.
Δεν θα υπάρχει ελπίδα και αν ο διαγωνισμός χρησιμεύσει για την αξιολόγηση των σχολείων και την κατάταξή τους σε λίστες. Πρόκειται για μία λογική που εφαρμόστηκε σε άλλες, αγγλοσαξονικές χώρες, με καταστροφικά αποτελέσματα. Όπου τέτοιοι διαγωνισμοί χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των σχολείων οι μαθητές και εκπαιδευτικοί επικεντρώνονται στα τεστ και όχι στη μάθηση. Ήδη εμφανίστηκε και στην Ελλάδα, στην πρώτη εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων το 2014· οι μαθητές αρνούνταν να λύσουν ασκήσεις που δεν βρίσκονταν στην τράπεζα θεμάτων. Αν μάλιστα συνδεθεί η κατάταξη στις λίστες με τη χρηματοδότηση των σχολείων, τότε μιλάμε για την απόλυτη καταστροφή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αν ένα σχολείο δεν φέρνει καλά αποτελέσματα θέλει ενίσχυση και όχι μείωση χρηματοδότησης και κλείσιμο, όπως κάνουν στην Αμερική ή την Αγγλία, θεωρώντας το σχολείο που δεν έχει καλά αποτελέσματα ως κακή επένδυση και ως τέτοια δεν έχει λόγο ύπαρξης. Αντίθετα το σχολείο με κακές επιδόσεις χρειάζεται επιπλέον στήριξη και διερεύνηση των αιτιών της χαμηλής απόδοσης.
Όλοι θυμόμαστε από το πέρασμά μας από τις σχολικές αίθουσες, όταν ήμασταν νέοι, ότι κάποιοι καθηγητές μας ενέπνεαν, κάποιοι άλλοι όχι και κάποιοι άλλοι ήταν απαράδεκτοι. Όλοι θέλαμε, όταν ήμασταν μαθητές, όλοι οι καθηγητές να είναι σαν αυτούς που μας άρεσαν και μας ενέπνεαν, αλλά, φυσικά, αυτό είναι αδύνατο. Φανταστείτε αυτούς τους καθηγητές που μιλούσαν στην ψυχή μας, να τρέχουν να προλάβουν την ύλη των τεστ και να μην έχουν λίγο χρόνο να μας συνεπάρουν. Πρόκειται για το θάνατο της εκπαίδευσης. Αν θέλεις να κάνεις κάτι αδιάφορο τυποποίησέ το και οριοθέτησέ το ακριβώς. Έτσι σκοτώνεις την όποια μαγεία του.
Το θέμα είναι, λοιπόν, τι θα κάνουμε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Θα αποτελέσουν το έναυσμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ή θα χάσουμε ακόμη μία ευκαιρία;