«Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι επίμαχες αναθεωρητικές προτάσεις, με την ευρύτητα και την ασάφειά τους, έχουν στόχο την παράκαμψη αυτού του "ενοχλητικού εμποδίου", δηλαδή την αποδυνάμωση του Σ.τ.Ε., μέσω της αφαίρεσης από αυτό αρμοδιοτήτων και μάλιστα της σπουδαιότερης: της κρίσης για την αντισυνταγματικότητα των νόμων.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η "ενοχλητική" νομολογία του Σ.τ.Ε. δεν βασίζεται μόνον στην ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος. Η δημόσια πολιτική και η ιδιωτική δραστηριότητα στους παραπάνω τομείς ρυθμίζεται σήμερα σε σημαντικό βαθμό από το κοινοτικό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτούς τους κανόνες εφαρμόζει το Σ.τ.Ε., σε διαρκή δημιουργικό διάλογο με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η αποδυνάμωση του Σ.τ.Ε., το οποίο έχει αναδειχθεί τις τελευταίες δεκαετίες το σημαντικότερο θεσμικό αντίβαρο στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, θα οδηγούσε σε δραματική οπισθοχώρηση του κράτους δικαίου και του επιπέδου δικαστικής προστασίας», εκτιμά η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, εν όψει της αναθεώρησης του Συντάγματος, και ειδικότερα των άρθρων που αφορούν την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.