Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα
Η τραπεζική κατάθεση έχει κεντρικό ρόλο στην κατανομή των τοποθετήσεων των Ελλήνων πολιτών. Από την κατανομή δε των διαθεσίμων σε εναλλακτικές τοποθετήσεις, όπως τραπεζικές καταθέσεις, κινητές αξίες (μετοχές και ομόλογα), ακίνητα, έργα τέχνης και χρυσό, η τραπεζική κατάθεση έχει διαχρονικά υψηλή συμμετοχή στη σύνθεση του πλούτου. Είναι επομένως εύλογο να υποστηριχθεί ότι η επενδυτική φυσιογνωμία του μέσου Έλληνα πολίτη θα χαρακτηριζόταν διαχρονικά ως του «συντηρητικού αποταμιευτή». Η διαδικασία αυτή ωστόσο δεν ήταν πάντα ευεργετική για τους αποταμιευτές, καθώς το ύψος των επιτοκίων δεν ήταν πάντα υψηλότερο από το πληθωρισμό, ούτε το τραπεζικό σύστημα αδιαμφισβήτητα ασφαλές. Μπορούμε λοιπόν να ταξινομήσουμε τα τελευταία τριάντα χρόνια σε τρεις περιόδους.
Κατά την πρώτη περίοδο, από το 1989 έως 1999, τα επιτόκια είναι διψήφια με φθίνουσα ωστόσο πορεία, από το 18% έως το 8% στο ταμιευτήριο, εν όψει της απόφασης για υιοθέτηση του ευρώ που λαμβάνεται μετά το 1997. Οι αποδόσεις των τραπεζικών καταθέσεων, ακόμα και εκείνων του ταμιευτηρίου, υπερβαίνουν τον πληθωρισμό και επομένως οι πραγματικές αποδόσεις για τους αποταμιευτές είναι θετικές. Ωστόσο, κατά τα τελευταία έτη σημαντικό μέρος διαθεσίμων τοποθετείται στο ελληνικό χρηματιστήριο με τις γνωστές τραυματικές συνέπειες για τους περισσοτέρους εξαιτίας της ανεπαρκούς εποπτείας της περιόδου εκείνης, οδηγώντας στη σοβαρή διαχρονικά δυσφήμηση για τον θεσμό του χρηματιστηρίου.
Κατά τη δεύτερη περίοδο, από το 2000 έως 2010, τα επιτόκια είναι πλέον μονοψήφια, καθώς το νόμισμα της χώρας είναι το ευρώ και ακολουθούν καθοδική πορεία: από το 6% του 2000 στο 0,38% για το ταμιευτήριο, όμως οι ετήσιες προθεσμιακές καταθέσεις συνεχίζουν να προσφέρουν ελκυστικά επιτόκια, χωρίς ωστόσο οι πραγματικές αποδόσεις, αφαιρουμένου του πληθωρισμού, να είναι θετικές παρά μόνο κατά το 2008 (το επιτόκιο είναι 4,85% και ο πληθωρισμός 4,2%). Επομένως οι πραγματικές αποδόσεις για τους αποταμιευτές είναι κατά κανόνα αρνητικές.
Κατά την τρίτη περίοδο, από το 2011 έως σήμερα, τα επιτόκια ταμιευτηρίου ακολουθούν πάλι καθοδική πορεία. Κατά την πενταετία 2016-2020 μάλιστα διαμορφώνονται σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, ενώ το ίδιο πλέον συμβαίνει με τις προθεσμιακές καταθέσεις αλλά και με τα ομόλογα (στο 0,02% το επιτόκιο ταμιευτηρίου, στο 0,14% οι ετήσιες προθεσμιακές καταθέσεις). Ωστόσο, μετά το 2013 επικρατούν συνθήκες αποπληθωρισμού, με τον πληθωρισμό να λαμβάνει αρνητικές τιμές, με εξαίρεση τα έτη 2017, 2018 και 2019 οπότε είναι οριακά θετικός. Ως αποτέλεσμα, οι προθεσμιακές καταθέσεις έχουν θετικές αποδόσεις για τους αποταμιευτές.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως αφορά την εξέλιξη των καταθέσεων των ιδιωτών (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) μετά το 2009, σύμφωνα με τα στοιχεία των δελτίων της ΤτΕ: από τα 237,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2009 υποχωρούν στα 164,2 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2014, καθώς οι αποταμιευτές μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, φοβούμενοι το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ, αλλά και ανησυχώντας για το ενδεχόμενο σοβαρού «κουρέματος» των καταθέσεων εν όψει των ανακεφαλαιοποιήσεων, καθώς το τραπεζικό σύστημα τελεί υπό χρεοκοπία. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, καθώς ο φόβος εξόδου από το ευρώ επανέρχεται οδηγώντας άλλα 44 δισ. ευρώ στις θυρίδες και στα ευφάνταστα «ασφαλή καταφύγια» που εμπνεύστηκαν οι αποταμιευτές, διαμορφώνοντας το ύψος τους στα 120,8 δισ. ευρώ. Με την επάνοδο της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, οι καταθέσεις επανέρχονται στα 143,1 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, για να αυξηθούν την επόμενη διετία κατά άλλα 30 δισ. εξαιτίας των συνθηκών της πανδημίας αλλά και λόγω επανόδου καταθέσεων από το εξωτερικό όπου τα επιτόκια είναι πλέον αρνητικά, φτάνοντας σήμερα τα 173,9 δισ. ευρώ (Σεπτέμβριος 2021).
Με τη διατήρηση των αποδόσεων σε μηδενικά επίπεδα σήμερα, όπως έχουν διαμορφωθεί λόγω της υπερχαλαρής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και όπου πιθανολογείται ότι θα παραμείνουν τουλάχιστον κατά το επόμενο έτος, οι συντηρητικοί αποταμιευτές καλούνται να αλλάξουν την επενδυτική φυσιογνωμία τους και να γίνουν «συντηρητικοί επενδυτές»: να αναζητήσουν δηλαδή εναλλακτικές τοποθετήσεις αφού διακρατήσουν το ύψος των καταθέσεων που χρειάζονται για λόγους πρόνοιας και ασφάλειας. Με την παραδοχή ότι η επενδυτική φυσιογνωμία τους θα παραμείνει συντηρητική και αφού λάβουν υπ' όψιν τους ότι στη σημερινή εποχή δεν υπάρχουν επενδύσεις μηδενικού κινδύνου, οι κατευθύνσεις στις οποίες μπορούν να στραφούν είναι συγκεκριμένες: αμοιβαία κεφάλαια χαμηλού επενδυτικού κινδύνου, μακροχρόνια αποταμιευτικά προγράμματα ασφαλιστικών εταιρειών, επενδύσεις σε μετοχικούς τίτλους με χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο σε συνδυασμό με υψηλή μερισματική απόδοση και αγορές ακινήτων για εκμετάλλευση. Με τις τοποθετήσεις να διενεργούνται πλέον τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στην παρούσα συγκυρία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα προσφέρει πολλές εναλλακτικές επιλογές, έτσι ώστε να είναι εφικτή η από μέρους του αποταμιευτή υιοθέτηση της επενδυτικής πρότασης που ταιριάζει στο προφίλ του, στον βαθμό που αποφασίσει να την αναζητήσει.