Δύο ιδιώτες ως ηγετικά στελέχη του κυκλώματος, εννέα αστυνομικοί, πολιτικός υπάλληλος, δικηγόρος, υπάλληλος ληξιαρχείου και ακόμα πέντε ιδιώτες ως απλά μέλη είναι οι συλληφθέντες ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ελληνοποιήσεων μέσω της παράνομης έκδοσης ταυτοτήτων και διαβατηρίων.
Συνελήφθη και αλλοδαπός ως πελάτης του κυκλώματος, για δωροδοκία υπαλλήλου, ψευδή βεβαίωση και χρήση ψευδούς βεβαίωσης.
Πέρα από τους 20 αυτούς που συνελήφθησαν, στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 195 άτομα, μεταξύ των οποίων 21 αστυνομικοί, δύο απόστρατοι, πολιτική υπάλληλος και 171 ιδιώτες. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για - κατά περίπτωση - εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία υπαλλήλου, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, πλαστογραφία, ψευδής βεβαίωση, νόθευση και για παραβάσεις των νομοθεσιών για τη μετανάστευση, τα όπλα, τα ναρκωτικά, κ.α.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, προέκυψε ότι το κύκλωμα είχε αναπτύξει ιεραρχικά δομημένο και πολύπλοκο δίκτυο συνεργατών, οι οποίοι υπό τις εντολές του διευθύνοντος της οργάνωσης, δραστηριοποιούνταν στην έκδοση γνησίων (τυπικά) δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων έλληνα πολίτη, κυρίως σε αλλοδαπούς αλλά και σε Έλληνες, πολλές φορές με πλούσιο ποινικό παρελθόν.
Για την έκδοση των εγγράφων, χρησιμοποιούσαν ψευδή στοιχεία μη υπαρκτών ατόμων ή στοιχεία ομογενών, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στο εξωτερικό ή στοιχεία υπαρκτών Ελλήνων, κατόπιν προηγηθείσας ψευδούς δήλωσης απώλειας νόμιμου δελτίου ταυτότητας ή τα πραγματικά τους στοιχεία ταυτότητας, μέσω παράνομης κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.
Με τη χρήση των εγγράφων αυτών, οι πελάτες του κυκλώματος απολάμβαναν - κατά περίπτωση - πλήθος ευεργετημάτων και συγκεκριμένα την απόκρυψη τυχόν ποινικού τους παρελθόντος, την ελεύθερη παραμονή και κίνηση τους στη χώρα, την απρόσκοπτη έξοδό τους από τη χώρα και την ελεύθερη κίνηση και διαμονή σε χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζώνης Σένγκεν, την έκδοση αδειών οδήγησης, την κατάρτιση νέων ή τη χρήση υπαρκτών φορολογικών μητρώων με την κατ’ επέκταση σύσταση εταιρειών και επιχειρήσεων χωρίς την καταβολή των αναλογούντων φόρων, καθώς και τη σύναψη συμβάσεων και συμβολαίων οποιασδήποτε μορφής.
Όπως προέκυψε, η δράση της εγκληματικής οργάνωσης τοποθετείται από τουλάχιστον τον Απρίλιο του 2013, με το συνολικό οικονομικό όφελος του δικτύου να υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 5.000.000 ευρώ.
Το «modus operandi»
Σχετικά με τον τρόπο δράσης («modus operandi») της εγκληματικής οργάνωσης, διαπιστώθηκε ότι κάθε μέλος είχε διακριτό ρόλο που - κατά περίπτωση - ήταν η προσέλκυση ενδιαφερόμενων, η παράσταση ως μάρτυρας ταυτοπροσωπείας, η προμήθεια πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, η έκδοση δελτίων ταυτότητας, η παροχή πληροφοριών μέσω αναζητήσεων σε ηλεκτρονικές εφαρμογές της Ελληνικής Αστυνομίας ή γενικότερα στην υποβοήθηση του έργου της οργάνωσης.
Συγκεκριμένα, ο «διευθυντής» της οργάνωσης κατηύθυνε τα υπόλοιπά μέλη και συντόνιζε τις ενέργειές τους, έφερνε σε επαφή τους ενδιαφερόμενους με τα «αρμόδια» μέλη της οργάνωσης και καθόριζε το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί για την έκδοση των εγγράφων.
Με τη συνδρομή του δεύτερου ηγετικού στελέχους και υπαλλήλων δημοτολογίων και ληξιαρχείων, οι δυο τους αναζητούσαν την κατάλληλη οικογενειακή μερίδα, κυρίως Ελλήνων παλιννοστούντων από χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. ή προέβαιναν στην κατάρτιση τέτοιων μερίδων, μέσω δήλωσης εικονικών γάμων και γεννήσεων στο εξωτερικό, με τη χρήση πλαστών πιστοποιητικών αλλοδαπών Αρχών.
Παράλληλα, καθοδηγούσε τους «πελάτες», προκειμένου να δηλώνουν ως τόπο κατοικίας διεύθυνση η οποία να εμπίπτει στην εδαφική αρμοδιότητα συγκεκριμένου Τμήματος Ασφαλείας ή Γραφείου Διαβατηρίων, στο οποίο ο αρμόδιος αστυνομικός να ήταν μέλος της οργάνωσης.
Στη συνέχεια, με τη χρήση του εκδοθέντος πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, τις φωτογραφίες και τα παράβολα, καθώς και με την παρουσία μέλους της οργάνωσης ως μάρτυρα ταυτοπροσωπίας, μετέβαιναν με τον ενδιαφερόμενο στην εκάστοτε εκδούσα Αρχή.
Εκεί οι αστυνομικοί παραλάμβαναν τα σχετικά δικαιολογητικά και προέβαιναν στην παράνομη έκδοση ταυτότητας ή στην ανάλογη διαδικασία για την έκδοση διαβατηρίου.
Επιπλέον, όπως προέκυψε από την έρευνα, κατά περίπτωση, οι αστυνομικοί μέλη της οργάνωσης προέβαιναν για λογαριασμό της οργάνωσης στον εντοπισμό, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων της Ελληνικής Αστυνομίας, στοιχείων ταυτότητας που ακολούθως χρησιμοποιούνταν σε ψευδείς βεβαιώσεις ταυτοπροσωπίας.
Κατά τις συνομιλίες τους, τα μέλη του κυκλώματος χρησιμοποιούσαν κώδικες επικοινωνίας με χαρακτηριστικές λέξεις για τα έγγραφα που εξέδιδαν. Συγκεκριμένα, ως «μπλε» ανέφεραν το δελτίο ταυτότητας και ως «βιβλιαράκι» το διαβατήριο, ενώ, όπως διαπιστώθηκε, πολλές από τις τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποίησαν στην έκδοση των εγγράφων ήταν καταχωρημένες τηλεφωνικές συνδέσεις μελών της εγκληματικής οργάνωσης.
Για την έκδοση κάθε εγγράφου, ο ενδιαφερόμενος κατέβαλε χρηματικό ποσό ύψους τουλάχιστον 30.000 ευρώ.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε κατοικίες, εργασιακούς χώρους, κατάστημα, αυτοκίνητα, καθώς και από την κατοχή των συλληφθέντων, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν
Δύο περίστροφα, πιστόλι, γεμιστήρες και 382 φυσίγγια, φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής και τρία τάμπλετ, κεντρική μονάδα ηλεκτρονικού υπολογιστή, σκληρός δίσκος και ssd δίσκος, 15 USB, έξι εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, αντάπτορες και κάρτες μνήνης
συσκευές gps tracker, 608.025 ευρώ, 37 κινητά τηλέφωνα και κάρτες sim, ψηφιακή κάμερα, μηχάνημα πλαστικοποίησης εγγράφων και υλικά πλαστικοποίησης, τέσσερις πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων, ναρκωτικά χάπια και ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης, έγγραφα «APOSTILLE», ληξιαρχικές πράξεις συμφώνων συμβίωσης, αντίγραφα σελίδων διαβατηριών και βίζα, σφραγίδες, πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης, ληξιαρχική πράξη θανάτου, ταυτότητα, διαβατήρια, σημειωματάρια, ημερολόγια και ημερολόγια τσέπης με ιδιόχειρες σημειώσεις, βιβλιάρια τραπεζικών καταθέσεων, εκτυπώσεις παραβόλων, φάκελοι με έγγραφα που αφορούν δελτία ταυτότητας, υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας για το οποίο είχε δηλωθεί κλοπή, κενά έντυπα υπεύθυνης δήλωσης με σφραγίδες γνησίου υπογραφής καθώς και φωτοαντίγραφα ταυτοτήτων και αδειών διαμονής αλλοδαπών.
Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρους τους, οδηγήθηκαν στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος τους παρέπεμψε στην ειδική ανακρίτρια Διαφθοράς προς διενέργεια κύριας ανάκρισης.