Η πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια με λογικό κόστος, η καινοτομία, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων και ο ψηφιακός μετασχηματισμός συνθέτουν ένα πλαίσιο προκλήσεων για το επιχειρείν και την κοινωνία, καθιστώντας την ανάγκη συνεργατικής ανεύρεσης των βέλτιστων λύσεων επιτακτικότερη από ποτέ.
Η ανάδειξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, δηλαδή του μηδενικού ισοζυγίου εκπομπών και απορροφήσεων Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ), σε σχεδόν παγκοσμίως αποδεκτό στόχο αποτελεί το ιδιαίτερα ελπιδοφόρo αποτέλεσμα της COP 26. Στόχο στον οποίο η Ευρώπη πρώτη δεσμεύτηκε μέσω της Πράσινης Συμφωνίας, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή επιλογή της ηπείρου μας να ηγείται των προσπαθειών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, παρότι «συνεισφέρει» μόλις το 8% σε αυτήν. Με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή συστήματος κοστολόγησης των εκπομπών ΑτΘ, από το 2005, στη βάση της αρχής «στοχοθετώ, υλοποιώ, αξιολογώ, αναθεωρώ», η Ευρώπη αποτελεί υπόδειγμα όχι μόνο στόχων αλλά και υλοποίησης των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει. Πλέον, όλο και μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας κοινότητας αντιλαμβάνεται ότι η μετάβαση είναι απαραίτητη, αλλά και σύνθετη ως προς την υλοποίησή της, αφού επιχειρείται να επιλυθεί ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε σε δεκαετίες, σε λίγα μόνο χρόνια. Το ερώτημα δεν βρίσκεται λοιπόν στο αν, αλλά στο πώς θα μεταβούμε στην κλιματική ουδετερότητα, διασφαλίζοντας και τα υπόλοιπα δομικά συστατικά της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Περιβαλλοντική διάσταση Σε ευρωπαϊκό, αλλά και εθνικό επίπεδο, η σύγχρονη επιχειρηματικότητα αναγνωρίζει ότι για τη δημιουργία ενός επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος, με προοπτική και ανθεκτικότητα, είναι πλέον απαραίτητη η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στη στρατηγική και στον τρόπο λήψης των αποφάσεων, γεγονός που αποτυπώνεται στην ανάληψη εθελοντικών δεσμεύσεων, την εντατικοποίηση επενδύσεων σε καινοτομία, αλλά και την εφαρμογή κριτηρίων βιωσιμότητας στην επιλογή προμηθευτών και συνεργατών. Όμως, παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, είναι σαφές ότι το κόστος άνθρακα θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα το επόμενο διάστημα. Η υποχρέωση των επιχειρήσεων σε αγορά περισσότερων δικαιωμάτων εκπομπών μέχρι το 2030, που επιχειρείται μέσω της αναθεώρησης του ευρωπαϊκού πλαισίου, σε τιμές που έχουν υπετριπλασιαστεί μόλις τα δύο τελευταία έτη, αν δεν συνδυαστεί με αντίστοιχη πίεση εξίσωσης του κόστους στον διεθνή ανταγωνισμό, συνιστά σημαντικό κίνδυνο διαρροής επενδύσεων. Κάτι τέτοιο θα στοίχιζε θέσεις εργασίας, επενδύσεις και εξαγωγές, χωρίς κανένα όφελος για το περιβάλλον, αφού η παραγωγή θα γίνεται σε χώρες χωρίς περιορισμούς. Για τη χώρα μας το ζήτημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο λόγω γεωγραφικής θέσης και αφορά άμεσα κλάδους που συνεισφέρουν το 27% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της μεταποίησης και απασχολούν περίπου 57 χιλ. εργαζόμενους.
Η πράσινη μετάβαση αποτελεί λοιπόν μια από τις σύγχρονες προκλήσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της επόμενης περιόδου. Η πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια με λογικό κόστος, η καινοτομία, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων και ο ψηφιακός μετασχηματισμός συνθέτουν ένα πλαίσιο προκλήσεων για την επιχειρηματικότητα, αλλά και την κοινωνία, καθιστώντας την ανάγκη συνεργατικής ανεύρεσης των βέλτιστων λύσεων επιτακτικότερη από ποτέ. Υποβολή εκθέσεων Στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλει η υποχρέωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας για την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας (Corporate Sustainable Reporting Directive) από μεγαλύτερο πλήθος επιχειρήσεων, με πιο εξειδικευμένες απαιτήσεις ως προς τα πεδία κάλυψης και την επιβεβαίωση των αναφερόμενων στοιχείων. Η συστηματική καταγραφή, παρακολούθηση και δημοσιοποίηση του αντικτύπου της δραστηριότητας των επιχειρήσεων στους τομείς «Περιβάλλον», «Κοινωνία» και «Διακυβέρνηση» (ESG) δεν είναι εύκολη διαδικασία, απαιτεί κινητοποίηση πόρων, που ιδίως σε μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις δεν είναι πάντα διαθέσιμοι. Όμως η πραγματική πρόκληση στα κριτήρια ESG είναι να αποτελέσουν εργαλείο των διοικήσεων που καλούνται να λάβουν αποφάσεις σε συνθήκες αυξημένης αβεβαιότητας και πολυπλοκότητας, να δημιουργήσουν κεφάλαιο εμπιστοσύνης με την κοινωνία και τους λοιπούς επιχειρηματικούς εταίρους, και περιβάλλον εμπιστοσύνης στον (σημαντικό πλέον) αριθμό επενδυτών που εντάσσoυν την αξιολόγηση στους τομείς ESG ως κριτήριο της τελικής επιλογής τους. [SID:14932464]