Πειραϊκά θραύσματα της Ιστορίας του περιθωρίου

«Βούρλα - Τρούμπα» || Μωβ εκδόσεις
Παρασκευή, 18 Φεβρουαρίου 2022 10:01
UPD:11:40

«Ο Ζηνόβιος ή Τζίνο, ο γνωστός αγαπητικός της Τρούμπας, άνοιξε το καμπαρέ “45 Γιάννηδες” […]. To καμπαρέ βρισκόταν στην οδό Φίλωνος, ανάμεσα στην ΙΙας Μεραρχίας και τη Σκουζέ. Οι θαμώνες, εμπνευσμένοι από την παροιμία “Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση” συνήθιζαν να ονομάζουν το μαγαζί και Κόκορα. Σ’ εκείνο το καμπαρέ είχε σχεδιαστεί αρχικά να γυριστεί η ταινία “Λόλα”»· φωτογραφία από το αρχείο του συγγραφέα.

A- A A+

Το βιβλίο «Βούρλα - Τρούμπα: Μία περιήγηση στον χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968)» του Βασίλη Πισιμίση κυκλοφορεί από τις Μωβ εκδόσεις· έχουν προηγηθεί τέσσερις εξαντλημένες κυκλοφορίες, με την πρώτη  το 2010.  Την παρούσα έκδοση -με πλήρως αναδιαρθρωμένο κείμενο, εμπλουτισμένη εικονογράφηση, επεξεργασμένο αρχειακό υλικό και σύγχρονο εικαστικό- προλογίζει ο  Στράτος Δορδανάς, Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Ναύτες του 6ου Αμερικανικού Στόλου έξω από το μπαρ TONY’S

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, «γύρω από τα Βούρλα υπήρχαν διάφορα καφενεδοταβερνεία για να διασκεδάζουν οι θαμώνες, οι ναυτικοί και οι ναύτες των στόλων που έρχονταν στον Πειραιά. Γλεντοκοπούσαν όμως μόνοι χωρίς τη γυναικεία παρουσία, διότι οι πόρνες ήταν μαντρωμένες στα Βούρλα. Έτσι, ξεφύτρωσαν σιγά-σιγά τα καμπαρέ στη Τρούμπα· για να διασκεδάζουν με γυναίκες και το σπουδαιότερο, για να ξοδεύουν χρήματα. Και όταν έκλεισαν τα Βούρλα, άρχισε η ακμή της Τρούμπας.

Σινέ Ολυμπικ

Πολλά έχουν ειπωθεί για τη Τρούμπα. Για την Εκκλησία ήταν ο τόπος της ακολασίας. Για το κράτος, η ανήθικη τροχοπέδη στο έργο του. Για τους καθωσπρέπει κατοίκους, η ντροπή του Πειραιά. Για τους ναυτικούς, τόπος διασκέδασης και κραιπάλης. Για τους εφήβους, η μύηση στον έρωτα. Για τις πόρνες, το καταφύγιο από την περιφρόνηση της κοινωνίας. Και για τις πατρόνες και τους σωματέμπορους, ο εύκολος τρόπος απόκτησης χρήματος».

Γεφυρώνοντας χρονική περίοδο μεγαλύτερη από έναν αιώνα, το «Βούρλα – Τρούμπα» αποτυπώνει τη ζωή δύο σημαντικών μνημονικών τόπων του Πειραιά, για τους οποίους η επίσημη Ιστορία –μέχρι πρόσφατα και για ευνόητους λόγους– απέστρεφε το βλέμμα. Ο αναγνώστης «περπατά» στα κρατικά πορνεία των Βούρλων, στα Λεμονάδικα, στο ρεμπέτικο, στους τεκέδες, στα καμπαρέ και στις Λαμαρίνες. Δίπλα στο κοινωνικό περιθώριο ανάσαινε το λιμάνι του μόχθου και η προσφυγιά που, στριμωγμένη στα εργοστάσια της περιοχής, πάσχιζε για τη δύσκολη καθημερινότητα και το αβέβαιο μέλλον. Μέλλον, το οποίο οραματίζονταν διαφορετικό οι έγκλειστοι στρατευμένοι επαναστάτες των δικαστικών φυλακών Πειραιά.

Η μεγαλοτσατσά Ντουντού (σκίτσο του συγγραφέα) 

«…προσπάθησα να ανασυνθέσω όσο αντικειμενικά ήταν δυνατόν, την εποχή της παρακμής των κρατικών πορνείων στα Βούρλα και αργότερα, τη δόξα και την πτώση της περιβόητης Τρούμπας. Σκοπός μου ήταν να περιγράψω τους τύπους των ανθρώπων (πόρνες, νταβατζήδες, χασικλήδες, σωματέμπορους κ.λπ.) που σύχναζαν σ’ αυτές τις  δύο περιοχές και τις λυμαίνονταν…», σημειώνει ο συγγραφέας στην Εισαγωγή. Η έρευνά του είναι εμπεριστατωμένη και μεθοδολογικά ορθή. Αντιμετωπίζει τις πηγές του τόσο κριτικά όσο και με συμπάθεια. Διανθίζει το γλαφυρό κείμενο με προφορικές συνεντεύξεις, τις οποίες και  αναδεικνύει  όχι μόνο σαν αξιακά ιστορικά τεκμήρια αλλά και ως φορείς ζωντανής και σφριγηλής, καθηλωτικής εξιστόρησης -«Συνάντησα τον κυρ-Αναστάση από τη Δραπετσώνα στο μανάβικο απέναντι από τα Βούρλα επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, στις 17 Ιουνίου 2008. Πόντιος στην καταγωγή, 85 ετών τότε, μου είπε τις αναμνήσεις του από τα Βούρλα. Να τι μου είπε: “Από επτά χρονών παιδάκι σ’ εκείνα τα χρόνια τα φτωχά, βγήκα στη δουλειά. Λουστράκι ήμουνα και το στέκι μου ήταν στο Ρολόι του Πειραιά. Δύσκολα χρόνια, αλλά  είχαμε κέφι. Γελούσαμε βρε αδελφέ, παρ’ όλη τη φτώχεια μας. Σήμερα ο κόσμος είναι μουρτζούφλης. […] Πίσω από τον Άγιο Διονύση, εκεί στην Κάστορος, ήταν τα λαμαρινάδικα. Άκουγα τους μεγάλους που έλεγαν “πάμε στις Λαμαρίνες” αλλά δεν καταλάβαινα. Ήμαστε και πιτσιρικάδες και εκεί ήταν θεοσκότεινα τη νύκτα και από φόβο δεν περνούσαμε· πηγαίναμε όλο από τους κεντρικούς δρόμους. Μόλις το ’μαθα, μου πέρασε κι ο φόβος και πήγα. Μην φανταστείς ότι ήταν τίποτα της προκοπής, κάτι ξεπεσμένες· αλλά εγώ που δεν είχα ξαναπάει τις έβλεπα κουκλάρες. Αφού γλυκάθηκα, κάθε δυο-τρεις μέρες πήγαινα στις Λαμαρίνες. Μα καμιά τους δεν φόραγε βρακί; Σήκωναν το φουστάνι, πάταγαν το ένα πόδι σε κάνα παλιοτενεκέ και εσύ έκανες δουλειά σου. Κάθε φορά που πήγαινα στις Λαμαρίνες μου κόστιζε δέκα ζευγάρια παπούτσια να βάψω και η συγχωρεμένη η μάνα μου με ρωτούσε “Γιατί Αναστάση λιγότερα λεφτά σήμερα;” “Δεν είχε πολύ κόσμο ρε μάνα” της έλεγα. […]».

Βασίλης Πισιμίσης

Ο συγγραφέας

Ο Βασίλης Πισιμίσης γεννήθηκε το 1960 στο Βλόγγο Γορτυνίας και κατοικεί στο Κερατσίνι. Είναι μανιώδης συλλέκτης και μελετητής της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά με πλούσια πολιτιστική και συλλεκτική δραστηριότητα. Το 1989 δημιούργησε το Ιστορικό Λαογραφικό Αρχείο Κερατσινίου. Το 2003, εκδόθηκε το βιβλίο του «Το Ρολόι του Πειραιά: Το Παλιό Δημαρχείο», από τις εκδόσεις Συλλογές. Ασχολείται με τη λαϊκή ζωγραφική και τη γελοιογραφία. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και λευκώματα. Σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις Μωβ Εκδόσεις το νέο του βιβλίο Τρούμπα ΙΙ.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Προτεινόμενα για εσάς