Η νέα ταινία καταστροφής του Ρόλαντ Έμεριχ «πάτωσε» στα ταμεία.
Θα ήταν παράξενο αν συνέβαινε το αντίθετο.
Του Άκη Καπράνου
Φτάνω στα Village στο Παγκράτι, γύρω στις δέκα το βράδυ της Πέμπτης, έτοιμος να ψυχαγωγηθώ με το «Moonfall», τη νέα περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας του Ρόλαντ Έμεριχ για την οποία δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή. Προφανώς όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο υπάρχει πάντα μια επιπλέον υποψία πως η ταινία πιθανότατα δε θα βλέπεται – αν και το «φρέσκο» ακόμα ψηφιακό μέσο (το DCP δηλαδή, που αντικατέστησε το φιλμ) έχει καταστρέψει πολλές δημοσιογραφικές προβολές στο παρελθόν. Ρίχνω λοιπόν μια ματιά στο αμερικάνικο Metacritic για να τσεκάρω μια κάποια «σφυγμομέτρηση» κοινού και κριτικών και βλέπω αυτό:
Οι υποψίες πολλαπλασιάζονται, αλλά για μια στιγμή: Θυμάμαι ακόμα το 1996, όταν δηλαδή οι κριτικοί πετσόκοβαν το «Independence Day» κι εμείς βγαίναμε από το σινεμά ενθουσιασμένοι. Ο Έμεριχ είχε φτιάξει ένα καλοκουρδισμένο b-movie, διανθισμένο μάλιστα με εκρήξεις χιουμοριστικής υστερίας (ο Γουίλ Σμιθ πλακώνει στις μπουνιές έναν εξωγήινο, δηλαδή ok). Σε αυτές τις τελευταίες πολλοί συμπεριλαμβάνουν και τον pop πατριωτισμό της ταινίας – αν υποθέσουμε πως αυτή ήταν και η πρόθεση του δημιουργού της (εγώ για παράδειγμα δεν είμαι και τόσο σίγουρος). Αλλά όλοι στο σινεμά γοητευτήκαμε από την εικόνα καταστροφής του Λευκού Οίκου.
Ελάτε ας το παραδεχτούμε, υπάρχει κάτι απολαυστικό σε αυτή την εικόνα. Μια απόλαυση που δεν εκπίπτει σε κάποιου είδους «αντί-αμερικανισμό» (αστεία πράγματα όταν απολαμβάνεις τον ορισμό του popcorn-movie) καθώς γαργαλά ένα βαθύτερο αναρχικό ένστικτο που, με τη σειρά του, ενεργοποιείται αμέσως. Γιατί αν ο Λευκός Οίκος στέκει στο σύμπαν του ID4 ως το σύμβολο της απόλυτης εξουσίας, τότε η σχεδόν εξευτελιστική καταστροφή του από τους εξωγήινους είναι το Απόλυτο Μπάχαλο – που αναπόφευκτα επιδρά εξίσου ηδονιστικά στον θεατή του Λος Άντζελες και σ’ αυτόν του Πουέρτο Ρίκο ή της Αθήνας (εξ’ου και η σαρωτική παγκόσμια επιτυχία του σχετικά φτηνού φιλμ). Σημειώστε επίσης πως ο Γερμανός Έμεριχ, που σχεδίαζε να γίνει αρχιτέκτονας πριν τον κερδίσει το σινεμά, έχει δηλώσει στο παρελθόν το εξής: «Δεν είμαι ο Ρόλαντ ο Εξολοθρευτής! Για να ανατινάξω ένα κτήριο, πρέπει να συμβολίζει κάτι!» (συνέντευξη στο CQ – 26/7/2013) Ίσως γι’ αυτό και έχει καταστρέψει τον Λευκό Οίκο τρεις φορές: Μια στο ID4, μια στο 2021 και μια στο White House Down. «Τι έχει μείνει;» μοιάζει να αναρωτήθηκε. «Εδώ που φτάσαμε, γκρέμισ’το κι αυτό να τελειώνουμε» μοιάζει να του είπαν οι παραγωγοί, και έτσι φτάνουμε στο «Moonfall».
Ακολουθώ την προβλεπόμενη διαδικασία: Ένας κουβάς popcorn, αναψυκτικό, άραγμα κεντρικά, στην τρίτη σειρά από την οθόνη. Λίγος κόσμος, αλλά κι αυτός αναλόγως εφοδιασμένος, ξέρουμε όλοι τι έχουμε έρθει να δούμε. Από την πρώτη σκηνή όμως, κάτι φαίνεται να μην πάει καλά: Ένα πανοραμικό στο αχανές διάστημα, μας οδηγεί σε ένα διαστημόπλοιο που βρίσκεται στη τροχιά της σελήνης – και στο soundtrack παίζει το «Africa» των Toto. Η ιδέα μοιάζει ελκυστική στο χαρτί. Όμως τα πρόσωπα των ηθοποιών «τρυπάνε» τις ψηφιακές στολές τους, και αυτό δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Είναι η πρώτη σκηνή ειδικών εφέ μιας ταινίας που υποτίθεται πως στηρίζεται σ’ αυτές, και η όψη είναι ήδη λάθος. Λες, δε πειράζει, ας ακούσουμε το τραγούδι. Το οποίο αρχίζουν να σχολιάζουν οι Χάλι Μπέρι και Πάτρικ Γουίλσον, με διαλόγους αφόρητα τετριμμένους, που λες, δεν μπορεί, πλάκα μας κάνουν.
Αλλά όχι: Οι πρωταγωνιστές αποδίδουν τις ατάκες τους με μια εντυπωσιακή σοβαρότητα, λες και παίζουν, ας πούμε, στο «Alien» του Ρίντλεϊ Σκότ, και όχι στο ID4. Και αυτό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα όταν ο πραγματικός ήρωας της ταινίας (τον ενσαρκώνει ο συμπαθής Τζον Μπράντλεϊ – ο μόνος που δεν βαριέται στην ταινία) είναι ένας «καμένος» συνωμοσιολόγος που στα δύσκολα αναρωτιέται «Τι θα έκανε ο Έλον (Μασκ)», διατηρεί ένα blog σχετικά με την ύπαρξη εξωγήινων και πιστεύει πως το φεγγάρι… είναι μια απάτη! Δηλαδή ένας ψεύτικος πλανήτης, που κατασκευάστηκε από εξωγήινη τεχνολογία και τροφοδοτείται από παγιδευμένα αστέρια. Καθώς λοιπόν ο πλανήτης καταστρέφεται, οι συνωμοσιολόγοι εκφράζουν τη φωνή της λογικής, ενώ οι στρατιωτικοί συζητούν με θλίψη τις καλύτερες δυνατές επιλογές για την ανατίναξη της Σελήνης με πυρηνικά. Καλώς ή κακώς, αυτή δεν είναι η εποχή που θα μπορούσε κανείς να ποντάρει σε μια τέτοια ιδέα, αλλά κι’αυτό ακόμα θα το «έτρωγα» αν ο Έμεριχ ενδιαφερόταν να μου το πουλήσει.
Είναι όμως τόσο ολοκληρωτικά αδιάφορος για τους ηθοποιούς του (που κι αυτοί βέβαια δεν έχουν και χαρακτήρα να ερμηνεύσουν – υπάρχει όμως στ’ αλήθεια πιο άχρωμος σταρ από τον Πάτρικ Γουίλσον;) που δεν μπορεί να καμουφλάρει, έστω υποτυπωδώς, την εργαλιοποίηση της συνομωσιολογίας ως άλλο ένα εμπορικό έρεισμα, ακριβώς όπως το «Africa» των Toto στην εισαγωγή: Σας έλειψε να ακούσετε το «Africa»; Ορίστε, ξεμπερδέψαμε και με τη ρετρό νοσταλγία, πάμε για τα επόμενα. Και πας στα επόμενα, όπου για κάθε μία εντυπωσιακή απεικόνιση της Σελήνης - μαϊμού, έχεις green screen που βγάζουν μάτι, matte «τοπία» που μοιάζουν να ζωγραφίστηκαν από τον Μπομπ Ρος σε ένα τέταρτο και εκρήξεις που θα ταίριαζαν περισσότερο σε μια ταινία straight-to-video παρά σε ένα blockbuster κόστους 140 εκατομμυρίων δολαρίων. Πραγματικά, που πήγαν αυτά τα λεφτά;
Ευτυχώς που υπήρχε και αυτό το ερώτημα βέβαια, αλλιώς δε θα είχα και πολλά να με απασχολούν την ώρα που έβλεπα μια ταινία καταστροφής, αλλά και την καταστροφή μιας ταινίας, λεπτό προς λεπτό, με τη βαρεμάρα να διογκώνεται από την Playstation αισθητική και το γέλιο να έρχεται λυτρωτικά στο τρίτο μέρος (που θέλει να «αρπάξει» και λίγο new age μυστικισμό επιπέδου «Contact» - τρομάρα του). Μετά τελείωσε, κοίταξα λίγο την ώρα, μετά το κενό μέσα μου, και πήρα μια παρηγοριά από τα μπινελίκια των συμμαρτυρούντων θεατών στο δρόμο για την έξοδο.
Τουλάχιστον το φεγγάρι ήταν ακόμα στη θέση του.