«Το Παπαγαλάκι» της Μαρί-Χελίν Μπερτίνο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος, σε μετάφραση Ιλάειρας Διονυσοπούλου.
Την εβδομάδα του γάμου της, επισκέπτεται τη νύφη ένα πουλί, στο οποίο αναγνωρίζει τη νεκρή γιαγιά της, λόγω της γαλάζιας γραμμής κάτω από τα μάτια της, της αμφίβολης έκφρασης και του τρόπου που ρωτά «Τι είναι το Διαδίκτυο;»
«Μια εβδομάδα πριν από τη μέρα του γάμου μου, επιστρέφοντας στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο με μια δανεική οδοντόκρεμα στο χέρι, βρήκα ένα μικρό πουλάκι να με περιμένει στον χώρο που ονομάζουμε προθάλαμο, και αμέσως κατάλαβα πως ήταν η γιαγιά μου. Αναγνώρισα τα λαμπερά, κοκκινισμένα μάτια, την πονηρή αποδοκιμασία στο βλέμμα.[…] “Τι είναι το Διαδίκτυο;” λέει, δεν λέει το πουλάκι. […]“Τι είναι το Διαδίκτυο;” επιμένει η γιαγιά μου, το πουλάκι, μιλώντας σαν να κουβεντιάζουμε ήδη, πράγμα που, κατά μία έννοια, το κάνουμε.
Μου είχε τηλεφωνήσει για να μου κάνει αυτή την ερώτηση πριν από δέκα χρόνια. Σκέφτηκα τότε να της εξηγήσω αυτό το τεχνολογικό φαινόμενο, όμως παραήταν γριά. Τι νόημα θα είχε, σκέφτηκα, να της μιλήσω για μια παράσταση που θα ξεκινούσε μετά τη δική της έξοδο; […] Είπα λοιπόν στη γιαγιά μου ότι το Διαδίκτυο ήταν κάτι που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο μηχανικούς και ότι η επίδρασή του στην κοινωνία θα ήταν μηδαμινή.
Την επόμενη μέρα ανέβηκε σε μια σκάλα που είχε στερεώσει στον τοίχο της, για να καρφώσει μια στραβή σανίδα. Τη διέκοψε ένα τηλεφώνημα, μάλλον –ποτέ δεν μάθαμε με βεβαιότητα. Σκόνταψε στη σκάλα, έπεσε από τη σκεπή και σωριάστηκε αναίσθητη, ώσπου τη βρήκε ένας γείτονας. Για έναν ολόκληρο μήνα προσπαθούσαμε να τη βγάλουμε από το κώμα, με τη μουσική του Λόρενς Γουέλκ. Προτίμησε να μείνει κοιμισμένη.
Μετά τον χαμό της, κάθε δωμάτιο έγινε δωμάτιο του τίποτα. […] το ψέμα που είπα στη γιαγιά μου για το Διαδίκτυο έγινε οδυνηρό πετραδάκι βαθιά στο στομάχι μου που δεν λέει να φύγει.
Τώρα, η δεύτερη ευκαιρία μου γαντζώνει τα νύχια της στο χείλος ενός ποτηριού με νερό, σε ένα παρόν κατακλυσμένο απ’ το Διαδίκτυο, ζωντανή όσο κι εμείς, προσπαθώντας να πιεί μια γουλίτσα με το ράμφος της, χωρίς να τα καταφέρνει. “Τελικά αποδείχτηκε πολύ πιο σημαντικό απ’ όσο σε είχα αφήσει να νομίζεις”, είπα.
“Άντε καλέ”».
Η γιαγιά της νύφης είναι ένα παπαγαλάκι. Της λέει να μην παντρευτεί. Της λέει: «Πήγαινε και βρες τον αδερφό σου».
Τις επόμενες ημέρες, η πορεία της νύφης προς τον βωμό γίνεται ένα άγριο και ολοένα πιο κατακερματισμένο, ασταθές ταξίδι που κλίνει προς το σουρεαλιστικό και την αναγκάζει να αντιμετωπίσει ζητήματα που είναι βαθιά θαμμένα.
Ένα μυθιστόρημα που ανταποκρίνεται στην ταραχώδη σύγχυση του να γίνεις γυναίκα σήμερα· το παπαγαλάκι ρωτά και αρχίζει να απαντά στις βασικές ερωτήσεις: Πώς μας κάνουν οι αναμνήσεις, μας κλείνουν σε κλουβί και μας ελευθερώνουν; Πώς τιμούμε τις εμπειρίες μας και συνεχίζουμε να γινόμαστε οι πιο δυνατοί, αληθινοί μας εαυτοί; Για ποιον είμαστε υπεύθυνοι, τι οφείλουμε και πώς τους επιτρέπουμε να αλλάξουν;
Επείγον, παράξενο, συμπονετικό και ευφυές, «Το παπαγαλάκι» είναι διανθισμένο με χαρά, φόβο και ένα αναπόσπαστο νήμα πραγματικής αγάπης· είναι μια γεμάτη ζωή εξερεύνηση του εαυτού και της σύνδεσης.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]