«Το μονοπάτι των χαμένων ψυχών»

Ο Θεός συγχωρεί, ο κόσμος λησμονεί, αλλά το Κακό μένει
Πέμπτη, 20 Ιανουαρίου 2022 09:34
A- A A+

Του Άκη Καπράνου

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1962, ο συγγραφέας Γουίλιαμ Λίντσεϊ Γκρέσαμ έκλεισε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Dixie του Μανχάταν.

Ήταν εκεί όπου το 1946 ολοκλήρωσε το πιο γνωστό έργο του, το πετυχημένο “pulp” μυθιστόρημα «Nightmare alley», μια τρομερή ιστορία προδοσίας και αίματος, διανθισμένη με γκροτέσκες πινελιές, πολλές από τις οποίες κουβαλούσαν έντονο αναμνησιακό φορτίο για τον ίδιο καθώς πέρασε τα πρώτα χρόνια της νιότης του εργαζόμενος σκληρά σε ένα «μπουλούκι» γεμάτο μέντιουμ, ακροβάτες, λαϊκές ατραξιόν και πολλά «τέρατα» - όπως αυτά του βιβλίου του, αλλά και της μυθικής, ομώνυμης ταινίας του Τοντ Μπράουνινγκ.

Σε αντίθεση με το «Freaks» όμως (που κατέστρεψε την καριέρα του σκηνοθέτη του), το βιβλίο του Γκρέσαμ αποτέλεσε μεγάλο εκδοτικό σουξέ – τόσο που η παντοδύναμη τότε 20th Century Fox «έσκασε» 60.000 δολάρια (ποσό αμύθητο για την εποχή) για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα για την πρώτη μεταφορά του στο σινεμά.

Ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα, θα έλεγε κανείς - ο Γκρέσαμ όμως ήταν φτιαγμένος από στόφα τραγικού ήρωα. Έτσι, η επιτυχία του βιβλίου του αποδείχτηκε για τον ίδιο εξίσου καταστροφική με την αποτυχία του «Freaks». Τα χρήματα ξοδεύτηκαν σε χρόνο-μηδέν. Ο ίδιος κύλισε πολύ γρήγορα στον αλκοολισμό, καταστρέφοντας το γάμο του. Προσπαθώντας να ξεκόψει, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, και μετέπειτα τη Σαϊεντολογία – για να τα απορρίψει στη συνέχεια. Ένα δεύτερο βιβλίο («Libido Tower») συνάντησε την αδιαφορία του κοινού, που τον είχε ήδη ξεχάσει. Ακόμα και η υγεία του έδειξε να τον προδίδει: Όταν έφτανε στο Dixie εκείνο τον Σεπτέμβριο, είχε ήδη διαγνωστεί με καρκίνο, και η όραση του έπνεε τα λοίσθια.

Το μαρτύριο του όμως δε θα κρατούσε για πολύ: Ο Γκρέσαμ θα έλυνε όλα του τα προβλήματα με μια χούφτα υπνωτικά χάπια, σαν ήρωας ενός noir που δεν έχει ακόμα γυριστεί, στο ξενοδοχείο όπου υπέγραψε τη μοναδική του επιτυχία. Στις τσέπες του πτώματος βρέθηκαν και οι τελευταίες επαγγελματικές κάρτες που είχε τυπώσει:

    Γουίλιαμ Λίντσεϊ Γκρέσαμ
 Συγγραφέας

Χωρίς διεύθυνση

Χωρίς τηλέφωνο

Χωρίς δουλειά

Χωρίς λεφτά

Αποσυρμένος
 

Κάθε φορά που με ρωτούν γιατί δεν βλέπω σειρές, αναφέρομαι κατευθείαν στην αφηγηματική οικονομία του σινεμά: Εκεί που ο άλλος θέλει πέντε σεζόν για να πει κάτι, ο άλλος το κάνει σε δυο ώρες. Είναι μια ποιότητα που εκτιμώ, στην τέχνη τουλάχιστον. Και φυσικά, όταν αναφερόμαστε σε αφηγηματική οικονομία στο σινεμά, το πρώτο είδος που έρχεται στο μυαλό μας είναι το film noir, που μπορούσε να κάνει το ίδιο σε λιγότερο από δυο ώρες. Κάποια μάλιστα από τα κορυφαία δείγματα του είδους, μόλις που ξεπερνούν τα 60 λεπτά, όπως το «Detour» του Έντγκαρ Τζέι Ούλμερ (γυρισμένο το 1945, το συγκλονιστικό αυτό φιλμ είναι ίσως η κορυφή του αρχετυπικού noir).

Αυτή η οικονομία δείχνει απούσα από την εκδοχή του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, αυτή που μας απασχολεί σήμερα, μια ταινία διάρκειας 150 λεπτών και κόστους 60 εκατομμυρίων δολαρίων. Είναι επίσης (και σε αντίθεση με την πρώτη μεταφορά του βιβλίου) ένα φιλμ άκρως μαξιμαλιστικό: Η καλλιτεχνική διεύθυνση μοιάζει να διακατέχεται από μια, σχεδόν μπαρόκ υπερβολή ενώ κάθε, μα κάθε κίνηση της κάμερας στο φιλμ, μαρτυρά μια δεξιοτεχνία που ομολογουμένως πηγαίνει μίλια μακριά από τον ψυχρό τεχνοκρατισμό που συναντά κανείς στα περισσότερα blockbuster σήμερα. Και αυτό επειδή διαθέτει χάρη και αισθητική. Είναι σίγουρα η ταινία ενός ανθρώπου που λατρεύει τόσο το να κάνει σινεμά, όσο και το Σινεμά το ίδιο.

Με άλλα λόγια, μπορεί η πρώτη μεταφορά του βιβλίου να ήταν ένα κλασσικό νουάρ, ο Ντελ Τόρο όμως, πηγαίνοντας πίσω στο πρωτότυπο υλικό, αποφάσισε να υπερτονίσει όλα αυτά τα Γοτθικά στοιχεία του, σαν γνήσιος οπαδός του Φανταστικού, κι ας ολοκληρώνει και μερικές αναφορές στο πρώτο φιλμ (το γραφείο της ηρωίδας που ενσαρκώνει η Μπλάνσετ, ρέπλικα εκείνου της πρώτης ταινίας, αλλά και μια αναπάντεχα ασπρόμαυρη σεκάνς, έξυπνα τοποθετημένη στην έντονη χρωματική παλέτα της ταινίας του).

Ως λάτρης του νουάρ δυσκολεύτηκα. Ως οπαδός του Ντελ Τόρο (που, κακά τα ψέματα, έχει τουλάχιστον δυο αριστουργήματα στη φιλμογραφία του), γοητεύτηκα.

Η κατάμαυρη, όσο και τραγική ιστορία του πρωτότυπου, δείχνει να  έχει γοητεύσει και τον ίδιο – εξ’ου και η υπερβολή. Κακά τα ψέματα, είναι πολλά τα 150 λεπτά του – και η Κέιτ Μπλάνσετ, όσο και να προσπαθεί, μπορεί μονάχα να μιμηθεί την femme fatale: Είναι μεγάλη ηθοποιός η ίδια, αλλά δε διαθέτει τη στόφα μιας Μπέτι Ντέιβις, ή μιας Γκάρμπο, που μπορεί να μην αρίστευσαν ποτέ στα Actor’s Studio, διέθεταν όμως μια λάμψη που δεν ήταν επίκτητη. Δεν έχει να κάνει με το ταλέντο. Και προφανώς δε φταίει η Μπλάνσετ γι’ αυτό. Απλά δεν υπάρχουν τέτοιοι σταρ σήμερα, γιατί το κόλπο δουλεύει αλλιώς.

Αλλά τελικά, βλέποντας το, θυμήθηκα μια κουβέντα που μου είχε πει ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος: «Εσείς οι κριτικοί έχετε περίεργες απαιτήσεις. Βλέπετε μια ταινία και απαιτείτε απ’ αυτήν να είναι τέλεια. Αν μια ταινία έχει 20 λεπτά καλά, εγώ είμαι ικανοποιημένος». Αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, ζήτημα να έχει 20 σκάρτα λεπτά το πανέμορφο φιλμ του Ντελ Τόρο. Διαθέτει μάλιστα και φινάλε ακόμα καλύτερο απ’ αυτό του πρώτου φιλμ, ένα φινάλε που μοιάζει να περικλείει μέσα του την ουσία του noir που, στα πιο τραγικά του, γειτνιάζει ξεκάθαρα με την αρχαία Ελληνική τραγωδία. Και είναι ένας αληθινά τραγικός ήρωας αυτός που ενσαρκώνει ο Μπράντλεϊ Κούπερ εδώ, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του δημιουργού του.

--------------------------------------------------------------------------------------

Στην (βραβευμένη στη Βενετία) «Έρημη χώρα» του Αχμάντ Μπαχραμί όλα περιστρέφονται γύρω από έναν λόγο που βγάζει στους εργάτες του ένας ιδιοκτήτης εργοστασίου τούβλων. Η κυκλική αφήγηση επιστρέφει ξανά και ξανά σ’ αυτόν, για να επικεντρωθεί κάθε φορά και σε έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Είναι ένας πανέξυπνος τρόπος για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της πλοκής, σε αυτό το ασπρόμαυρο, Ιρανικό φιλμ, που είναι κινηματογραφημένο με μεγάλη μαστοριά, και «ανδρωμένο» με ισχυρή πολιτική θέση. Πιο χαλαρά τα πράγματα στο «Γάζα, αγάπη μου» των Άραμπ & Ταρζάν Νάσερ, που πιάνει το νήμα της πλοκής από τον έρωτα ενός 65χρονου και διαθέτει (παραδόξως) γενναίες δόσεις ελαφράδας και χιούμορ. Βγαίνει και το ντοκιμαντέρ «Latin noir», όπου ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Ανδρέας Αποστολίδης, ταξιδεύει με την κάμερά του στο Μεξικό, την Κούβα, το Περού, τη Χιλή και την Αργεντινή, ώστε να εντοπίσει τους λόγους που το latin noir εξελίχθηκε σε ένα από τα δυναμικότερα είδη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Μαζί με όλα αυτά, και μια επανέκδοση των «Σκηνών από ένα γάμο» του Μπέργκμαν, για τους κινηματογραφόφιλους που θέλουν να βλέπουν τα κλασσικά μονάχα στη μεγάλη οθόνη – και καλά κάνουν!

Προτεινόμενα για εσάς