Η φαρμακευτική εταιρεία Johnson & Johnson και τρεις μεγάλες εταιρείες διανομής φαρμάκων δέχτηκαν σήμερα να καταβάλουν 590 εκατομμύρια δολάρια στις φυλές των αυτοχθόνων Αμερικανών προκειμένου να λήξει η δικαστική διαμάχη τους για την κρίση των οπιοειδών, σύμφωνα με το έγγραφο μιας συμφωνίας που κατατέθηκε σε δικαστήριο.
Το ποσό αυτό είναι ξεχωριστό από τα 75 εκατομμύρια που είχαν συμφωνήσει να καταβάλουν οι τρεις διανομείς (McKesson, AmerisourceBergen και Cardinal Health) στη φυλή των Τσερόκι τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Η κρίση των οπιοειδών, που έχει στοιχίσει τη ζωή, λόγω υπερβολικής δόσης, σε περισσότερους από 500.000 ανθρώπους τα τελευταία 20 χρόνια στις ΗΠΑ, πυροδότησε σωρεία αγωγών σε όλη τη χώρα, είτε από μεμονωμένα πρόσωπα, είτε από συλλογικότητες (δήμους, κομητείες, Πολιτείες…).
Οι φυλές των Αμερινδών ήταν μεταξύ εκείνων που επλήγησαν περισσότερο: κατέγραψαν το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής δόσης από οπιοειδή φάρμακα, ανά κάτοικο. «Για τον λόγο αυτό, οι ηγεσίες των φυλών σε όλες τις ΗΠΑ αναγκάστηκαν να δαπανήσουν σημαντικά ποσά για να καλύψουν το κόστος της κρίσης, όπως το αυξημένο κόστος νοσηλείας, κοινωνικών υπηρεσιών, προστασίας των παιδιών και εφαρμογής του νόμου» αναφέρεται στο έγγραφο.
Όλες οι αναγνωρισμένες φυλές, συνολικά 574, μπορούν να συμμετάσχουν στη συμφωνία, ακόμη και αν δεν είχαν προσφύγει στα δικαστήρια.
Οι εταιρείες AmerisourceBergen, Cardinal Health, McKesson και Johnson & Johnson δέχτηκαν το περασμένο καλοκαίρι να καταβάλουν 26 δισεκατομμύρια δολάρια για να παύσουν οι διώξεις σε βάρος τους, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας.
Η Johnson & Johnson διευκρίνισε σήμερα ότι τα 150 εκατομμύρια δολάρια που δέχτηκε να δώσει, εντός δύο ετών, στις φυλές των αυτοχθόνων θα ληφθούν από το ποσό της προηγούμενης συμφωνίας. Υπογράμμισε επίσης ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός δεν αποτελεί «παραδοχή ευθύνης ή ομολογία διάπραξης αξιόμεμπτης πράξης».
Οι τρεις άλλες εταιρείες δεν διευκρίνισαν αν το ποσό των 440 εκατομμυρίων δολαρίων που δέχτηκαν να δώσουν σε βάθος επταετίας εντάσσεται στο πλαίσιο της συμφωνίας των 26 δισεκ. δολαρίων.
Πηγές: ΑΜΠΕ, AFP