Το έργο «Πρόσωπο με Πρόσωπο» του Ρώσου συγγραφέα Alexander Gelman ανεβαίνει στο θέατρο «Μορφές Έκφρασης», σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου και μουσική Διονύση Τσακνή [Αλκμήνης 13, Πετράλωνα].
Η Μαρία Παπαλάμπρου μοιράζεται τη σκηνή με τον Θωμά Κινδύνη. Μιλήσαμε μαζί της.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
«Το έργο γράφτηκε από τον Alexander Gelman τη δεκαετία του ’90 και παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, συνδυάζοντας άριστα την πολιτική κριτική με τον κοινωνικό προβληματισμό και τη ψυχαναλυτική ματιά.
Ένας έρωτας διαλύεται μπροστά στη δίψα για κοινωνική αναγνώριση, καριέρα, χρήμα.
Ένα αθώο παιδί γίνεται θύμα στον βωμό της φιλοδοξίας.
Μια απρόσμενη ανατροπή, θα φέρει έναν άντρα και μια γυναίκα πρόσωπο με πρόσωπο με την πιο κρυφή τους αλήθεια.
Ένα έργο που ξεμπροστιάζει μια κοινωνία που έχει χάσει κάθε ευαισθησία».
Ερμηνεύετε τη Νατάσα –μια περιγραφή σας; «Πρόκειται για μια γυναίκα με πάθος και ευφυΐα, η οποία όμως βρίσκεται σε μια συνθήκη που την καθιστά αδύναμη να πράξει αυτόνομα . Η Νατάσα είναι σύζυγος και μάνα, αλλά, ίσως, να μην έχει καταφέρει να είναι η Νατάσα, όπως θα ήθελε. Μια γυναίκα που άφησε τα νεανικά της όνειρα για να στηρίξει τον άντρα της στο κυνήγι μιας καριέρας που θα έφερνε και στους δύο κοινωνική αναγνώριση και χρήμα, πληρώνοντας ένα βαρύ αντίτιμο».
Και μια περιγραφή του Αντρέι;
«Υπάρχει μια στιγμή στο έργο, όπου η Νατάσα στρέφει προς τον Αντρέι λέγοντας ειρωνικά: “Κοίτα τον εαυτό σου. Αυτό είναι το πορτρέτο ενός μάνατζερ που κατάφερε να κλείσει το τρίμηνο”. Δεν έχει και άδικο. Ο Αντρέι έχει υιοθετήσει πλήρως τις κυρίαρχες προσταγές της κοινωνίας στην οποία ζει. Θα έκανε οτιδήποτε για να γίνει επιτυχημένος, ορίζοντας την επιτυχία με τον πιο επιφανειακό τρόπο. Σπουδαίος επαγγελματίας, ευκατάστατος, οικογενειάρχης. Ή μήπως, τα όσα διαδραματίζονται ανάμεσα σε αυτόν και την Νατάσα, είναι ικανά τα αναδείξουν το βάθος που για χρόνια έχει απωλέσει; Θα δείτε την παράσταση και θα μου πείτε».
Από τι τρέφονται οι μεταξύ τους συγκρούσεις; «Σε μια πραγματικότητα όπου κυριαρχούν τα “εγώ”, πώς άραγε μπορούν δυο άνθρωποι να λειτουργήσουν “μαζί”; Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια τραγική συνθήκη, όπου η Νατάσα θεωρεί τον σύζυγό της υπεύθυνο για ένα ατύχημα που συνέβη στον μοναχογιό τους. Πόσο, μάλλον, όταν οι επαγγελματικές φιλοδοξίες επισκιάζουν κάθε ευαισθησία ή διάθεση για κατανόηση. Όταν δυο άνθρωποι αδυνατούν να δείξουν ενσυναίσθηση και να ξεφύγουν από τη προσωπική τους στόχευση, όταν χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλον ως εργαλεία ανέλιξης, πως είναι δυνατόν να αποφευχθεί η σύγκρουση;»
Διαβάζουμε πως μεγάλο θύμα του εγωισμού τους, είναι το παιδί τους –κι αυτό ακούγεται, δυστυχώς, διαχρονικά οικείο. Τι εκπέμπει το έργο, για το τεράστιο αυτό θέμα; «Το θέμα είναι, πράγματι, τεράστιο και πολύ λεπτό. Ένα παιδί που φέρει τα βάρη των γονιών του, δεν είναι αποκλειστική συνθήκη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ή εποχής, είναι μία κατάσταση στην οποία κάθε παιδί και γονέας μπορεί να βρεθεί. Σίγουρα το έργο δεν προσπαθεί τόσο να νουθετήσει σχετικά με το θέμα, όσο να παρουσιάσει μια συνθήκη όπου ο σοβαρός τραυματισμός του παιδιού λειτουργεί σαν σπινθήρας ώστε να βγουν στο προσκήνιο όλες οι συγκρούσεις του ζευγαριού που, μέχρι πρότινος, έμεναν στην αφάνεια. Το παιδί, όχι μόνο είναι το θύμα των γονιών του, αλλά ίσως να είναι και η μόνη τους ελπίδα να έρθουν αντιμέτωποι με τους εαυτούς τους και να λυτρωθούν. Ίσως οι γονείς θα έπρεπε να ακούν περισσότερο τα παιδιά τους, παρά το αντίθετο».
Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τον Θωμά Κινδύνη; «Είναι ένας άνθρωπος τον οποίο σέβομαι και θαυμάζω, τον γνωρίζω από τα νεανικά μου χρόνια, έχουμε παίξει μαζί, με έχει σκηνοθετήσει, είμαστε φίλοι και έχουμε μεταξύ μας μια οικειότητα που μας επιτρέπει την καταβύθιση στους τόσο απαιτητικούς ρόλους μας, χωρίς προσχήματα. Ήταν μια συνειδητή επιλογή να δουλέψουμε μαζί. Το αποτέλεσμα θα το κρίνει το κοινό, όμως για εμάς είναι μια πολύ όμορφη εμπειρία».
Κάποιο σχόλιο για τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Διαμαντόπουλου; «Ο Γιάννης Διαμαντόπουλος, σαν μαέστρος, έφτιαξε μια παρτιτούρα για τη σκηνοθεσία του γεμάτη εναλλαγές στον ρυθμό, με απαιτήσεις στη λεπτομέρεια, στην καθαρότητα των ψυχολογικών τόνων, στον έλεγχο των εκφραστικών μέσων».
Κάποιες σκέψεις, κάποια συναισθήματα που, πιστεύετε, αφήνει η επαφή με το έργο; Ποια «γεύση» μένει; «Η γεύση του είναι σαν ένα δυνατό ποτό που μας διεγείρει. Έχει άρωμα εξουσίας και ίντριγκας. Είναι γοητευτικό μα και επικίνδυνο. Είναι καταστροφικό και εθιστικό, μα επιθυμητό. Είναι Αρσενικό και Θηλυκό. Συγκλονίζει με την αλήθεια του ενόσω μας μιλάει με την φωνή της υποκρισίας και του συμφέροντος».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο –ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«“Νατάσα: Αντρέι, δεν σ’ εμπιστεύομαι!
Αντρέι: Νατάσα, τι συμβαίνει; Τι ανακάλυψες; Τι έγκλημα έκανα πάλι; Δεν ξέρω τι φταίει; Απλώς δεν μπορώ να είμαι και αφεντικό και άνθρωπος.
Νατάσα: Δεν ανέχομαι πια καμιά υποκρισία”».
Ζήσατε δέκα χρόνια στο Βερολίνο. Μετά την απώλεια του συζύγου σας, Τάσου Αλεξόπουλου, το 2019, αποφασίσατε να επιστρέψετε μαζί με την κόρη σας στην Ελλάδα. Πέρα από δικούς σας αγαπημένους ανθρώπους, είναι κάτι που σας έλειψε πολύ, αυτά τα δέκα χρόνια, από τη χώρα μας; «Η ζωή μου στο Βερολίνο ήταν υπέροχη. Λατρεύω την Ελλάδα, αλλά δεν ένιωθα έλλειψη όσο ζούσα εκεί. Αυτό που, ίσως, νοσταλγούσα ήταν η καθημερινή επαφή με τη θάλασσα. Μέσα σε 15 λεπτά, να βρίσκεσαι δίπλα στο κύμα».
Και κάτι που θα αλλάζατε στην Ελλάδα, αμέσως, αν ήταν εφικτό;
«Η Ελλάδα είναι ένας τόπος υπέροχος, μαγικός. Εμείς, οι άνθρωποί της, νομίζω ότι θα έπρεπε να αλλάξουμε και να μετριάσουμε τον εγωϊσμό μας. Είμαστε περήφανοι για το ήλιο και τη θάλασσα, αλλά αυτά δεν μας ανήκουν. Μας ανήκουν τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στις ράμπες των αναπήρων, ο μόνιμος διχασμός, η πόλωση, η εσωστρέφεια».
Είναι κάτι που σας λείπει, τώρα, από το Βερολίνο; «Η πολυπολιτισμικότητα, το καλλιτεχνικό πνεύμα που κυριαρχεί παντού και, ταυτόχρονα, η τάξη και η οργάνωση που υπάρχει -όχι σαν μορφή υποχρεωτικότητας, αλλά σαν μορφή ελευθερίας».
Κάποιο μελλοντικό σχέδιό σας;
«Θα ήθελα να δημιουργήσω έναν πολιτιστικό χώρο στον οποίο να φέρω την εμπειρία από την προσωπική και επαγγελματική ζωή μου στο Βερολίνο, και να τον μοιραστώ με ανθρώπους που όραμά τους είναι ο πειραματισμός και η έρευνα που θα φέρει το καινούργιο».
Πλησιάζουμε στο τέλος του 2021. Μια επιθυμία, μια ευχή σας για τη νέα χρονιά που θα έρθει; «Εύχομαι να ξαναβρούμε τη ζωή έτσι όπως την ξέραμε, την επαφή με τους ανθρώπους έτσι όπως την επιθυμούμε, να κάνουμε πάλι όνειρα χωρίς εμπόδια».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]