Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα*
Η μόνη αξία των οικονομικών προβλέψεων είναι ότι κάνουν την αστρολογία να φαίνεται αξιόπιστη, συνήθιζε να λέει ο John Kenneth Galbraith. Με τον σκωπτικό αυτό τρόπο ο μεγάλος οικονομολόγος αυτοσαρκαζόταν όταν του ζητούνταν προβλέψεις για τα οικονομικά μεγέθη. Η περίπτωση των εξελίξεων αναφορικά με το ελληνικό ΑΕΠ τα επόμενα έτη είναι πιθανό να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
Ας πάρουμε όμως τα θέματα με τη σειρά τους. Οι προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, του ΑΕΠ, της κατανάλωσης, των επενδύσεων, του δημοσιονομικού ελλείμματος, του δημόσιου χρέους, του πληθωρισμού, του ισοζυγίου πληρωμών και της ανεργίας γίνονται από τα επιτελικά οικονομικά υπουργεία αλλά και άλλους δημόσιους φορείς, όπως είναι το ΚΕΠΕ. Ταυτόχρονα, με το κατάλληλο μακροοικονομικό μοντέλο, γίνονται προβλέψεις από τις διευθύνσεις οικονομικών μελετών των συστημικών τραπεζών αλλά και άλλους ιδιωτικούς φορείς, με το ΙΟΒΕ να έχει την πρωτοκαθεδρία σε σχέση με την εγκυρότητα της όλης διαδικασίας. Τέλος, τα τελευταία χρόνια προβλέψεις κάνει ένας μεγάλος αριθμός επενδυτικών οίκων καθώς και οι οίκοι που βαθμολογούν το αξιόχρεο της χώρας. Είναι φανερό ότι για διαφόρους λόγους υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις στις αριθμητικές επιδόσεις των προβλέψεων που ανακοινώνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Λαμβάνοντας υπόψη την πολυμορφία των παραγόντων που διαμορφώνουν το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον μιας οικονομίας, είναι φανερό ότι μικρός μόνο αριθμός προβλέψεων είναι πιθανό να συγκλίνει με όσα απολογιστικά λαμβάνουν χώρα.
Ας θυμηθούμε ενδεικτικά τι συνέβαινε στη χώρα το 2014. Σύμφωνα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μετά την λόγω της οικονομικής κρίσης περίοδο υποχώρησης του ΑΕΠ από τα 242 δισ. ευρώ στο τέλος του 2008 στα 177,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014 (-26,7%), θα ακολουθούσε περίοδος οικονομικής ανάκαμψης. Μάλιστα οι περισσότεροι οικονομολόγοι συνέκλιναν στην εκτίμηση για σενάριο κίνησης του ΑΕΠ σύμφωνα με την καμπύλη τύπου U, που συμβολίζει την αργή και σε βάθος χρόνου ανάκαμψη της οικονομίας, με τη γρήγορη κίνηση του ΑΕΠ πάνω από τα 180 δισ. ευρώ να θεωρείτο βέβαιη. Αυτό, υποστήριζαν οι οικονομολόγοι, ήταν το ρεαλιστικό σενάριο με πιθανότητα υλοποίησης 50%. Όμως οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν στις αρχές του 2015 οδήγησαν σε ολική ανατροπή της παραπάνω πρόβλεψης, με το ΑΕΠ να υποχωρεί το 2015 στα 176,1 δισ. ευρώ και το 2016 στα 174,2 δισ. ευρώ.
Ερχόμαστε τώρα στη σημερινή συγκυρία. Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2% στο 2ο τρίμηνο του 2021 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό έτος πανδημίας έχει προϊδεάσει ότι μια ανάκαμψη τύπου V είναι επικείμενη για την ελληνική οικονομία. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι κατά το 3ο τρίμηνο, που έχει ήδη ολοκληρωθεί, οι τουριστικές εισπράξεις κινήθηκαν ικανοποιητικά, ενώ αυξητικά κινήθηκαν τόσο οι επενδύσεις όσο και οι εξαγωγές, είναι πιθανό να καταγραφεί επίδοση στο ΑΕΠ της τάξης των 50 δισ. ευρώ. Αν, δε, το τελευταίο τρίμηνο του έτους περιλάβει και μια αυξημένη κατανάλωση λόγω Χριστουγέννων καθώς πέρυσι υπήρχε lockdown, είναι πιθανό ο απολογισμός για το σύνολο του έτους να ξεπεράσει τα 180 δισ. ευρώ από τα περσινά 165,8 δισ. ευρώ (+9%).
Η πρόβλεψη του προσχεδίου του προϋπολογισμού για επίδοση του ΑΕΠ στο +10,8% σωρευτικά για τη διετία 2021-2022, με τις επενδύσεις να σημειώνουν το 2022 τον εκρηκτικό ρυθμό του +23,4% είναι εφικτή, με τα ερωτηματικά να εγείρονται για τη δυνατότητα υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης στη συνέχεια. Η απάντηση είναι συνδεδεμένη με τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να ξεκινήσει την ουσιαστική απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν το Ταμείο Ανάκαμψης, με την υπόσχεση των τραπεζών να προχωρήσουν σε αυξημένους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης ώστε να υποβοηθηθεί η αναπτυξιακή προσπάθεια. Το αισιόδοξο σενάριο της πορείας για τα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να υπονομευθεί και από άλλους παράγοντες: τη χαμηλή ικανότητα της δημόσιας διοίκησης να δρομολογήσει την εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Τη δύσκολη μετάπτωση του τραπεζικού συστήματος από την παρούσα συντηρητική πολιτική δανεισμού σε μια πολιτική με αυξημένους στόχους. Τη δυσανεξία για εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων, με κορυφαία εκείνων για αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Την επάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού και την εύρεση των απαιτούμενων δεξιοτήτων για τη στελέχωση των νέων δραστηριοτήτων, ειδικότερα εκείνων που αφορούν τα μεγάλα έργα του κατασκευαστικού τομέα, δημόσια και ιδιωτικά.
Κυρίως όμως, η μεγαλύτερη απειλή έρχεται από τις εξωγενείς διαταραχές λόγω των αρρυθμιών της εφοδιαστικής αλυσίδας που οδηγούν σε γενικευμένες ανατιμητικές τάσεις στις πρώτες ύλες και τα τρόφιμα. Διαδικασία που επιβαρύνει δραστικά το παραγωγικό κόστος, ιδιαίτερα στους ενεργοβόρους βιομηχανικούς κλάδους, ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνει τα εισοδήματα των πολιτών. Παρά την αισιοδοξία των Κεντρικών Τραπεζών για την προσωρινότητα αυτής της κατάστασης, είναι αδύνατο να προβλεφθεί ο ακριβής χρόνος επανόδου αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων. Είναι επομένως ορατή η απειλή της μη συνέχισης υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης για το 2022, ενόσω συντηρείται το παρόν ομιχλώδες σκηνικό στην παγκόσμια οικονομία.
* Ο κ. Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος