Του Δημήτρη Παπαδημούλη *
Τον Νοέμβριο του 2021, ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κομισιόν, Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για τον νέο Προϋπολογισμό της ΕΕ για το 2022. Κατά τη διαπραγμάτευση, ως Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πετύχαμε σημαντικές αυξήσεις σε πολιτικές και προγράμματα που συμβάλλουν στην ανάκαμψη μετά την πανδημία, και για προγράμματα όπως το καίριας σημασίας EU for Health, το πρόγραμμα για την έρευνα HorizonEurope, το πρόγραμμα «LIFE» για το περιβάλλον και τη δράση για το κλίμα, αλλά και το Ταμείο Ασύλου και Μετανάστευσης, την ενίσχυση του εμβολιασμού σε τρίτες χώρες, το UNRWA και την Ανθρωπιστική Βοήθεια.
Οι βελτιώσεις αυτές, ωστόσο, ύψους 500 εκατ. ευρώ περίπου, που καταφέραμε πάνω στο σχέδιο Προϋπολογισμού που παρουσίασε το φειδωλό Συμβούλιο, αν και ικανοποιητικές, δεν είναι αρκετές. Η ανάγκη να επιδιώξουμε ακόμη καλύτερα αποτελέσματα στον Προϋπολογισμό του 2023 είναι επιτακτική. Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει, αφενός, το Συμβούλιο να σταματήσει να προβαίνει σε αδικαιολόγητες περικοπές και αφετέρου, η Κομισιόν, να λειτουργήσει όπως προβλέπεται από τις διατάξεις, ως «έντιμος διαμεσολαβητής». Διότι με προϋπολογισμό της τάξης του 1% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ δεν είναι εφικτό να επιτευχθούν οι στόχοι που η ίδια θέτει, πόσο δε μάλλον τα περισσότερα που ζητά το Ευρωκοινοβούλιο.
Συγκεκριμένα, η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών, η αποπληρωμή του χρέους που έχει αναλάβει η ΕΕ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και οι δημόσιες επενδύσεις που χρειάζεται να γίνουν για να επιτευχθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι στο πλαίσιο της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, προϋποθέτουν ενίσχυση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και των ιδίων πόρων της ΕΕ, του οποίου αποτελούν τη βασική πηγή εσόδων.
Αναφορικά με το τελευταίο, Κοινοβούλιο, Συμβούλιο και Κομισιόν έχουν αναλάβει, με τη Διοργανική Συμφωνία του Δεκεμβρίου του 2020, τη δέσμευση να εργαστούν για την εισαγωγή πρόσθετων νέων ιδίων πόρων. Και όντως, ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2021 εισήχθη, ως νέος ίδιος πόρος, μια συνεισφορά των χωρών της ΕΕ που βασίζεται στην ποσότητα των μη ανακυκλούμενων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών.
Ωστόσο, είχαμε παρεκκλίσεις της Κομισιόν από το χρονοδιάγραμμα της Διοργανικής Συμφωνίας, αναφορικά με την υποβολή προτάσης σχετικά με την επιβολή φόρου ψηφιακών υπηρεσιών (ψηφιακό τέλος) και φρένο από το Συμβούλιο στην όλη διαδικασία. Ενέργειες που αμφότερες, υπονομεύουν την ενίσχυση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και καθιστούν και την EE, ουραγό σε θέματα δίκαιης φορολόγησης, μιας και ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο επιτεύχθηκε στον Ο.Ο.Σ.Α. συμφωνία για την αντιμετώπιση των φορολογικών προκλήσεων που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση της οικονομίας, η οποία, στη συνέχεια, υιοθετήθηκε από τους ηγέτες των 20 πιο ισχυρών οικονομιών του κόσμου (G20).
Η συμφωνία αυτή βασίζεται σε δύο πυλώνες:
Ο πρώτος ορίζει ότι πλέον, το 25% των κερδών των πολυεθνικών εταιρειών θα φορολογείται στα κράτη που γίνεται η ψηφιακή κατανάλωση των υπηρεσιών τους (το 75% των κερδών φορολογείται ακόμη στο κράτος που η πολυεθνική εταιρεία έχει την έδρα της).
Ο δεύτερος πυλώνας εισάγει ένα παγκόσμιο ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15% (Global Minimum Tax), με βάση τον οποίο θα φορολογούνται πλέον τα κέρδη των πολυεθνικών που έχουν ετήσια έσοδα άνω των 750 εκατομμυρίων ευρώ.
Πρόκειται για μια ιστορική συμφωνία, ασφαλώς, παρά τις αδυναμίες της. Όχι μόνο επειδή γίνεται ένα πρώτο βήμα προκειμένου να καταπολεμηθούν φαινόμενα φοροαποφυγής μέσω της τεχνητής μετατόπισης των κερδών σε εδάφη όπου υπόκεινται σε μειωμένη ή καθόλου φορολογία, αλλά και επειδή οι τεχνολογικοί κολοσσοί θα αρχίσουν επιτέλους να καταβάλλουν το μερίδιο που τους αναλογεί.
Εν όψει και αυτών των εξελίξεων λοιπόν, είναι κρίσιμο να αποτραπούν τυχόν περαιτέρω καθυστερήσεις στην υιοθέτηση πρότασης για την επιβολή ψηφιακού τέλους και να τηρηθεί πιστά το χρονοδιάγραμμα της Διοργανικής Συμφωνίας για την εισαγωγή πρόσθετων ιδίων πόρων που θα περιλαμβάνουν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και χρηματοδοτική συνεισφορά συνδεδεμένη με τον εταιρικό τομέα ή νέα κοινή βάση φορολογίας εταιρειών.
Στο πλαίσιο αυτό, χρειαζόμαστε έναν δραστικά ισχυρότερο προϋπολογισμό, με ισχυρότερους ίδιους πόρους, όπως ζητά ενωμένο το Ευρωκποινοβούλιο, από την Αριστερά μέχρι την κοινοβουλευτική κεντροδεξιά.
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του σχεδίου της για την ανάκαμψη από της συνέπειες της πανδημίας. Παράλληλα, ο ευρωπαϊκός πρϋπολογισμός θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει εξακολουθητικά και με ουσιαστικό τρόπο, τις διαχρονικές και μακροχρόνιες προτεραιότητές της ΕΕ, όπως η κοινωνική και οικονομική συνοχή, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και η συμπεριληπτική ανάπτυξη. Προτεραιότητες οι οποίες είναι σήμερα πολύ πιο σημαντικές για τη βιώσιμη ανάκαμψη από ό,τι στο παρελθόν.
* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς (Τhe Left) στην Επιτροπή Προϋπολογισμών (BUDG) και μέλος της Ομάδας Εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον έλεγχο εφαρμογής του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.