Από τότε που ο Τζόρτζ Μπους ανέβασε τους τόνους κατά του Ιράν, στις 10 Ιανουαρίου, δεν περνά μέρα στην Ουάσινγκτον που να μη διαψεύσουν οι επίσημοι εκπρόσωποι τις στρατιωτικές προθέσεις της κυβέρνησης. «Δεν ετοιμαζόμαστε να εισβάλουμε στο Ιράν», δήλωσε ο Τόνι Σνόου στις 16 Ιανουαρίου. «Το μόνο που έχουμε πει είναι ότι θα αντιμετωπίσουμε τις ιρανικές παρεμβάσεις στο Ιράκ, που προκαλούν προβλήματα στους στρατιώτες μας», συμπλήρωνε μερικές μέρες αργότερα η αναπληρώτριά του, Ντάνα Περίνο.
Οι δηλώσεις αυτές μάλλον τροφοδοτούν τις φήμες παρά τις διαψεύδουν, παρατηρεί ο ανταποκριτής της «Figaro» στην Ουάσινγκτον. Οι πράξεις επιβεβαιώνουν τα λόγια: αποστολή ενισχύσεων στο Ιράκ, χρηματοδότηση των μετριοπαθών κινημάτων στο Λίβανο και την Παλαιστίνη, αποστολή συστοιχιών πυραύλων Πάτριοτ στις σύμμαχες αραβικές χώρες, αποστολή και δεύτερης πολεμικής αρμάδας στον Κόλπο http://www.naftemporiki.gr/news/static/07/02/20/1304085.htm . «Είμαι σίγουρος ότι οι Αμερικανοί θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα στο Ιράν», λέει ο βρετανός αρχιπλοίαρχος Κιθ Ουινστάνλεϊ, υποδιοικητής του συμμαχικού στόλου στον Κόλπο.
Ποιο είναι όμως το μήνυμα αυτό; Ενας αμερικανός παρατηρητής που εδρεύει στη Βαγδάτη βλέπει τρία σενάρια: ο Λευκός Οίκος να επιδίδεται σε μια πολιτική εκφοβισμού, να παίζει μποξ στο σκοτάδι ή να ετοιμάζεται για ένα νέο πόλεμο.
Σύμφωνα με τον Τζέιμς Ντόμπινς, διευθυντή του Κέντρου διεθνούς πολιτικής και άμυνας στο Rand Corporation, δεν είναι απαραίτητο να διαλέξει κανείς ένα από τα τρία αυτά σενάρια. Ενας συνδυασμός και των τριων ενδέχεται να εξηγεί τις σημερινές αμερικανικές κινήσεις.
Αυξάνοντας το επίπεδο της απειλής, η Ουάσινγκτον θέλει να υπενθυμίσει στους Ιρανούς τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή, και πέρα απ' αυτήν.
«Οσο οι Ιρανοί δεν έχουν την αίσθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας επίφοβος αντίπαλος, δεν θα βλέπουν κέρδη από το διάλογο», δηλώνει ο νέος υπουργός Αμύνης Ρόμπερτ Γκέιτς.
Οι αμερικανικές κινήσεις μπορεί έτσι να αποτελούν έναν τρόπο προετοιμασίας του εδάφους για τη διπλωματία. Αλλά οι κίνδυνοι ενός εκτροχιασμού παραμένουν. «Υπάρχει κίνδυνος επέκτασης της σύγκρουσης στις άλλες χώρες της περιοχής», σημειώνει ο Ντόμπινς. Με την αποστολή του αεροπλανοφόρου Τζον Στένις και της αρμάδας του στον Κόλπο, όπου θα συναντήσουν το αεροπλανοφόρο Αϊζενχάουερ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πλέον τη δυνατότητα να εξαπολύσουν μια αεροπορική επίθεση 24 ώρες το 24ωρο επί 30 ή 40 ημέρες. Μπορούν να στηρίζονται για ανεφοδιασμό στο γενικό αρχηγείο του 5ου στόλου στο Μπαχρέιν, στην τεράστια αεροπορική βάση του αλ Ουνταϊντ στο Κατάρ και στη βάση του Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αμερικανικοί δορυφόροι έχουν εντοπίσει 1.500 στόχους που συνδέονται με το ιρανό πυρηνικό οπλοστάσιο και βρίσκονται σε 18 βασικά σημεία. Στους στόχους αυτούς θα μπορούσε να προστεθούν βιομηχανικοί και πετρελαϊκοί στόχοι.
Τίποτα δεν δείχνει, παρ' όλα αυτά, ότι έχει ληφθεί κάποια απόφαση. «Η αμερικανική κυβέρνηση διπλασιάζει το ποντάρισμά της στο Ιράκ για να κρύψει την αποτυχία της και κάνει το ίδιο σε ολόκληρη την περιοχή», τονίζει ο Ντόμπινς. «Με τον τρόπο αυτό, μπορεί είτε να ετοιμάζει πόλεμο είτε να κατασκευάζει μια δικαιολογία: την ημέρα που ο Μπους θα αναγνωρίσει την αποτυχία του στη Βαγδάτη, να είστε σίγουροι ότι θα επιρρίψει την ευθύνη στους Ιρακινούς και στους Ιρανούς».
Πηγή: Le Figaro της 31ης Ιανουαρίου, ΑΠΕ-ΜΠΕ