Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
«Κύριε πρωθυπουργέ, έχετε αίμα στα χέρια σας. Σκοπεύετε να παραιτηθείτε;». Την παραπάνω ερώτηση έκανε Άγγλος δημοσιογράφος στον Βρετανό πρωθυπουργό, Τόνι Μπλερ, το 2003. Την ερώτηση θυμάμαι, τον δημοσιογράφο καθόλου.
«Σοβαρολογείτε; Σε όλη τη χώρα με όλες αυτές τις υπέροχες Ελληνίδες;», διέκοψε για δεύτερη ή τρίτη φορά η δημοσιογράφος του ΒΒC τον Έλληνα πρωθυπουργό το 2019 για τη (μη) συμμετοχή γυναικών στο Υπουργικό Συμβούλιο. Την ερώτηση θυμάμαι, ιδίως αυτό το «Αre you serious?», τη δημοσιογράφο αχνά.
«Με τους πιο αργούς ρυθμούς της Ευρώπης εμβολιάζετε τους πολίτες. Όλοι στον κόσμο θα το δουν και θα αναρωτηθούν».
«Δεν είμαστε…», ψέλλισε στον δημοσιογράφο του ΒΒC ο Έλληνας υπουργός Τουρισμού τον Μάιο του 2021.
«Είστε στις 5 χειρότερες χώρες», τόνισε. «Όχι, δεν είμαστε», επανέλαβε αμήχανος ο υπουργός. «Φοβάμαι ότι αυτό λένε τα νούμερα», απάντησε ο συνεντευξιαστής. Το hard talk θυμάμαι, το τρομαγμένο ελαφάκι απέναντί του, στιγμές («Διαβάζουμε όλοι τις εφημερίδες, υπουργέ. Ο κόσμος τα διαβάζει και θα νομίζει πως η Ελλάδα δεν είναι καλή ιδέα για ταξίδι»), τον δημοσιογράφο μόλις που τον ανακαλώ στη μνήμη.
Αντιθέτως, θυμάμαι όσους στρώνουν χνουδάτα χαλιά για να μη στραβοπατήσουν πολιτικοί, όσους κάνουν ερωτήσεις-πάσες, όσους δέχονται να γίνουν «γλάστρες», από σκιασμένη σκοπιμότητα ή και οργανωμένη νωθρότητα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Ποιο είναι; Το περιεχόμενο της ερώτησης. Μπορεί να τίθεται «direct», με αυστηρότητα, πλάγια, άγαρμπα, άκομψα, με τακτ, «τον καλύτερο τρόπο για να στείλεις κάποιον στην κόλαση και μάλιστα να απολαύσει και το ταξίδι», νευρικά, ενδεχομένως με αγένεια ή καλύτερα με ειρωνεία, που παραμένει ένα άνευ προηγουμένου όπλο ενάντια στην εξουσία, αλλά σκληρή ερώτηση δεν ξέρω τι θα πει και γιατί δημιουργεί θόρυβο και ταραχή. Είναι εύλογη; Μέχρι εκεί.