Επείγον σήμα κινδύνου εκπέμπει η Ένωση Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας Ελλάδας (ΕΕΕΚΕ), επισημαίνοντας τη δυσχερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σύστημα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας.
Όπως επισημαίνει, η υποβάθμισή του, «που φτάνει στα όρια της απαξίωσης, θα επιφέρει με βεβαιότητα ανάσχεση στην αναμενόμενη τουριστική ανάπτυξη των επομένων ετών και δεδομένη απώλεια εσόδων για την χώρα μας».
Η ΕΕΕΚΕ υπογραμμίζει πως ο κλάδος των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας συμβάλλει με το έργο του αποφασιστικά και ουσιαστικά στην ενίσχυση του βασικού πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι άλλος από τη βιομηχανία του Τουρισμού. «Είναι γνωστό ότι ο τομέας των αερομεταφορών στο σύνολό του έχει φτάσει να συνεισφέρει το 10,2% του ΑΕΠ της χώρας. Το κόστος των υπηρεσιών διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας (υποδομές, μισθολογικό κόστος, κλπ) χρηματοδοτείται αποκλειστικά και μόνο μέσω των τελών αεροναυτιλίας, τα οποία καταβάλουν οι αεροπορικές εταιρίες και στην ουσία το επιβατικό κοινό. Κατ’ απαίτηση των Ευρωπαϊκών Κανονισμών, τα τέλη διαδρομής πρέπει να διατίθενται αποκλειστικά για τους σκοπούς της ανάπτυξης και της βελτίωσης των υπηρεσιών αεροναυτιλίας, ενώ λόγω του ανταποδοτικού τους χαρακτήρα ανακτάται πλήρως το κόστος των υπηρεσιών που παρέχει η εναέρια κυκλοφορία στους χρήστες.
Στη χώρα μας, παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις του υπουργείου Μεταφορών και όλων των ιθυνόντων ότι το σύνολο των ζητημάτων θεσμικής, τεχνικής και οικονομικής φύσεως του ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας θα διευθετηθούν και δεν υφίσταται λόγος ανησυχίας εκ μέρους μας, οι επανειλημμένες εκκλήσεις μας δεν έχουν εισακουσθεί».
Σύμφωνα με τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, τα προβλήματα συσσωρεύονται και διογκώνονται, καταδεικνύοντας τη δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας. Η ανανέωση του υλικοτεχνικού εξοπλισμού κρίνεται πλέον επιβεβλημένη, καθώς για παράδειγμα το βασικό σύστημα radar, αυτό που εξυπηρετεί τον ελληνικό εναέριο χώρο συνολικά, εγκαταστάθηκε το 1999, καθιστώντας το πλέον απαρχαιωμένο, με τη διεθνή πρακτική να επιβάλει την πλήρη αντικατάστασή του ανά 10-12 έτη, μετά από συνεχείς ενδιάμεσες αναβαθμίσεις.
«Όταν συμβαίνουν πτώσεις του εν λόγω συστήματος, όπως συνέβη σήμερα 16 Δεκεμβρίου, ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας επιστρέφει σε πρακτικές προηγούμενων ετών, που δεν συμβαδίζουν με τις σημερινές απαιτήσεις χωρητικότητας, ταχύτητας και ασφάλειας, καθώς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας να εξυπηρετήσουν την εναέρια κυκλοφορία είναι εξαιρετικά δυσχερείς. Ταυτόχρονα, το προσωπικό έχει συρρικνωθεί δραματικά σε καίριες μονάδες και βρίσκεται πλέον σε ιστορικά χαμηλά των τελευταίων 20 ετών, αδυνατώντας να εξυπηρετήσει επαρκώς την εναέρια κυκλοφορία. Παράλληλα, το θέμα της επιβεβλημένης θεσμικής αναδιάρθρωσης των παρόχου αεροναυτιλίας με την οικονομική και διοικητική διακριτότητα και αυτοτέλεια έχει και αυτό βαλτώσει. Οι οχλήσεις μας προς το υπουργείο Μεταφορών είναι συνεχείς, χωρίς όμως αποτέλεσμα» τονίζει η ΕΕΕΚΕ.
Καλεί το υπουργείο Μεταφορών «να δείξει συνέπεια και να εγκύψει επιτέλους στα ουσιαστικά προβλήματά που αντιμετωπίζει η αεροναυτιλία. Η υφαρπαγή των τελών αεροναυτιλίας για αλλότριους σκοπούς και για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους είναι ευθεία προκλητική παραβίαση της κείμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Η απαξίωση της αεροναυτιλίας και η έλλειψη διαφάνειας στη διαχείριση των ανταποδοτικών τελών αποτελούν τροχοπέδη στην υλοποίηση του έργου μας.
Έχοντας βαθιά επίγνωση της ευθύνης μας και λειτουργώντας πάντα με γνώμονα την ασφάλεια των πτήσεων, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και πρωτίστως το επιβατικό κοινό ότι, δεδομένων των συνθηκών, καθώς και της αναμενόμενης ολικής αναβίωσης της κυκλοφορίας κατά τη θερινή περίοδο του 2022, καθίσταται δυσχερής έως αδύνατη η ομαλή εξυπηρέτηση της εναέριας κυκλοφορίας στη χώρα μας. Προειδοποιούμε ότι αναπόφευκτα θα υπάρξουν σημαντικά προβλήματα καθυστερήσεων, ιδιαίτερα κατά τη θερινή περίοδο. Ας αναλάβουν οι αρμόδιοι το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί» τονίζουν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας.