Το βιβλίο «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» του Κωνσταντίνου Μπερτσιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οροπέδιο.
Το 1972, οι πρώτες μπουλντόζες μπαίνουν στον μικρό κάμπο του Μόρνου κοντά στο Λιδωρίκι, στην καρδιά της Στερεάς Ελλάδος, και αρχίζουν τα έργα για την κατασκευή της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Το έργο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ύδρευση της Αθήνας όπου έχει συγκεντρωθεί ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας.
Οι κάτοικοι της περιοχής, που ζούσαν εκεί από πάππου προς πάππον, αναγκάστηκαν να εκκενώσουν άρον-άρον τη γενέθλια γη και να αναζητήσουν νέους τόπους για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Η δυσκολία επιβίωσης των ανθρώπων σε αυτή την κοιλάδα ουδόλως απαλύνει τον πόνο της βίαιης απομάκρυνσης από τις πατρογονικές τους εστίες, και μάλιστα χωρίς καμία ελπίδα επιστροφής.
Τα νερά έπνιξαν χιλιάδες στρέμματα γης αλλά δεν κατάφεραν να καταπνίξουν τα βιώματα που αποτελούν το άυλο διαχρονικό αποτύπωμα της παρουσίας των ανθρώπων σε αυτό τον τόπο –«“…στον βυθό αυτής της λίμνης ήταν το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, σ’ αυτό τον βυθό έχουν θαφτεί τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής μου…”».
Τα δεκαοχτώ διηγήματα αυτού του βιβλίου αποτελούν εγκώμιο προς έναν κόσμο που η λίμνη εξαφάνισε ολοσχερώς χωρίς, όμως, να τον σβήσει από τις μνήμες.
Σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας στο Προ-κείμενο της έκδοσης: «Έχουμε άραγε ως άνθρωποι, και μάλιστα περαστικοί από αυτόν τον κόσμο, το ηθικό δικαίωμα να καταστρέφουμε τη φύση και το περιβάλλον που μας φιλοξενεί, επικαλούμενοι διάφορες βαρύγδουπες έννοιες, όπως “κοινό καλό”, “δημόσιο συμφέρον”, “οικονομική ανάπτυξη” ή κάποιες λιγότερο “ενοχοποιητικές”, όπως “πράσινη” ή “αειφόρος ανάπτυξη”, χωρίς να ορίζουμε επακριβώς τη σημασία τους;
Εάν ως χώρα είχαμε ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, δεν θα συγκεντρωνόταν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας στην Αττική και τότε σίγουρα δεν θα υπήρχε ανάγκη να καταστραφεί η ορεινή Δωρίδα με την τεχνητή λίμνη του Μόρνου.
Εάν γινόταν σωστή μελέτη, που θα ελάμβανε υπόψη την επαπειλούμενη αισθητική υποβάθμιση των περιοχών τοποθέτησης των αιολικών και ηλιακών πάρκων, δεν θα είχαμε αυτά τα εκτρώματα που αντικρίζουμε σήμερα στα πάλαι ποτέ πανέμορφα βουνά μας.
Εάν οι περιβαλλοντικές μελέτες που γίνονται για κάθε είδους μεγάλα και μικρά έργα εστίαζαν περισσότερο στις αισθητικές συνέπειες, αλλά και στην ιστορική κουλτούρα που κουβαλά κάθε τόπος που θα επηρεαστεί από τη δημιουργία αυτών των έργων, τότε θα ήμασταν μια χώρα που θα απεδείκνυε έμπρακτο σεβασμό για το ένδοξο παρελθόν της και σοβαρή μέριμνα για τις μελλοντικές γενιές από τις οποίες δανείζεται πόρους για την επιβίωσή της.
Πιστεύω πως η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα ενισχύσει και τη δική σας πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως κυρίαρχος του πλανήτη, αλλά ως συνδετικός κρίκος για την αρμονική συνύπαρξη έμψυχου και άψυχου κόσμου. Δεν είμαστε νοικοκύρηδες σε αυτόν τον πλανήτη, μόνο νοικάρηδες».
[email protected]