Της Ανθής Αγγελοπούλου
Στοιχεία που σοκάρουν έδωσε στη δημοσιότητα η νέα μελέτη που υπογράφουν ο καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας και ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας Θεόδωρος Λύτρας. Σύμφωνα με αυτήν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 μέχρι 6 Μαΐου 2021 που καταγράφηκαν τα δεδομένα, αυξήθηκε σημαντικά η θνητότητα στους διασωληνωμένους στην Ελλάδα, κατά περιόδους και κατά περιοχές, από 57% - 87%.
Η μελέτη κατέγραψε ότι η θνητότητα αυξανόταν σημαντικά όσο αυξάνονταν οι ασθενείς. Από 25% στους άνω των 400 ασθενών έφτανε στο +57% στους άνω των 800 ασθενών. Ενώ, η νοσηλεία εκτός ΜΕΘ ή μακριά από νοσοκομείο της Αττικής συσχετίστηκε επίσης με σημαντικά αυξημένη θνησιμότητα (35-40%).
Συγκεκριμένα, υπήρχε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της θνητότητας και του συνόλου των διασωληνωμένων ασθενών πάνω από 400, με το μέγεθός του να αυξάνεται προοδευτικά: από 1,25 (95%CI: 1,03–1,51) για 400-499 ασθενείς, έως 1,57 (95%CI: 1,22–2,02) για 800+ ασθενείς. Η διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ σχετίζεται όπως αναφέρει, έντονα με τη θνητότητα (HR 1,87, 95%CI: 1,65–2,12), όπως και η ηλικία, ιδιαίτερα στους άνω των 60 χρονών. Είναι ενδιαφέρον ότι η νοσηλεία εκτός της Αττικής συνδέθηκε και με αυξημένη ενδονοσοκομειακή θνητότητα, με HR 1,35 (95%CI: 1,24–1,47) για τη Θεσσαλονίκη και 1,40 (95%CI: 1,30–1,51) για την υπόλοιπη χώρα. Δεν υπήρχε συσχέτιση με το φύλο, αλλά υπήρχε μια μικρή αρνητική χρονική τάση (HR 0,97 ανά μήνα, 95%CI 0,94–1,00, p=0,02) που δείχνει σταδιακά χαμηλότερη θνητότητα καθώς προχωρούσε η πανδημία.
Σύμφωνα με του ερευνητές, τα αποτελέσματα της μελέτης υποδεικνύουν, ότι η ενδονοσοκομειακή θνητότητα των βαρέως πασχόντων ασθενών με COVID-19 επηρεάζεται αρνητικά τόσο από το υψηλό φορτίο ασθενών ακόμη και χωρίς υπέρβαση χωρητικότητας, καθώς και από τις περιφερειακές ανισότητες. Αυτό αναδεικνύει την ανάγκη για ουσιαστικότερη ενίσχυση των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, εστιάζοντας σχετικά με την ισότητα και την ποιότητα της περίθαλψης, εκτός από την αύξηση της ικανότητας.
Οι δύο καθηγητές επισημαίνουν ότι κατά την περίοδο της μελέτης, δύο επιδημικά κύματα παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα. Το πρώτο κορυφώθηκε τον Νοέμβριο 2020 και επικεντρώθηκε στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, ενώ το δεύτερο συνδέθηκε με την Β.1.1.7 παραλλαγή και επηρέασε την Αθήνα και ολόκληρη τη χώρα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης εκτός του ότι αποτυπώνουν τις υπάρχουσες ανισότητες στον τομέα της υγείας που καθορίζουν το χάσμα αγροτικής-αστικής πόλης, με αποτέλεσμα ένα υψηλότερο ποσοστό θνητότητας κρουσμάτων COVID-19 σε υποεξυπηρετούμενες και αγροτικές περιοχές παρά την υψηλότερη έκθεση στον ιό στις πόλεις, φέρνουν και στο προσκήνιο τις σοβαρές ελλείψεις έμψυχου και άψυχου υλικού στα νοσοκομεία μας.
Ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ
Οι ερευνητές τονίζουν μάλιστα, ότι αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν ήδη την ανάγκη για ενίσχυση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης στο πλαίσιο της ετοιμότητας για πανδημία, καθώς η κλιμάκωση της ικανότητας κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας περιορίζεται από παράγοντες όπως η διαθεσιμότητα εκπαιδευμένου υγειονομικού προσωπικού. Στην Ελλάδα οι αυξημένες ανάγκες εργαζομένων στον τομέα της υγείας λόγω COVID-19 αντιμετωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με ανακατατάξεις προσωπικού, βραχυπρόθεσμες προσλήψεις και επιτάξεις υπηρεσίες ιδιωτικών ιατρών. Αυτά μπορεί να ήταν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση του χρόνιου υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας ως συνέπεια της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να γίνουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην υγεία και για τη μετά-COVID εποχή, διασφαλίζοντας ισότιμη πρόσβαση σε φροντίδα υψηλής ποιότητας για όλους.
Τέλος, η ανάλυση των δύο καθηγητών παρέχει στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως λένε από τις αρμόδιες αρχές, ότι σε εθνικό επίπεδο η ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα βαριά ασθενών με COVID-19 επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό φορτίο ασθενών. Βέβαια οι ερευνητές επεσήμαναν ότι παρόμοια ευρήματα για ασθενείς με COVID-19 αναφέρθηκαν από τις Υποθέσεις Βετεράνων για νοσοκομεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και από ένα μεγάλο νοσοκομείο Αναφοράς στη Βόρεια Ιταλία.